Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

9 ΜΗΝΕΣ

Μέσα σε 9 μήνες μάθαμε τι σημαίνει καρτερικότητα,άνευ όρων αποδοχή,στωικότητα,άδολη και πραγματική αγάπη.Μέσα σε 9 μήνες ότι δεν μας είχε διδάξει το σχολείο,οι γονείς,τα ΜΜΕ,τα βιβλιά και οι σοφοί όλου του κόσμου.9 μήνες ζήσαμε κοντά της και μάθαμε τι παέι να πει αξιοπρέπεια στον πόνο και ευγνωμοσύνη.Από τον δρόμο την μάζεψα,μια του δρόμου παρατημένη,στη βορά της αδιαφοριας.
 Χθες το βράδυ αποφάσισε να φύγει αφού έκρινε πως με είχε μάθει όλα όσα έπρεπε.

Δεν μας έμαθε όμως πως αντέχουν τον αποχωρισμό,θαρρώ πως αυτο είναι κα το τελευταίο μου μάθημα που πρέπει να το διαβάσουμε μόνοι μας.

Στο καλό κυρά Καλή
ΥΓ:Παρηγοριά και βάλσαμο τα λόγια μιας μελωδίας
http://www.youtube.com/watch?v=SYTX__Dd_nE



Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Τα κλουβιά είναι μέσα μας

  

Στο ανθρώπινο σύστημα δικαίου η φυλάκιση και ο περιορισμός της ελευθερίας αποτελούν τιμωρία και σκληρή ποινή.Τι ανοσιούργημα έχουν κάνει και κάνουν κάθε μέρα εκατομμύρια ζώων ανα τον κόσμο,δεμένα στοιβαγμένα σε κλουβιά,μάντρες,κουτιά?
 Στους ανθρώπινους νόμους η στέρηση της ζωής του συνανθρώπου αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα.Η στέρηση της ζωής ενός ζώου ειναι καθημερινή και νόμιμη πρακτική.Τι λιγότερο έχει η ζωή αυτών των ζώων?
 Τι κοινό έχει ένα ζώο και ένας φτωχός πολίτης?Την αδυναμία και την μεροληπτική εφαρμογή του νόμου.
 Τι κοινό έχει η καταπίεση των ζώων και των ανθρώπων?
 Την εξουσία του ισχυρoύ απέναντι στον αδύναμο.Την εκμετάλλευση του μόχθου του ανθρώπου για το κέρδος του δυνατού,την εκμετάλλευση της σάρκας του ζώου για να τραφεί ο αδύναμος που θρέφει τον δυνατό...
Ένας φάυλος κύκλος καταπίεσης και εξουσίας.Αρπαγή ονείρων και ζωής για ανθρώπους και ζώα που εκπαιδεύονται σε ένα πυραμιδικό σύστημα καταπίεσης..
Ανοίχτε τα κλουβιά και κοιτάχτε αυτά τα μάτια που αντικρύζουν αγαθά και ξεκάθαρα
Λύστε τις αλυσίδες και ακούστε τους ήχους της χαράς της ελευθερίας να πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα.
Ελευθερώστε τους αγνούς συγκατοίκους μας σε αυτόν τον πλανήτη.Νοιώστε την εσωτερική ειρήνη με έναν δίκαιο και ελεύθερο κόσμο
Τα κλουβιά ειναι παντού,τα πιο επικίνδυνα είναι τα κλουβιά που μας φυτεύουν μέσα μας...



Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

LEX REX



        Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθε τους παλμούς του να σφυροκοπούν τους κροτάφους του.  Η αναπνοή είχε γίναι ακανόνιστη και ρηχή και το διάφραγμα είχε κουραστεί τόσο που δεν μπορούσε να υποβοηθήσει την αναπνευστική προσπάθεια.  Σχεδόν πονούσε στην εισπνοή.  Η έπηξη για ούρηση ήταν τόσο μεγάλη που φοβόταν ότι η κύστη του θα τον προδώσει.  Ούτε καν θυμάται πόση ώρα της αρνείται τη λύτρωση.  Οι ώμοι πονάνε τρομερά, σαν να τον σφίγγουν τα σαγόνια κάποιου αρπακτικού της αφρικάνικης στέπας.  Τα πόδια άκαμπτα πατάνε σαν ξύλινα πρόσθετα πάνω στο τσιμέντο σε μια στερεότυπη επανάληψη χωρίς ρυθμό.  Απλώς ακολουθεί το ένα το άλλο, υπακούοντας την καρδιά που εργάζεται σε φρενήρη ρυθμό, στέλνοντας αίμα στους τετρακεφάλους και αυτοί με τη σειρά τους, εκτελούν το κινητικό έργο τους.
            Έχει τρέξει τόσα χρόνια τόσο μακριά, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον κίνδυνο που τον απειλεί.  Όσες φορές κι αν κοίταξε πίσω του, δεν είναι κανένας ποτέ κι όμως, ξέρει ότι είναι εκεί.  Ο φόβος σιωπηλός, υπομονετικός, τον παραμονεύει.  Όλοι αυτοί γύρω του δεν έχουν σημασία.  Φαίνεται κι αυτοί τρέχουν να ξεφύγουν από τους δικούς τους δαίμονες.
            Βέβαια, ο δικός του δαίμονας έχει κουραστεί τόσο πολύ από αυτό το κυνηγητό, που πλέον θέλει να βγάλει φτερά να αγιάσει…
            «Ή κάτσε ήσυχος ή μείνε ελεύθερος», λέει ένα γνωστό απόφθεγμα.  Τι το ήθελε και το ενστερνίστηκε και δεν καθόταν ήσυχος;  Πώς θα μπορέσει να τη βγάλει καθαρή εδώ πέρα;  Ποτέ δεν κατάλαβε την έννοια της εντροπίας.  «Το βέλος του χρόνου πάντα δείχνει προς την εντροπία της ύλης», έλεγε ο καθηγητής.  Όντως, , όσο κυλάει σήμερα ο χρόνος, τόσο περισσότερο νιώθει να οδεύουν τα μέλη του, οι μύες του, τα κύτταρά του προς την πλήρη αταξία και διάλυση… 
Η ευθεία μπροστά του ατέλειωτη, με τη θερμοκρασία τόσο υψηλή, που η προοπτική του ορίζοντα παραμορφώνει αυτό που βλέπει το μάτι.  Ο φλεγματικός Άγγλος χαμογελάει σαρδόνια από τα βάθη του χρόνου, ικανοποιημένος για την αέναη και μυριόσχημη επιβεβαίωση του νόμου του στην πορεία του κόσμου.  Η βαρύτητα το αγαπημένο του τέκνο είναι αμείλικτη και μας έχει περάσει τον χαλκά με τη μεταλλική σφύρα όλη μας τη ζωή, όλο το εικοσιτετράωρο.  Ο νέος αυτός είναι έτοιμος να πέσει κάτω στο έδαφος με ορμή και καμιά αντίσταση, όπως τότε που παρατήρησε εκείνο το μήλο.  Οι κόρες, διεσταλμένες σε έναν αγωνιώδη τρόμο, προσπαθούν να εστιάσουν στην πορεία, όμως ο ιδρώτας που ρέει άφθονος από το  μέτωπο, προσπαθώντας και κάνοντας φιλότιμες προσπάθειες να επιτελέσει το έργο του και να ψύξει ένα φλεγόμενο κορμί, δυσκολεύει την όραση.
«Παίδες εν καμίνω…, πού του ήρθε τώρα και το μάθημα των θρησκευτικών;»
«Αμάν, δεν τη βγάζω», σιγοψιθυρίζει. Μάλλον το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τον αναγκάζει να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο, ώστε να ξεπεράσει τον δαίμονά του.  Πιάνει το σταυρουλάκι που κρέμεται ξεχασμένο χρόνια τώρα στον λαιμό του και το φιλάει.  Σχεδόν κόλλησε πάνω στα χείλη του το καυτό του μέταλλο, σαν να έχει βγει πυρακτωμένο από τη φωτιά, έτοιμο να σφυρηλατηθεί.  Ο ήλιος, σαν τον θεό Ήφαιστο, έχει στήσει το δικό του σκηνικό στο κολασμένα καυτό εργαστήρι του…  Καταλαβαίνει ότι το στόμα του έχει ξεραθεί και προσπαθεί ξανά πάλι, χωρίς επιτυχία, αυξάνοντας την αίσθηση της ξηροστομίας…  Ήδη μια θηλειά έχει περαστεί στον λαιμό του, δημιουργώντας ένα αίσθημα ασφυξίας.
