‘…Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι…’
...σιγοψιθύριζε το
αγαπημένο του τραγούδι, ενώ ο αέρας μαινόταν άγρια φραγγελώνοντας με μίσος τις
κορυφές των δέντρων. Το χιόνι μόλις
άρχιζε να πέφτει σε ριπές και ο θόρυβος από τα στοιχειά της φύσης ήταν τόσο
εκκωφαντικός, σαν να είχε κατέβει ο θεός Πάνας να τρομάξει τους αγροίκους του
δάσους. Η λογική, άθυρμα στα τερτίπια
του σκότους, ένω το κρύο αποκτήνωνε τις εξωτερικές αισθήσεις και ο φόβος άγγιζε
μόνο την καρδιά που ήταν ζεστή και παλλόμενη.
Το αλύχτισμα των τσακαλιών και των λύκων αποτελεί μια παρήγορη
συντροφιά. Είναι μια απόδειξη πως κάτι
γήινο με σάρκα και oστά ήταν γύρω του, σε αντίθεση με αυτό το απόκοσμο τοπίο. Είναι και αυτές οι ιστορίες που άκουσε χθές
στο καφενείο κάτω στο χωριό. Οι
κρονόληροι του χωριού, τουλάχιστον έτσι τους θεωρούσε μέχρι τώρα, μιλούσαν για
ξωτικά που μόλις τα αντίκρυζες, σου πάγωναν την ανάσα.
‘Ωρέ γκζάνι, σι λέω τα έχω δει με τα ίδια μι
τα στραβάδια, αερκά δυο μέτρα ύψος, λευκά σαν τσι μουστάκα του Αποστόλη...!’ Γελια στην παρέα... ‘Τα είχα ανταμώσει ένα σούρουπο ανήμερα τσι Παναγιάς. Μα τον Άι Αθανάσιο πετούσαν πάνω απί τη γη
δυο σπιθαμές και άλλαζαν χρώματα, πότε τσι γης και πότε του ουρανού.’
‘Ναι’, συμπληρώνει ο κυρ-Θωμας, ‘εμένα μου μίλησε κιόλας.’
‘Σγα μην σι φίλησε
κιόλα...’!! Χαμός στη γεροντοπαρέα. Γέλια και πειράγματα συνεχίζονταν, με τα
ρικνωμένα πρόσωπα των γερόντων να παίρνουν μια γλυκειά εφηβική σπιρτάδα.
‘Ήμουν στα χωράφια,
σας λέω. Είχε πέσει το σύθαμπο και τα μάζευα
σγα σγα. Τότε μια άσπρη φωτιά πιτάγεται
απτη γη και μι αγγίζει όλο το σώμα.
Μούρθε θερμασιά και πιπκώθκα κατάχαμα.
Μια φωνή γυναικεία μου είπε κάτις σε γλώσσα ξενική. Ασκώνομαι και τρέχω σαν τρελός. Δυο βδουμάδες έκαμα να πάω πάλι!!...’
‘Ξέχασες να μας
ειπείς για το χεσμένο βρακί σι, ωρέ λιουλιουβίγκα!!!’ Σχολική τάξη το καφενείο. Γελια πηγαία από τα
βάθη της κοιλιάς, σε συνδυασμό με χρεμετίσματα των γερασμένων πουλαριών, έκαναν
την ατμόσφαιρα εορταστική και ιλαρή.
Τώρα όμως, μόνος εδώ
στην πυκνή νύχτα, με τη σόμπα υγραερίου να πνέει τα λοίσθια, τα πράγματα δεν
είναι για γέλια. Το φεγγάρι, μεγάλος
απών της αποψινής παράστασης και ο διάστικτος έναστρος ουρανός με τη στιλβωμένη
του φορεσιά είναι τόσο μακριά από τούτη τη θλιβερή και παγωμένη λιθόδμητη
σκοπιά.
Νοιώθει μια κόπωση
μεταφρασμένη στο σώμα του σε ζαλάδα που τον ταλαιπωρεί όλη μέρα και τώρα που
νοιώθει γλίσχρος και ουδαμινός στο απέραντο έρεβος της φύσης και της ύπαρξης,
αυτή η αδιαθεσία επιτείνεται ακόμη περισσότερο.
‘Ορεσιπάθεια’, είπε ο γιατρός του στρατοπέδου. ‘Η αρρώστια του βουνού, Στρατηγάκη, μην
ανησυχείς, όλοι το παθαίνουν εδώ από το υψόμετρο. Θα συνηθίσουν τα πνευμόνια σου το μειωμένο
οξυγόνο από τη χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση.
Ανάπνεε σταθερά και αργά, χωρίς να βιάζεσαι.’
