Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Ημερολόγιο καραντίνας- Ο μαύρος γάτος

 


Ξύπνησε σχετικά νωρίς και σίγουρα χωρίς κανένα σκοπό. Το ξυπνητήρι είχε εδώ και κάμποσους μήνες σταματήσει να τον ενοχλεί. Από τότε που έσκασε αυτή η ιστορία με τον κορονοιό. Είχε μια κωλοδουλειά και τα έβγαζε βόλτα οριακά με τον μισθουλάκο του εργάτη αλλά εντάξει δεν είχε παράπονο. Τα τσιγάρα του το φαγητό του και την τροφή του Φισφιρί. Ο Φισφιρής είναι ο συγκάτοικός του, ένας μεγάλος κατάμαυρος γάτος. Τον έιχε συναντήσει πριν μερικά χρόνια τότε που έμενε ακόμα με τους γονείς του. Ήταν ένα μικρουλι μαύρο δαιμονάκι που νιαούριζε σπαρακτικά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τον ανέβασε πάνω και μετά από πολλές μάχες με τους γονείς του τον κράτησε. Αργότερα μετακομίσανε παρέα. Οχι πως βοηθησε στη μετακόμιση ο Φισφιρής προς θεού. Το μαύρο αυτό εγωκεντρικό κάθαρμα δεν κούναγε τον πισινό του για τίποτα και δεν του καιγότανε καρφάκι. Τώρα που είχε μείνει χωρίς δουλειά ο Πάυλος ο γάτος πέρναγε περισσότερες ώρες μαζί του αγκαλιά στον καναπέ. Παρέα τους ήταν και η Ελένη η κοπέλα του Παύλου αλλά τον τελευταίο καιρό δεν ερχότανε. Ο Φισφιρής ποτέ δεν την χώνεψε βασικά. Του έπιανε το αγαπημένο σημείο του στον καναπέ.

Ο γάτος είχε ανέβει στο κρεβάτι δίπλα στον Παύλο που οκνηρά σηκωνόταν. Χάιδεψε το μαύρο κεφάλι του ζώου και εκείνο τέντωσε νευρικά τα αυτιά του. Ήταν πρωί ακόμα δεν ήθελε πολλά πολλά. Άναψε ένα τσιγάρο, είχε κανα δυό ακόμα μέσα το πακέτο και σηκώθηκε να κάνει ένα καφέ. Μια κουταλιά ελληνικός είχε μείνει στο βάζο. Άνοιξε το μάτι της κουζίνας με μια αγωνία. Κάθε μέρα περίμενε πως θα του κόβανε το ρέυμα. Ακόμα δεν το είχανε κάνει, ναναι καλά. Ήπιε τον καφέ και ρούφηξε την τελευταία τζούρα. Ντύθηκε με ό,τι βρήκε και σκέφτηκε να πάει  μια βόλτα μπας και ανοίξει το μάτι του. Εστειλε μήνυμα 6 και τα στοιχεία του και έριξε πάνω του ένα φούτερ. Έχωσε το χέρι στις τσέπες μήπως είχε ξεχαστεί κανα δίευρω, έπιασε μόνο ένα χαρτάκι. «Ανέχου και απέχου» έγραφε. Τα γράμματα ήταν δικά του, το είχε σημειώσει πριν μια εβδομάδα περίπου. Ήταν μια φράση ενός φιλοσόφου που διάβασε κάπου και του έδινε κουράγιο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Δεν είχε πια πολλές αντοχές, όσο για αποχή...απείχε από όλα θέλοντας και μη.

«Τα λέμε Φισφιρί» είπε στο γάτο που τον αγνόησε και έκλεισε την πόρτα. Στην είσοδο έβαλε την χειρουργική μάσκα μιάς χρήσης που πρέπει να την έχει τουλάχιστον ένα μήνα και βγήκε στο δρόμο. Χαλαρή κίνηση αυτοκινήτων και ανθρώπων, μια γειτονιά σε αναστολή λειτουργίας. Περπάτησε άσκοπα στα ασφυκτικά στενά της Κυψέλης. Έπιασε τον εαυτό του να ψάχνει κάτω για τίποτα χρήματα. Δεν είχε ξανακάνει κατι τέτοιο και απογοητεύτηκε πολύ. Φορτίστηκε έντονα και η μάσκα του εμπόδιζε την αναπνοή, την κατέβασε για λίγο κοιτώντας γυρω του συνωμοτικά μήπως και τον δει κανείς. Πήρε  μια βάθιά ανάσα γεμάτη καυσαέριο, διοξείδιο και τοξικά αέρια αστικού περιβάλλοντος. Δεν ένιωσε σίγουρα καλύτερα και γύρισε βιαστικά πίσω στο διαμέρισμα.