«Άσε το παιδί, για όνομα του θεού, θα το πνίξεις!!».  Η γυναίκα πέφτει πάνω στον άντρα, τραβώντας με δύναμη τα σγουρά του μαλλιά.  Αυτόματα, από τον πόνο, οι μύες των χεριών εκτείνονται χαλαρώνοντας την ανθρώπινη θηλειά γύρω από τον λαιμό του ανήλικου υποψήφιου θύματος, δίνοντας την ευκαιρία στον μικρό να ποντάρει ακόμη στην παραμονή του σε αυτόν τον κόσμο.
Πετάγεται προς την πόρτα χωρίς ανάσα, χωρίς προσανατολισμό, σίγουρος ότι θα σωριαστεί στα επόμενα μέτρα.
Η βαριά αποφορά αλκοόλης του δωματίου αναμειγνύεται με τη μυρωδιά πεύκου της επαρχιακής πόλης, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την αναπνοή μέχρι σημείου έμεσης.  Τρέχει, τρέχει κλαίγοντας, χωρίς να βλέπει πού πηγαίνει. Όπου κι αν φτάσει, καλύτερα θα ‘ναι.  Μόνο να μην γυρίσει πίσω.
Ο ρυθμός του τρεξίματος έχει μειωθεί, όχι όμως και η εσωτερική του ορμή να ξεφύγει.  Αφήνει τον επαρχιακό δρόμο και στρίβει σε ένα χωμάτινο μονοπάτι.  Το μόνο που ακούγεται είναι το χώμα κάτω από τα πόδια του και τα τζιτζίκια που τετταρίζουν με την τραχειά προφορά τους.  Θυμάται τον παππού του και τον δάσκαλο που έλεγε λατινικές φράσεις με αυτή την προφορά τζιτζικιού.  «Lex rex, Αντώνη.  Να τους σέβεσαι τους νόμους παιδί μου.»
Μεγάλωσε και ποτέ δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει ο παππούς.  Ποιος νόμος;  Πού είναι ο νόμος ο βασιλιάς να τους προστατεύσει αυτόν και τη μάνα του;  Πάντα το ίδιο έλεγε ο Σωτήρης, ο αστυφύλακας από το κεφαλοχώρι.  «Κυρα-Ουρανία, θα περάσω να του μιλήσω του Σταύρου.  Πού να μπλέκεις τώρα με δικηγόρους;  Ξέρεις τι τράβηγμα είναι και πόσο κοστίζει;  Ηρέμησε.»  Και κυλούσαν οι μέρες και τα χρόνια στο βασίλειο του νωθρού και έκπτωτου βασιλιά…
Ξαναβγαίνει στην άσφαλτο τρέχοντας.  Είναι πολύ κουρασμένος σωματικά, αλλά με την ίδια εσωτερική ορμή, όπως όταν ήταν παιδί…  Η κάθιδρη μπλούζα του πάλλεται από την επιθυμία να ξεπεράσει εαυτόν και αλλήλους.  Στη Βασιλίσσης Σοφίας έχει μαζευτεί κόσμος για να δουν τους μαραθωνοδρόμους, να τους μπιζάρουν να συνεχίσουν και να τους χειροκροτήσουν.  Το Παναθηναϊκό Στάδιο αρχίζει να φαίνεται, νιώθει σαν μόλις να ξεκίνησε ο αγώνας.  Αισθάνεται φρέσκος και δυνατός, ενώ το μυαλό του στροφάρει ανεξέλεγκτα, χωρίς να μπορεί να σταματήσει κάπου.  Ο δαίμονας του είναι μέτρα πίσω…
Πατάει  στον τάπητα του Σταδίου.  Είναι σίγουρος πλέον ότι θα τερματίσει και είναι τόσο ευτυχισμένος.  Φαίνεται ότι η ζωή του επιφυλάσσει χαρές που του στέρησε.  Μετά την πρόσφατη μετακόμιση του στην Αθήνα για σπουδές, άλλο ένα ευτυχές γεγονός.  Όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα. Νοιώθει τρισόλβιος…  Την ξεγέλασε τη ρημάδα την ειμαρμένη!
Κόσμος φωτογραφίζει…  Γέλια, επευφημίες, μια μικρή γιορτή στις εξέδρες.
Περνάει τη γραμμή του τερματισμού και κοιτάει πίσω του…  Κανείς…  Ο δαίμονας μάλλον έβγαλε φτερά…  Ψάχνει να βρει τους φίλους του και την αδελφή του.  Είχαν κανονίσει να είναι όλοι εκεί.  «Περίεργο, δεν είναι κανείς.»  Περιμένει μάταια…  Μαζεύει τις δυνάμεις του και τρέχει στον χώρο, όπου φυλάσσονται οι τσάντες των δρομέων.  Δίνει τον αριθμό του και παίρνει την τσάντα.  Του φαίνεται ότι οι τρισήμισυ ώρες του μαραθωνίου δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά τα λεπτά.  Βγάζει το κινητό και βλέπει αρκετές κλήσεις, μαζί με ένα μήνυμα.  Η καρδιά σταματά σαστισμένη…  Τα αυτιά του βουίζουν…σαν να ακούει πάλι τα τζιτζίκια.
Η μαμά είναι στο Νοσοκομείο στη Λάρισα.  Τον μπαμπά τον κρατάνε στο Αστυνομικό Τμήμα στο χωριό…
«Lex rex, παππού», μονολογεί, «lex rex», και ξεσπάει σε κλάματα, όπως ταιριάζει σε έναν δαφνοστεφανομένο μαραθωνοδρόμο της ζωής…


Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

ΝΥΧΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ



‘…Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι…’
   ...σιγοψιθύριζε το αγαπημένο του τραγούδι, ενώ ο αέρας μαινόταν άγρια φραγγελώνοντας με μίσος τις κορυφές των δέντρων.  Το χιόνι μόλις άρχιζε να πέφτει σε ριπές και ο θόρυβος από τα στοιχειά της φύσης ήταν τόσο εκκωφαντικός, σαν να είχε κατέβει ο θεός Πάνας να τρομάξει τους αγροίκους του δάσους.  Η λογική, άθυρμα στα τερτίπια του σκότους, ένω το κρύο αποκτήνωνε τις εξωτερικές αισθήσεις και ο φόβος άγγιζε μόνο την καρδιά που ήταν ζεστή και παλλόμενη.  Το αλύχτισμα των τσακαλιών και των λύκων αποτελεί μια παρήγορη συντροφιά.  Είναι μια απόδειξη πως κάτι γήινο με σάρκα και oστά ήταν γύρω του, σε αντίθεση με αυτό το απόκοσμο τοπίο.  Είναι και αυτές οι ιστορίες που άκουσε χθές στο καφενείο κάτω στο χωριό.  Οι κρονόληροι του χωριού, τουλάχιστον έτσι τους θεωρούσε μέχρι τώρα, μιλούσαν για ξωτικά που μόλις τα αντίκρυζες, σου πάγωναν την ανάσα.
   ‘Ωρέ γκζάνι, σι λέω τα έχω δει με τα ίδια μι τα στραβάδια, αερκά δυο μέτρα ύψος, λευκά σαν τσι μουστάκα του Αποστόλη...!’  Γελια στην παρέα...  ‘Τα είχα ανταμώσει  ένα σούρουπο ανήμερα τσι Παναγιάς.  Μα τον Άι Αθανάσιο πετούσαν πάνω απί τη γη δυο σπιθαμές και άλλαζαν χρώματα, πότε τσι γης και πότε του ουρανού.’
   ‘Ναι’, συμπληρώνει  ο κυρ-Θωμας, ‘εμένα μου μίλησε κιόλας.’
   ‘Σγα μην σι φίλησε κιόλα...’!!  Χαμός στη γεροντοπαρέα.  Γέλια και πειράγματα συνεχίζονταν, με τα ρικνωμένα πρόσωπα των γερόντων να παίρνουν μια γλυκειά εφηβική σπιρτάδα.
   ‘Ήμουν στα χωράφια, σας λέω.  Είχε πέσει το σύθαμπο και τα μάζευα σγα σγα.  Τότε μια άσπρη φωτιά πιτάγεται απτη γη και μι αγγίζει όλο το σώμα.  Μούρθε θερμασιά και πιπκώθκα κατάχαμα.  Μια φωνή γυναικεία μου είπε κάτις σε γλώσσα ξενική.  Ασκώνομαι και τρέχω σαν τρελός.  Δυο βδουμάδες έκαμα να πάω πάλι!!...’
   ‘Ξέχασες να μας ειπείς για το χεσμένο βρακί σι, ωρέ λιουλιουβίγκα!!!’  Σχολική τάξη το καφενείο. Γελια πηγαία από τα βάθη της κοιλιάς, σε συνδυασμό με χρεμετίσματα των γερασμένων πουλαριών, έκαναν την ατμόσφαιρα εορταστική και ιλαρή.
   Τώρα όμως, μόνος εδώ στην πυκνή νύχτα, με τη σόμπα υγραερίου να πνέει τα λοίσθια, τα πράγματα δεν είναι για γέλια.  Το φεγγάρι, μεγάλος απών της αποψινής παράστασης και ο διάστικτος έναστρος ουρανός με τη στιλβωμένη του φορεσιά είναι τόσο μακριά από τούτη τη θλιβερή και παγωμένη λιθόδμητη σκοπιά.
   Νοιώθει μια κόπωση μεταφρασμένη στο σώμα του σε ζαλάδα που τον ταλαιπωρεί όλη μέρα και τώρα που νοιώθει γλίσχρος και ουδαμινός στο απέραντο έρεβος της φύσης και της ύπαρξης, αυτή η αδιαθεσία επιτείνεται ακόμη περισσότερο.  ‘Ορεσιπάθεια’, είπε ο γιατρός του στρατοπέδου.  ‘Η αρρώστια του βουνού, Στρατηγάκη, μην ανησυχείς, όλοι το παθαίνουν εδώ από το υψόμετρο.  Θα συνηθίσουν τα πνευμόνια σου το μειωμένο οξυγόνο από τη χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση.  Ανάπνεε σταθερά και αργά, χωρίς να βιάζεσαι.’
   Από απέναντι, μια διάπυρη καύτρα φεγγοβολά, διαρρηγνύοντας τη ζοφερή νύχτα.  Ανακουφισμένος, παρατηρεί τον μαγικό τρόπο που ανάβει και πεθαίνει μέσα στο σκοτάδι. Χαίρεται που απέναντι υπάρχουν άνθρωποι. Δεν είναι Τούρκοι αλλόθρησκοι, απόγονοι του Μωάμεθ του Πορθητή και του Κεμάλ.  Είναι άνθρωποι και αυτή τη νύχτα των ξωτικών, οι άνθρωποι είναι σύμμαχοι.
   Ένα μήνα περίπου είναι που είχε πάρει τη μετάθεση.
   ‘Θα καλοπεράσεις, Στρατηγάκη’, του είπε ο λοχίας στη μονάδα.
   Το κρύο και αυτή η αρρώστια του βουνού, μαζί με τη μοναξιά, του φέρνουν στον νου τον παππού.  Ήρωας του έπους της Αλβανίας ο παππούς.  Οι ιστορίες του είχαν μέσα κρύο, μοναξιά και κακουχίες, αλλά και ανθρώπινη αυταπάρνηση, υπέρβαση του φυσιολογικού και μαχητικότητα για να κρατήσουν το πνεύμα θαλερό και το κορμί ζεστό.  Κάτι από αυτά τα συστατικά τα έχει τώρα και εδώ εν έτει 2000.  ‘Η ιστορία επαναλαμβάνεται’, σκέφτεται και χαμογελά.  Η θαλπωρή και η ασφάλεια της μαντεμένιας σόμπας του δωματίου που άκουγε τις ιστορίες, του τυλίγουν το κορμί.