Από απέναντι, μια
διάπυρη καύτρα φεγγοβολά, διαρρηγνύοντας τη ζοφερή νύχτα. Ανακουφισμένος, παρατηρεί τον μαγικό τρόπο
που ανάβει και πεθαίνει μέσα στο σκοτάδι. Χαίρεται που απέναντι υπάρχουν
άνθρωποι. Δεν είναι Τούρκοι αλλόθρησκοι, απόγονοι του Μωάμεθ του Πορθητή και
του Κεμάλ. Είναι άνθρωποι και αυτή τη
νύχτα των ξωτικών, οι άνθρωποι είναι σύμμαχοι.
Ένα μήνα περίπου
είναι που είχε πάρει τη μετάθεση.
‘Θα καλοπεράσεις,
Στρατηγάκη’, του είπε ο λοχίας στη μονάδα.
Το κρύο και αυτή η
αρρώστια του βουνού, μαζί με τη μοναξιά, του φέρνουν στον νου τον παππού. Ήρωας του έπους της Αλβανίας ο παππούς. Οι ιστορίες του είχαν μέσα κρύο, μοναξιά και
κακουχίες, αλλά και ανθρώπινη αυταπάρνηση, υπέρβαση του φυσιολογικού και
μαχητικότητα για να κρατήσουν το πνεύμα θαλερό και το κορμί ζεστό. Κάτι από αυτά τα συστατικά τα έχει τώρα και
εδώ εν έτει 2000. ‘Η ιστορία
επαναλαμβάνεται’, σκέφτεται και χαμογελά.
Η θαλπωρή και η ασφάλεια της μαντεμένιας σόμπας του δωματίου που άκουγε
τις ιστορίες, του τυλίγουν το κορμί.
Ήταν στο ύψωμα 731 ο παππούς Αντώνης, στις
Θερμοπύλες που δεν έπεσαν, όπως λέγαν οι παλιοί. Οι μελανοχιτώνες του Μουσολίνι ήθελαν με κάθε
κόστος το στρατηγικό αυτό σημείο. Ο
βομβαρδισμός του περιπαθούς λόφου και των ηρωικών υπερασπιστών του, δριμύς.
‘Κρανίου τόπος,
Νικήτα, παιδί μου. Ο Αρμαγεδδώνας ο
ίδιος, τους ρουφιάνους τους μακαρονάδες.
Δεν άφησαν κλαρί όρθιο.’
Φανταζόταν τότε
δίπλα στη ραστώνη της ζεστής σόμπας και στην αβρή αίσθηση της μάλλινης
βελέντζας που απλωνόταν κάτω από το ξαπλωμένο παιδικό κορμί του μάχες σώμα με
σώμα. Πελώριοι Έλληνες πολεμιστές,
διασταυρωμένα κορμιά σε έναν άφρονα χορό μίσους και επιθυμίας για επιβίωση, με τρομαγμένους
Ιταλούς μακαρονάδες. Άκουγε τόσο δυνατά
την κραυγή ‘ΑΕΡΑ’, μέχρι που έβλεπε τον κουρνιαχτό από τα ποδοβολητά των
προελαυνόντων Ελλήνων. Κλαγγές μετάλλου,
φωνές πόνου, φόβου και αρειμάνιας έξαψης, ποτισμένες με αίμα, ιδρώτα και
σωματικά υγρά, διανθισμένες με ριπές πυροβόλων όπλων, φούσκωναν την καρδιά του
μικρού παιδιού για περιπέτεια και σκοτείνιαζαν τα βουρκωμένα μάτια του
ηλικιωμένου άνδρα.
‘Το βράδυ,
αποκαρδιωμένοι, δεν είχαμε ούτε δύναμη να φάμε μια μπουκιά μπομπότα. Τη γιαγιά σου σκεφτόμουν που με περίμενε στο
σπίτι στα Τρίκαλα. Αυτό με κράτησε
ζωντανό και το κονιάκ που ζέσταινε τα σπλάχνα και ξεγέλαγε τον φόβο.’
Απροειδοποίητα, ένας
πυροβολισμός βιάζει την ησυχία της νύχτας.
Ο αέρας είχε κοπάσει, όμως το χιόνι και το κρύο φρόντιζαν να θυμίζουν
στον Νικήτα την πιθανότητα η κόλαση να είναι μια διαβολικά παγωμένη κατάσταση
και όχι καζάνια που βράζουν.
Αρπάζει το όπλο που
είχε παρά πόδας και βάζει το παγωμένο μέταλλο του κράνους στο αναίσθητο από το
κρύο κρανίο του. Προσπαθεί να
αφουγκραστεί τη νύχτα. Τα δάχτυλά του,
αγκυλωμένα από την παγωνιά, ψαχουλεύουν την σκανδάλη, χωρίς να είναι σίγουρος
για την αφή του.
