Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ζείδωρος


Συνέχισε μέσα στο πυκνό φύλλωμα από τις βελανιδιές που είχαν κρεμάσει τα κλαδιά τους από τον βαρύ καρπό. Δεκάδες χρόνια στέκουν εκεί στο πυκνό δάσος, βωβοί παρατηρητές της πλάσης. Το μόνο που ακούγεται είναι το πάτημα των αθλητικών παπουτσιών πάνω στο χώμα. Δεν είχε ξαναπροχωρήσει από αυτό το σημείο και μετά μέσα στο δάσος. Κάτι την τρόμαζε με αυτή την εκκωφαντική σιωπή που επικρατούσε, καθώς οι απόηχοι του χωριού χάνονταν σιγά σιγά στην γαλήνη του βουνού. Ένα μικρό σπουργίτι κουκούβιζε στην φυλλωσιά του δέντρου, καθώς πέταξε κι αυτό τρομαγμένο από τον θόρυβο του μοναχικού ποδοβολητού.
Η αναπνοή της, ακανόνιστη και βαριά λόγω της ανηφόρας και της τραχύτητας του εδάφους, είναι ένας ακόμα ήχος που χρωματίζει την ορεινή αυτή σιγή. Το μονοπάτι στενεύει και δεξιά και αριστερά χέρια-κλαδιά ξεπετάγονται και αγγίζουν το κάθιδρο σώμα της που ανατριχιάζει από φόβο στο κάθε τους άγγιγμα. Οι κροταφικές αρτηρίες βουίζουν και πιέζουν το κρανίο σαν να χτυπούν συναγερμό για έναν επερχόμενο κίνδυνο που δεν είναι ορατός στο γυμνό μάτι. Τίποτα άλλο δεν ακούγεται παρά μόνο το γογγυσμένο κορμί να τρέχει, σχεδόν να διώκεται από έναν αόριστο φόβο.
Δεν ξέρει τι την τράβηξε και προχώρησε τόσο βάθεια στο δάσος. Συνήθως το τρέξιμό της σταμάταγε εκεί, στο τελευταίο γεφυράκι πριν το δάσος με τα πλατύφυλλα. Εκεί που τα ψηλά κορμιά των δέντρων και τα παχιά φύλλα τους κρύβουν τον ήλιο και επικρατεί συνέχεια σύθαμπο. Σα να χωρίζει αυτό το γεφυράκι χρόνια τώρα τη ζωή την καθημερινή του χωριού από την υπερφυσική ζωή του δάσους, μια άχρονη άλογη πραγματικότητα.
Η αίσθηση του κινδύνου την τράβηξε. Ίσως ήθελε να τιμωρήσει και με αυτό τον τρόπο τον εαυτό της που αρκέστηκε για άλλη μια φορά στη συγγνώμη του και στη φτηνή φράση «Δεν θα ξαναγίνει, στο υπόσχομαι». Ναι, αυτή φταίει που τον δέχεται συνέχεια πίσω και δεν έχει το θάρρος να του πει «Στο διάολο και μη ξαναγυρίσεις». Είναι μια δειλή, όμως τώρα διέβη τον Ρουβίκωνά της. Είναι ζωντανή κόντρα στον φόβο της, κόντρα στα στοιχεία του δάσους. Για μια φορά νοιώθει ικανή να πει όχι.
Μια οιστρηλασία κυριεύει τον νου της και μετουσιώνεται σε ζείδωρο ενέργεια στο κορμί της. Τρέχει σχεδόν από ένστικτο. Δεν βλέπει μπροστά της. Ανοίγει δρόμο με τα χέρια, σαν να παλεύει να προστατέψει το κορμί της από τα ραπίσματά των κλαδιών. Σαν εκείνον που, χωρίς αφορμή, τη μαστιγώνει σαν ανδράποδο με τη δερμάτινη νεκρή ζώνη.
Απλωμένα τα χέρια σαν μια ασπίδα ικετευτική να προστατέψει το γυμνό κορμί της. «Γδύσου, πουτάνα». Τρέμοντας, πετάει στο πάτωμα και το τελευταίο πανωφόρι και με πόδια αδύναμα και νεκρά από φόβο, σαν το μοσχαράκι που βαδίζει τον δρόμο για το τελος, ξέροντας πως στο επόμενο δωμάτιο το περιμένει ο βασανιστής του, πισωπατεί αδέξια.