   Ήταν στο ύψωμα 731 ο παππούς Αντώνης, στις Θερμοπύλες που δεν έπεσαν, όπως λέγαν οι παλιοί.  Οι μελανοχιτώνες του Μουσολίνι ήθελαν με κάθε κόστος το στρατηγικό αυτό σημείο.  Ο βομβαρδισμός του περιπαθούς λόφου και των ηρωικών υπερασπιστών του, δριμύς.
   ‘Κρανίου τόπος, Νικήτα, παιδί μου.  Ο Αρμαγεδδώνας ο ίδιος, τους ρουφιάνους τους μακαρονάδες.  Δεν άφησαν κλαρί όρθιο.’
   Φανταζόταν τότε δίπλα στη ραστώνη της ζεστής σόμπας και στην αβρή αίσθηση της μάλλινης βελέντζας που απλωνόταν κάτω από το ξαπλωμένο παιδικό κορμί του μάχες σώμα με σώμα.  Πελώριοι Έλληνες πολεμιστές, διασταυρωμένα κορμιά σε έναν άφρονα χορό μίσους και επιθυμίας για επιβίωση, με τρομαγμένους Ιταλούς μακαρονάδες.  Άκουγε τόσο δυνατά την κραυγή ‘ΑΕΡΑ’, μέχρι που έβλεπε τον κουρνιαχτό από τα ποδοβολητά των προελαυνόντων Ελλήνων.  Κλαγγές μετάλλου, φωνές πόνου, φόβου και αρειμάνιας έξαψης, ποτισμένες με αίμα, ιδρώτα και σωματικά υγρά, διανθισμένες με ριπές πυροβόλων όπλων, φούσκωναν την καρδιά του μικρού παιδιού για περιπέτεια και σκοτείνιαζαν τα βουρκωμένα μάτια του ηλικιωμένου άνδρα.
   ‘Το βράδυ, αποκαρδιωμένοι, δεν είχαμε ούτε δύναμη να φάμε μια μπουκιά μπομπότα.  Τη γιαγιά σου σκεφτόμουν που με περίμενε στο σπίτι στα Τρίκαλα.  Αυτό με κράτησε ζωντανό και το κονιάκ που ζέσταινε τα σπλάχνα και ξεγέλαγε τον φόβο.’
   Απροειδοποίητα, ένας πυροβολισμός βιάζει την ησυχία της νύχτας.  Ο αέρας είχε κοπάσει, όμως το χιόνι και το κρύο φρόντιζαν να θυμίζουν στον Νικήτα την πιθανότητα η κόλαση να είναι μια διαβολικά παγωμένη κατάσταση και όχι καζάνια που βράζουν.
   Αρπάζει το όπλο που είχε παρά πόδας και βάζει το παγωμένο μέταλλο του κράνους στο αναίσθητο από το κρύο κρανίο του.  Προσπαθεί να αφουγκραστεί τη νύχτα.  Τα δάχτυλά του, αγκυλωμένα από την παγωνιά, ψαχουλεύουν την σκανδάλη, χωρίς να είναι σίγουρος για την αφή του.
   Hareketsiz!!
   Ριπές πυροβολισμών ακούγονται από κοντινή απόσταση.  Η βολίδα φωτίζει τη νύχτα, δημιουργώντας μια λαμπερή ουρά σαν μια φονική πυγολαμπίδα.  Πολλές φονικές πυγολαμπίδες ορμάνε η μια προς την άλλη, πετώντας με ασύλληπτες ταχύτητες.  Γονατίζει πίσω από το τοιχίο.  Το ύψωμα 713 ανασύρεται ζωντανό από τη μνήμη του μπροστά στα μάτια του.
   ‘Θεέ μου!’, λέει πνιχτά.
   Οι πυροβολισμοί ακούγονται πιο αραιά, αλλά με μια ακολουθία ρυθμική ο ένας με τον άλλο.  Φαίνεται οι Τούρκοι φαντάροι καταδιώκουν δουλέμπορους, μαζί με το εμπόρευμά τους.  Τα ξωτικά του δάσους έχουν κρυφτεί.  Είναι η ώρα των ανθρώπων, των πιο παράξενων πλασμάτων της γης…
   Τα φώτα του τζιπ πέφτουν πάνω στη σκοπιά.
   ‘Στρατηγάκη, είσαι καλά;’
   ‘Μάλιστα, λοχαγέ.  Μάλλον οι Τούρκοι εντόπισαν καραβάνι με λαθρομετανάστες.’
   ‘Εσύ, ο Αντωνάκης και ο Γραβιάς, κατεβείτε στο ποτάμι και ψάξτε την περιοχή.  Μην τους αφήσετε να περάσουν.  Τον νου σας, μην κάνετε μαλακίες και μου φέρουν το πτώμα σας.  Θα το αφήσω να το φάνε τα τσακάλια.’
   Γίνεται ένας πρόχειρος έλεγχος του οπλισμού και οι απαραίτητοι φακοί ανάβουν για να φωτίσουν την κάθοδο τους στο ανήλιο μέρος που κατοικούν οι Μοίρες.
   ‘Πάμε, παιδιά’, ακούγεται μια διστακτική φωνή.
   Οι πυροβολισμοί στο μεσοδιάστημα έχουν σταματήσει.  Κλάμα μωρού ακούγεται..  Η οιστρηλασία των όπλων και της βίας στον κολοφώνα της…
   ‘Μαλάκες, προσέχετε, είναι και μωρά μαζί.’
   Συνεχίζουν την κατάβαση της απότομης πλαγιάς πνευστιώντες.  Συνοφρυωμένα πρόσωπα, με τον φόβο φωλιασμένο στην κόρη των ματιών τους, αναγκάζοντάς την σε πλήρη μυδρίαση.  Ευτυχώς, η νύχτα θα κάνει το καθήκον της και δεν θα προδώσει το μυστικό.  Ενδεδυμένοι το σκοτάδι, δείχνουν αδίστακτοι, πολύπειροι πολεμιστές.  Μαύροι Κέρβεροι, ορκισμένοι να περιφρουρήσουν τα εδάφη της Μητέρας Ελλάδας.