Hareketsiz!!
Ριπές πυροβολισμών
ακούγονται από κοντινή απόσταση. Η
βολίδα φωτίζει τη νύχτα, δημιουργώντας μια λαμπερή ουρά σαν μια φονική
πυγολαμπίδα. Πολλές φονικές πυγολαμπίδες
ορμάνε η μια προς την άλλη, πετώντας με ασύλληπτες ταχύτητες. Γονατίζει πίσω από το τοιχίο. Το ύψωμα 713 ανασύρεται ζωντανό από τη μνήμη
του μπροστά στα μάτια του.
‘Θεέ μου!’, λέει
πνιχτά.
Οι πυροβολισμοί
ακούγονται πιο αραιά, αλλά με μια ακολουθία ρυθμική ο ένας με τον άλλο. Φαίνεται οι Τούρκοι φαντάροι καταδιώκουν
δουλέμπορους, μαζί με το εμπόρευμά τους.
Τα ξωτικά του δάσους έχουν κρυφτεί.
Είναι η ώρα των ανθρώπων, των πιο παράξενων πλασμάτων της γης…
Τα φώτα του τζιπ
πέφτουν πάνω στη σκοπιά.
‘Στρατηγάκη, είσαι
καλά;’
‘Μάλιστα, λοχαγέ. Μάλλον οι Τούρκοι εντόπισαν καραβάνι με
λαθρομετανάστες.’
‘Εσύ, ο Αντωνάκης
και ο Γραβιάς, κατεβείτε στο ποτάμι και ψάξτε την περιοχή. Μην τους αφήσετε να περάσουν. Τον νου σας, μην κάνετε μαλακίες και μου
φέρουν το πτώμα σας. Θα το αφήσω να το
φάνε τα τσακάλια.’
Γίνεται ένας
πρόχειρος έλεγχος του οπλισμού και οι απαραίτητοι φακοί ανάβουν για να φωτίσουν
την κάθοδο τους στο ανήλιο μέρος που κατοικούν οι Μοίρες.
‘Πάμε, παιδιά’,
ακούγεται μια διστακτική φωνή.
Οι πυροβολισμοί στο
μεσοδιάστημα έχουν σταματήσει. Κλάμα
μωρού ακούγεται.. Η οιστρηλασία των
όπλων και της βίας στον κολοφώνα της…
‘Μαλάκες, προσέχετε,
είναι και μωρά μαζί.’
Συνεχίζουν την
κατάβαση της απότομης πλαγιάς πνευστιώντες.
Συνοφρυωμένα πρόσωπα, με τον φόβο φωλιασμένο στην κόρη των ματιών τους,
αναγκάζοντάς την σε πλήρη μυδρίαση.
Ευτυχώς, η νύχτα θα κάνει το καθήκον της και δεν θα προδώσει το μυστικό. Ενδεδυμένοι το σκοτάδι, δείχνουν αδίστακτοι,
πολύπειροι πολεμιστές. Μαύροι Κέρβεροι,
ορκισμένοι να περιφρουρήσουν τα εδάφη της Μητέρας Ελλάδας.
Δεν είναι τρία
φοβισμένα μειράκια, τρία παιδιά που μόλις πρόσφατα αποχωρίστηκαν την πατρική
εστία. Είναι απόγονοι των Σπαρτιατών, των θριαμβευτών του Μαραθώνα και των
επικών μαχητών της Κορυτσάς.
Μια ευκλεής νύχτα
προδιαγράφεται. Το κισμέτι τους, όπως
θάλεγαν οι απέναντι, εξυφαίνει το δικό του πέπλο, ενώ τα ξωτικά χαμογελούν
σαρδόνια, βλέποντας τα έργα των ανθρώπων.
Το ικτερικό αδύναμο φως
των παλιών φακών πέφτει πάνω σε μια κουλουριασμένη φιγούρα. Γογγύζει βουβά, ενώ τα μακριά μαλλιά
καλύπτουν το πρόσωπο, μια ταλαιπωρημένη ψυχή στη ρίζα ενός πελώριου
κορμού. Ικέτης, μπροστά στα πόδια ενός
παγανιστικού Θεού.
‘Ίνγκλις;’
‘Χέστη ρε, σιγά μη
μιλάει αγγλικά. Σήκωσέ τη να πάμε να
φύγουμε από δω.’