Ο Φισφιρής άκουσε την πόρτα αλλά δεν γύρισε καν να κοιτάξει ποιος ήταν. Ηταν πολύ κουρασμένος να το κάνει. Ο Παύλος πήγε στην κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Σαν να ένιωσε πιο καλά και γύρισε στο καθιστικό να ανοίξει την τηλεόραση. Παρασύρθηκε για λίγα λεπτά σε ειδήσεις για την πανδημία, έβρισε και άλλαξε κανάλι που έπαιζε επιτυχίες ξένες του 80. Του έκανε, το άφησε να παίζει σαν μουσικό χαλί στο χάλι του. Ασυναίσθητα έπιασε το κινητό να πάρει τηλέφωνο ένα φίλο του που και αυτός με τα δικά του είχε ψιλοχαθεί αλλά πριν ακόμα πιάσει τη συσκευή θυμήθηκε πόσο ανόητη σκέψη έκανε αφού εδώ και καιρό δεν έχει μονάδες. Ένιωσε μια ασήκωτα δύσφορη πλήξη και μια έλλειψη στόχου στη μέρα του και έναν αξεπέραστο εγκλωβισμό. Κάθε μέρα έτσι ήταν πια. Δεν είχε όρεξη να προσπαθήσει για τίποτα, δεν είχε και νόημα. Αν δεν υπάρχει το γιατί να ζήσεις δύσκολα βρίσκεις το πως να ζήσεις. Του καρφώθηκε πάλι αυτή η γαμημένη ιδέα να δώσει τέλος σε αυτό το άθλιο σενάριο. Είπε όχι από μέσα του και σκέφτηκε να δοκιμάσει να πάει μια βολτα στους γονείς του μπας και συνέλθει. Είχε καιρό να τους δει. Στιγμιαία άναψε μέσα του ένα φως. Έπιασε το κινητό και έστειλε 4 με τα στοιχεία του. Ανοιξε την πόρτα και πριν κλείσει κοίταξε τον γάτο που εκείνος δεν αξίωσε καν να γυρίσει να τον κοιτάξει. Έβαλε την μασκάς μιας και πολλαπλής χρήσης και βγήκε στο φαιό αστικό τοπίο. Οι γονείς του μένανε κάμποση ώρα μακριά αλλά λεφτα για εισιτήριο δεν είχε. Δεν πειράζει σκέφτηκε, θα περπατήσει να συνέλθει. Περπατούσε παρέα ποτε με την ιδέα της αυτοθέλητης εξόδου και πότε με μια δειλή ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει. Μετά από καμια ώρα πορεία έφτασε όντως ξαλαφρωμένος λίγο. Αφησε στην είσοδο την παρέα της αυτοκτονίας και ανέβηκε στον πρώτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας. Η υποδοχή θερμή όπως πάντα. Κάτσανε τα είπανε, φάγανε. Ένιωσε πιο ζεστά και ανθρώπινα. Του είπανε να επιστρέψει να μείνει μαζί τους και έχει ο Θεός. Μια σύνταξη πείνας παίρνανε αλλά θα τα καταφέρνανε. Του δώσανε και ένα δεκάρικο από αυτα που δεν είχανε και τον αποχαιρέτησαν σχεδόν με κλάματα. Στην είσοδο τον περίμενε η ιδέα ακόμα. Πόσο επίμονη σκρόφα σκέφτηκε. Έχει παλέψει πολύ να μην κάνουν παρέα. Είχε ψάξει και για να πάει σε ειδικό μα δεν είχε λεφτά για ιδιώτη και στα δημόσια που το έψαξε λίγο ή θα υπολειτουργούσαν λογω καραντίνας ή θα έβρισκε ραντεβού πιο άργα και από το να βρεθεί το εμβόλιο του κορονοιού. Τι να σου κάνει και ο ειδικός. Α ρε και να βρίσκανε ένα εμβόλιο για την φτώχεια και τη μαύρη θλίψη που ένιωθε.