   Δεν είναι τρία φοβισμένα μειράκια, τρία παιδιά που μόλις πρόσφατα αποχωρίστηκαν την πατρική εστία. Είναι απόγονοι των Σπαρτιατών, των θριαμβευτών του Μαραθώνα και των επικών μαχητών της Κορυτσάς.
   Μια ευκλεής νύχτα προδιαγράφεται.  Το κισμέτι τους, όπως θάλεγαν οι απέναντι, εξυφαίνει το δικό του πέπλο, ενώ τα ξωτικά χαμογελούν σαρδόνια, βλέποντας τα έργα των ανθρώπων.
   Το ικτερικό αδύναμο φως των παλιών φακών πέφτει πάνω σε μια κουλουριασμένη φιγούρα.  Γογγύζει βουβά, ενώ τα μακριά μαλλιά καλύπτουν το πρόσωπο, μια ταλαιπωρημένη ψυχή στη ρίζα ενός πελώριου κορμού.  Ικέτης, μπροστά στα πόδια ενός παγανιστικού Θεού.
   ‘Ίνγκλις;’
   ‘Χέστη ρε, σιγά μη μιλάει αγγλικά.  Σήκωσέ τη να πάμε να φύγουμε από δω.’
   ‘Έχει δίκιο ο Κώστας, Γραβιά.  Μάλλον τους χάσανε και οι Τούρκοι.  Εμείς θα σώσουμε τη χώρα από τους λαθρομετανάστες;’
   Το ημιαυτόματο όπλο σκορπά το φονικό του υλικό προς κάθε κατεύθυνση.  Τρέχουν να καλυφθούν πίσω από τα δέντρα.
   Ησυχία…
   Η γυναίκα, ακίνητη, δεν κλαίει πια.  Θυσία στον αιμοδιψή Θεό.
   Το κορμί του έχει γίνει ένα με τον κρύο κορμό.  Πώς ίδρωσε έτσι με τόσο κρύο;  ‘Πού είναι οι άλλοι γαμώτο;’
   Δεν τολμά να τους καλέσει.  Στέκει εκεί αποσβολωμένος, σιωπηλός.  Τα άστρα δεν φαίνονται πια και η νύχτα, πιο πνιγερή από ποτέ.  Η ομίχλη έχει έλθει για συντροφιά, μάλλον δουλειά των ξωτικών.
   ‘Να προσέχεις, αγόρι μου.  Εκεί πάνω γίνονται πολλά και τα κρύβουν’, του λέει η μάνα του.
   Δάκρυα ζεστά κυλούν στα παγωμένα ζυγωματικά του.  Φοβάται, είναι ένας πιτσιρικάς με όπλο και κράνος.  Δεν είναι ο Λεωνίδας ούτε ο Καραϊσκάκης.  Θέλει να τρέξεις στη μάνα του.  Τα πόδια του, μυρμηγκιασμένα από το κρύο και τον φόβο, δεν σαλεύουν.  Νοιωθει σαν τον Κούρο, τον μαρμαρωμένο νεανία, …τόσο ζωντανός, τόσο νέος, μα και τόσο μαρμαρωμένα νεκρός.  Αν κουνηθεί ένα βήμα, κάποιο ξερόκλαδο θα μαρτυρήσει τη θέση του.  Επικεντρώνεται στην ακοή του.  Τίποτα, ...μόνο το βουητό της αγωνίας στα αυτιά του.
   Από μικρό, η αναμονή τον τρέλαινε.  Δεν μπορεί να περιμένει άλλο εκεί.  Νοιώθει πως θα μείνει για πάντα στο παγωμένο δάσος.  Θέλει να τελειώνει με αυτό, δεν αντέχει άλλο.  Ορμάει προς τα εκεί που ακούστηκαν  οι πυροβολισμοί.
   Ο παππούς θα ήταν πραγματικά υπερήφανος, άξιος συνεχιστής της ένδοξης παράδοσης ο Νικήτας.  Προτεταμένο το όπλο... Ξεχύνεται αλαλάζοντας άναρθρη κραυγή για να ξορκίσει τον φόβο, τα ξωτικά, τους δουλέμπορους, το σκοτάδι, …τον εαυτό του τον ίδιο…
   Η λάμψη από απέναντι, σαν φλας που αστράφτει για την τελευταία φωτογραφία.  Η σφαίρα διαπερνά την τραχεία, διακόπτοντας βίαια τον αλαλαγμό.  Γονατίζει απνευστί και ξαπλώνει άψυχος στο ελληνικό χώμα, νεκρός φρουρός.  Σιωπή θανάτου στο δάσος με τα αερικά.
   ‘Ο στρατιώτης, Στρατηγάκης Νικήτας του Αθανασίου, κάτοικος Νεοχωρίου Τρικάλων, που υπηρετούσε σε μονάδα στον Έβρο, τραυματίστηκε θανάσιμα χθες στις 04:30 τα ξημερώματα, λόγω εκπυρσοκρότησης του όπλου του την ώρα της υπηρεσίας του ως θαλαμοφύλακας.’
   Η ελληνική σημαία, τυλιγμένη στρατιωτικά, παραδόθηκε στη νηπενθή πετρωμένη μητέρα.  Ο γιος της είχε πέσει υπηρετώντας την πατρίδα.  Δεν έπρεπε να θρηνεί και ας μη μάθαινε ποτέ το πώς και το γιατί.  Μια μικρή γιορτή είχε στηθεί για τον πεσόντα.  Ο μικρός αδερφός του, ο Κωνσταντίνος, κρατάει το μικρό φορητό cd που παίζει το ρέκβιεμ του Νικήτα.
‘…Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω...’
   Τα ακροδάχτυλα σφίγγουν τη σημαία.  Το κεφάλι έγειρε και τα δάκρυα της μάνας πότισαν τη γαλανόλευκη…
   Αθάνατος..!!’, φωνάζουν οι παρευρισκόμενοι και η μεγάλη αγκαλιά της Μητέρας Ελλάδας τον υποδέχεται για πάντα στα σπλάχνα της…




Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Βασανίζομαι











 Ντριιιν... Ο μονότονος ήχος του ξυπνητηριού χάλασε την REM  εγκεφαλική δραστηριότητα του Μάριου. Είναι και αυτό το ρημάδι που δουλεύει ακατάπαυστα μέρα-νύχτα. Βέβαια αυτή τη φορά ήταν για καλό… Έβλεπε ένα υπέροχο, λέει, όνειρο που, ως συνήθως, το πρωί αδυνατεί να το ανακαλέσει. Φταίει ο αισθητηριακός βομβαρδισμός από το πρώτο φως της ημέρας και το μυαλό δεν μπορεί να συγκρατήσει τις ονειροπολήσεις. Το χέρι ψαχουλεύει το ξυπνητήρι, άλλα 10 λεπτά υπενθύμιση. Ίσως καταφέρει να μπει ξανά στο όνειρο… Αυτή η πραγματικότητα έχει γίνει πολύ δύσκολη, μονότονη, χωρίς εκπλήξεις,αυτιστική επανάληψη. Βυθίζεται ξανά στην προηγούμενη λυκοφωτική κατάσταση και εκεί είναι μια συστάδα σγουρά μαύρα μαλλιά!... Κάτι του θυμίζουν, κάπου έχουν ξανασυναντηθεί. Μόλις την πλησιάσει και δει το πρόσωπο θα καταλάβει.
Ντριιιν!! Πέρασαν τόσο γρήγορα 10 λεπτά; Η μέρα έχει ξεκινήσει και δεν τον περιμένει. Σηκώνεται ράθυμα από το κρεβάτι, ενώ τα μάτια του δεν μπορουν να εξοικειωθούν με την ηλιόλουστη μέρα. Ένα όμορφο ζεστό πρωινό με χρώματα και μυρωδιές, ό, τι πρέπει για βόλτα και τεμπέλιασμα. Όχι όμως σήμερα… Πάει παραπαίοντας στο μπάνιο για να δεχτεί ακόμα ένα αισθητηριακό σοκ, αυτή τη φορά από το νερό που πέφτει με ορμή από την ντουζιέρα.. Νοιώθει σαν να συνέρχεται, νοιώθει πως έχει ξυπνήσει.
«Μακάρι να ήμουν ακόμη στο όνειρο!» Το καθημερινό τελετουργικό συνεχίζεται με τον ίδιο ζήλο και προθυμία, όμοια με εκείνη του νεκρού που προετοιμάζει τα τρέχοντα για την κηδεία του… Προετοιμασία καφέ και ενός πλούσιου πρωινού… Όχι αυτά είναι μόνο στην τηλεόραση… Η πρώτη ρουφηξιά καφέ συνοδεύεται από μια ρουφηξιά νικοτίνης. Ο καπνός εισέρχεται στην τραχεία,ερεθίζοντας τους βρόχγους,προκαλώντας αντανακλαστικά βήχα. Αυτό είναι!! Η μέρα τώρα ξεκινά! Το ράδιο παίζει ένα χαρούμενο ελληνικό τραγούδι, ενώ επιτηδευμένα εύθυμοι ραδιοπαραγωγοί αναλώνονται σε ανούσιες συζητήσεις και ελαφριά σχόλια. Κατευόδια καλημέρας και καλής εβδομάδας δίνουν και παίρνουν από τη ραδιοσυχνότητα. «Ναι, σκατά», μονολογεί και αλλάζει συχνότητα. Έχει βάλει ήδη τα ρούχα, τα παπούτσια,ένα γρήγορο χτένισμα  και πλέον πληρεί όλα τα κοινωνικοπολιτισμικά πρότυπα για να μπορέσει να συναγελαστεί με τα υπόλοιπα δίποδα ανώτερα θηλαστικά.
Δύο τζούρες καφέ ακόμη, δύο τζούρες τσιγάρο σιγοκαίνε τα χείλη του, η κάθε μια με τον δικό της μοναδικό, αλλά εθιστικό τρόπο.
Ρίχνει μια ματιά έξω από το παράθυρο ελπίζοντας πως κάτι θα έχει αλλάξει. Όμως είναι ακόμα εκεί για να του θυμίζει πόσο ανοικτίρμονες και σκαιοί είναι οι άνθρωποι.Το μεγάλο μαύρο βέλγικο λυκόσκυλο, αγορασμένο μια χριστουγεννιάτικη ημέρα, δώρο στην κόρη της οικογένειας,είναι εκεί δεμένο, καθηλωμένο, με μια σκουριασμένη χοντρή αλυσίδα. Η κόρη μεγάλωσε και έφυγε, το μαύρο σκυλί όμως έμεινε… Έμεινε ξεχασμένο σε ένα μπαλκόνι. Μαύρο, ογκώδες και με μια λευκή τούφα στο στήθος, σαν σημάδι της αγνής λευκής καρδιάς που συγχωρεί όλους όσους τον ξέχασαν. Άλφι τον έλεγαν, αλλά τώρα είναι ο σκύλος, μια υποχρέωση για την οικογένεια, που ευχαρίστως θα την μετέφεραν αλλού. Ο Άλφι όμως τους συγχωρεί, τους αγαπά και τους το δείχνει κάθε φορά με τον ίδιο έντονο τρόπο, όταν, σπανιότατα πλέον, θα ξοδέψουν έστω και ένα λεπτό μαζί του. Η μεγάλη κατάλευκη καρδιά του μπορεί να τα υπομείνει και να τα συγχωρήσει όλα, ακόμα και να μην δίνει σημασία στα σκατά γύρω του, μέσα στα οποία αναγκάζεται να ζει. Αυτά είναι οι καρδιές κάποιων ανθρώπων και  τις έχει συνηθίσει...