‘Έχει δίκιο ο
Κώστας, Γραβιά. Μάλλον τους χάσανε και
οι Τούρκοι. Εμείς θα σώσουμε τη χώρα από
τους λαθρομετανάστες;’
Το ημιαυτόματο όπλο
σκορπά το φονικό του υλικό προς κάθε κατεύθυνση. Τρέχουν να καλυφθούν πίσω από τα δέντρα.
Ησυχία…
Η γυναίκα, ακίνητη,
δεν κλαίει πια. Θυσία στον αιμοδιψή Θεό.
Το κορμί του έχει
γίνει ένα με τον κρύο κορμό. Πώς ίδρωσε
έτσι με τόσο κρύο; ‘Πού είναι οι άλλοι γαμώτο;’
Δεν τολμά να τους
καλέσει. Στέκει εκεί αποσβολωμένος,
σιωπηλός. Τα άστρα δεν φαίνονται πια και
η νύχτα, πιο πνιγερή από ποτέ. Η ομίχλη
έχει έλθει για συντροφιά, μάλλον δουλειά των ξωτικών.
‘Να προσέχεις, αγόρι
μου. Εκεί πάνω γίνονται πολλά και τα
κρύβουν’, του λέει η μάνα του.
Δάκρυα ζεστά κυλούν
στα παγωμένα ζυγωματικά του. Φοβάται,
είναι ένας πιτσιρικάς με όπλο και κράνος.
Δεν είναι ο Λεωνίδας ούτε ο Καραϊσκάκης.
Θέλει να τρέξεις στη μάνα του. Τα
πόδια του, μυρμηγκιασμένα από το κρύο και τον φόβο, δεν σαλεύουν. Νοιωθει σαν τον Κούρο, τον μαρμαρωμένο νεανία,
…τόσο ζωντανός, τόσο νέος, μα και τόσο μαρμαρωμένα νεκρός. Αν κουνηθεί ένα βήμα, κάποιο ξερόκλαδο θα
μαρτυρήσει τη θέση του. Επικεντρώνεται
στην ακοή του. Τίποτα, ...μόνο το βουητό
της αγωνίας στα αυτιά του.
Από μικρό, η αναμονή
τον τρέλαινε. Δεν μπορεί να περιμένει
άλλο εκεί. Νοιώθει πως θα μείνει για
πάντα στο παγωμένο δάσος. Θέλει να
τελειώνει με αυτό, δεν αντέχει άλλο. Ορμάει
προς τα εκεί που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί.
Ο παππούς θα ήταν
πραγματικά υπερήφανος, άξιος συνεχιστής της ένδοξης παράδοσης ο Νικήτας. Προτεταμένο το όπλο... Ξεχύνεται αλαλάζοντας
άναρθρη κραυγή για να ξορκίσει τον φόβο, τα ξωτικά, τους δουλέμπορους, το
σκοτάδι, …τον εαυτό του τον ίδιο…
Η λάμψη από απέναντι,
σαν φλας που αστράφτει για την τελευταία φωτογραφία. Η σφαίρα διαπερνά την τραχεία, διακόπτοντας
βίαια τον αλαλαγμό. Γονατίζει απνευστί
και ξαπλώνει άψυχος στο ελληνικό χώμα, νεκρός φρουρός. Σιωπή θανάτου στο δάσος με τα αερικά.
‘Ο στρατιώτης,
Στρατηγάκης Νικήτας του Αθανασίου, κάτοικος Νεοχωρίου Τρικάλων, που υπηρετούσε
σε μονάδα στον Έβρο, τραυματίστηκε θανάσιμα χθες στις 04:30 τα ξημερώματα, λόγω
εκπυρσοκρότησης του όπλου του την ώρα της υπηρεσίας του ως θαλαμοφύλακας.’
Η ελληνική σημαία,
τυλιγμένη στρατιωτικά, παραδόθηκε στη νηπενθή πετρωμένη μητέρα. Ο γιος της είχε πέσει υπηρετώντας την
πατρίδα. Δεν έπρεπε να θρηνεί και ας μη
μάθαινε ποτέ το πώς και το γιατί. Μια
μικρή γιορτή είχε στηθεί για τον πεσόντα.
Ο μικρός αδερφός του, ο Κωνσταντίνος, κρατάει το μικρό φορητό cd που παίζει το ρέκβιεμ του Νικήτα.
‘…Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω...’
Τα ακροδάχτυλα
σφίγγουν τη σημαία. Το κεφάλι έγειρε και
τα δάκρυα της μάνας πότισαν τη γαλανόλευκη…
‘Αθάνατος..!!’,
φωνάζουν οι παρευρισκόμενοι και η μεγάλη αγκαλιά της Μητέρας Ελλάδας τον
υποδέχεται για πάντα στα σπλάχνα της…