Με αυτές τις σκέψεις ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Έπαιζε στο μυαλό του το σενάριο του να επιστρέψει στους δικούς του. Βαρύ και ασήκωτο. Και πάλι πως θα τα βγάζανε πέρα. Γαμημένη φτώχεια. Στο δρόμο συναντάει ένα μπλόκο. Στιγμιαία ανησύχησε και σκέφτηκε να στρίψει στο στενάκι αλλά μετά σκέφτηκε πως δεν έχει κάτι να φοβηθεί. Πλησιάζοντας τους αστυνομικούς σαν πυροβολισμός στο κεφάλι του ήρθε η σκέψη πως δεν είχε πάρει μαζί του την ταυτότητα. Ανησυχία και ένταση λίγα μέτρα πριν το περιπολικό ενώ και τα δύο όργανα εστίαζαν στα επερχόμενα αυτοκίνητα. Ήλπιζε να μην ασχοληθούν.. Κάτεβασε στα γρήγορα και νευρικά την κουκούλα του φούτερ για να μην δώσει στόχο. Να φαίνεται κανονικός. Σκεφτόταν μήπως έχει κάτι στην εμφάνιση του που τον προδώσει. Ο ένας απο τους δύο γύρισε  τον καλησπέρησε και του ζήτησε τα σχετικά. Παγωμένος ο Παυλος του έδειξε το μήνυμα που έστειλε και απάντησε πως δυστυχώς την ταυτότητα την έιχε ξεχάσει σπίτι. Ο αστυνομικός δυστυχώς του απάντησε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και τον παρακάλεσε να πάνε στο γραφείο του δηλαδή το καπό του περιπολικού να του κόψει την κλήση. Ο Παύλος του είπε σε πολύ συμπυκνωμένο λόγο και παραστατικό το στόρυ του και το που βρίσκεται αυτο τον καιρό ως ανθρωπός. Το όργανο καταλάβαινε όμως αυτός τον έβλεπε σαν πολίτη και έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο. Πήρε την κλήση βουβά και συνέχισε. Πίκρα και αδικία έσταζε μέσα του. Πατσαβούριασε στη χούφτα του λίγο πιο κάτω την κλήση και την πέταξε στον κάδο.Πέρπατουσε αγκαλιά με την φίλη του την ιδέα και τα λέγανε πλέον μια χαρά. Δεν τον τρόμαζαν οι ακραίες και τελειωτικές απόψεις της. Μπροστά του είδε μια στάση και στήθηκε καμία διακοσαριά μέτρα πριν απο αυτή ακριβώς δίπλα στο πεζοδρόμιο της λεωφορειολωρίδας. Θα περίμενε το επόμενο λεωφορείο για τον Άδη. Είχε παραδεχτεί πως αυτός ο κόσμος τον είεχε νικήσει. Παραήταν βάρβαρος για εκείνον. Να πάνε να γαμηθούνε όλοι. Το λεωφορείο του ερχόταν και ήταν τυχερός επρόκειτο μια φυσαρμόνικα δεκάδων τόνων. Θα έκανε την  δουλειά της μια χαρά. Σκέφτηκε την μάνα του σε μια αχλή σκέψεων και εικόνων και για μια στιγμή ανύπαρκτη και τόσο ασήμαντη χρονικά δείλιασε αλλά ηταν τόσο ασυναίσθητο που έβαλε το πόδι μπροστά έτοιμος σαν δρομέας των 3000 μέτρων. Πλεόν ο κόσμος γύρω δεν υπήρχε μόνο αυτός και η συνάντηση του με το λεωφορείο. Τον έφτανε λίγο ακόμα ήθελε και ίσα που έκλεινε τα μάτια ασυναίσθητα έτοιμος να βουτήξει στην παντοτινή λήθη. Του ήρθε στο μυαλό ο στον κόσμο του Φισφιρής. Εκεινος ο αδιάφορος εγωκεντρικός μαύρος γάτος .Δεν του είχε βάλει να φάει. Εκανε πίσω ακροπατώντας και το λεωφορείο φρέναρε και κόρναρε σαν σωστός δαίμονας που ήρθε να τον πάρει. Έπεσε πίσω στο πεζοδρόμιο με την μάσκα στο στόμα. Δεν είναι αστείο θα αυτοκτονούσε φορώντας την κωλόμασκα. Σηκώθηκε γρήγορα και έφυγε τρέχοντας υπό το εξεταστικό, επικριτικό και μακριά από μας βλέμμα των συμπολιτών του. Έτρεχε και περπάταγε ξέπνοος, περπάταγε ξεθεωμένος και έτρεχε ξανά. Έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα. Ο μαύρος γάτος τέντωσε το ένα αυτί. Είχε ακούσει. Ο παρολίγον αυτόχειρας άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.Ο γάτος δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Ήταν εξάλλου πολύ κουρασμένος