Για τον Μάριο, ο Άλφι είναι η προσωποποίηση όλης της κοσμικής αδικίας. Είναι μια υπενθύμιση της δικής του αδυναμίας ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Είναι η φωτογραφική μαρτυρία του απανταχού στην Αθήνα  ζωγραφισμένου γκράφιτι που γράφει μια μόνο λέξη… «ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΙ»… Πόσες φορές έχει σκεφτεί να πάει απέναντι και να τους πάρει ο διάολος. Πόσες φορές κάνει σενάρια δικαίωσης για τον μαύρο μαλλιαρό φυλακισμένο. Πόσες φορές ήθελε να γίνει η φωνή αυτού του ζωντανού και να πει: «Ρεεεε, γιατί με ξεχάσατε;;; Δεν σας διάλεξα εγώ, εσείς με διαλέξατε!!»
Έχουν κάτι κοινό αυτοί οι δύο, που τον κάνει να νοιώθει τόση οικειότητα γι’ αυτό το σκυλί. Δεν έχουν διαλέξει τη ζωή τους, τους την επιβάλανε και μετά τους ξέχασαν, όπως τον ξέχασαν τόσα χρόνια οι γονείς του…, όπως του επέβαλαν τη ζωή που ζει οι κάθε τύπου άρχοντες και επαΐοντες. «ΒΑΣΑΝΙΖΟΝΤΑΙ!!!».
Τι θυμάται τώρα!! Προϊστορικές αναμνήσεις...
Αύριο το πρωί υπόσχεται στον εαυτό του και στον Άλφι ότι θα τον πάρει κοντά του. Θα πάρει το λυκόσκυλο με την λευκή καρδιά σπίτι του και δεν θα είναι Χριστούγεννα...
Βρίσκεται σε μια υπνοπομπική ψευδαίσθηση,το δωμάτιο γυρω του φαίνεται άγνωστο και ο καθρέφτης μπροστά του φαντάζει να είναι μέτρα μακριά.Τα βλέφαρα του χαλαρώνουν και σιγοκλείνουν. Ο Άλφι απέναντι έχει ξαπλώσει και ονειρεύεται μια νέα καινούργια μέρα, έτοιμος να χαρίσει την κάτασπρη καρδιά του στο καινούργιο αφεντικό.
Αφεντικό;;; Να πάρει, ήδη έχει αργήσει… Πάλι... Εε και;…
Βγάζει τα ρούχα του και τα σκορπά φύρδην μίγδην στο δωμάτιο, ενώ πέφτει κεραυνόπληκτος στο κρεβάτι. Ένα μειδίαμα απλώνεται στα χείλη του, το οποίο εξελίσσεται, χωρίς να το καταλάβει, σε έναν Αιάντειο γέλωτα. Γελάει με μανία, δίχως να γνωρίζει τον λόγο. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια του και ο κλαυσίγελος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στη γερασμένη μονοκατοικία στο Πέραμα. Τέτοιο δράμα, μαυρίλα και αίσθημα εγκλωβισμού, αναμεμιγμένα με μια δόση παραφροσύνης και παντοδυναμίας, έχει να γνωρίσει η ανθρωπότητα από την εποχή των αυτοχείρων Ρώσων συγγραφέων που συναντούν το εκδικητικό παραλήρημα όλων των Φυρερίσκων της Ιστορίας. Σε λίγο τα δάκρυα έχουν κυριαρχήσει στη σκηνή, ενώ το γέλιο αποτελεί έναν κομπάρσο που αχνοφαίνεται στο βάθος.
Από το ράδιο κάποιος κουλτουριάρης βαρεμένος παραγωγός, δίκην υποβολέα, απαγγέλλει πρωί-πρωί Καβάφη... «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ, μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ... Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω…»
Η ένταση στο μέτωπό του χαλάρωσε και οι μυς έκφρασης στο πρόσωπο δεν έχουν πια κάτι να εκφράσουν.Το δωμάτιο ξανάγινε οικείο και ασφαλές και  o ύπνος ξεκίνησε το νανουριστικό παρλάτο του... Ήδη νοιώθει τον μαύρο βελγικό ποιμενικό να του γλύφει το πρόσωπο…
Η μέρα έχει μόλις ξεκινήσει...