Μαινάδα του δάσους, αφιονισμένη από τον θυμό και την αγανάκτηση. Αν τον είχε εδώ τώρα, θα τον σκότωνε, σκέφτεται. Φρένο στο μυαλό και στα πόδια. Κοιτάει το ρολόι. Έχει κάνει δεκατέσσερα χιλιόμετρα. Τα τέσσερα τελευταία τουλάχιστον ούτε θυμάται πως υπήρξαν.
Οι αχτίνες του ήλιου τη φωτίζουν ντροπαλά, δεν θέλουν να την τρομάξουν. Η αναπνοή επενέρχεται σε κανονικότητα και η σκέψη της σε νηνεμία. Το δάσος της μοιάζει φιλικό και ασφαλές πια. Όλα τα τέρατα που κρύβονται στις θυμωσιές και στις κουφάλες των υπέργηρων δέντρων έχουν αποτραβηχτεί. Είναι καιρός να γυρίσει πίσω. Με σταθερό ρυθμό επιστρέφει σπίτι κατάκοπη και ικανοποιημένη.
«Μάζεψέ τα και φύγε», του λέει με το που τον αντικρύζει. Κεραυνόπληκτος την κοιτά. Είναι μια άλλη αυτή η γυναίκα που του μιλά αποφασισμένα. Δεν λέει κουβέντα. Απλά φεύγει. Δεν τα βάζεις με ξωτικά του δάσους.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Aντίο φίλε, τα λέμε



Δεκατέσσερα χρόνια είχανε να συναντηθούνε. Έτσι είχε αποφασίσει η ζωή εκείνο το βράδυ, όπως αποφασίζει πάντα αυθαίρετα για τις ζωές των ανθρώπων. Δεν προλάβανε καν να πούνε αντίο, τόσο βίαια στήθηκε το σκηνικό του αποχωρισμού, τόσο αναπάντεχα, όπως ένα καράβι που χάνεται ξαφνικά και αναίτια στο Τρίγωνο των Βερμούδων και πίσω του αφήνει αναπάντητα γιατί, μύθους και φανταστικές εικασίες.
Δεκατέσσερα χρόνια τον περιμένει στο ίδιο σημείο, γαλήνιος και σίγουρος ότι θα έρθει να τον ξαναδεί. Να έρθει να του πει την καληνύχτα που εκείνο το βράδυ δεν είπανε, ένα αντίο έστω γι΄αυτόν τον αποχωρισμό που έμελλε να είναι μακροχρόνιος ή και παντοτινός.
Ποιος ξέρει; Θεός είναι; Μήπως ο Θεός ξέρει τι συμβαίνει κάτω στη γη; Μήπως δεν υπάρχει καν Θεός και Θεός είναι αυτή η πόρνη η τύχη που ορίζει πότε θα συμβούν τα αναπάντεχα στη ζωή; Αυτά σκεφτότανε ο Νίκος και η λαχτάρα του να συναντήσει τον φίλο του μετά από τόσο καιρό, αύξανε τους παλμούς του και μεγάλωνε τη διάρκεια του ταξιδιού που έμοιαζε ατελείωτο. Υπήρχε και ο φόβος, μήπως ο Ερμής έχει θυμώσει μαζί του που έκανε τόσα χρόνια να πάει να τον βρει στο απόμερο ησυχαστήριό του. Θύμωνε και με τον εαυτό του που άφησε τη ζωή να ξαναγράψει το σενάριο, όπως ήθελε αυτή. Βολεμένος στην καινούρια του μοίρα, σχεδόν ευτυχής για την κακοτυχία του, θλιβερό τρομαγμένο ανθρωπάκι στο αναπόδραστο της μη ύπαρξης.
Το χελιδόνι που για χάρη του καπετάνιου είχε γίνει θαλασσοπούλι, έπλεε ήρεμα, συνεχίζοντας να ταξιδεύει προς το γραφικό επίνειο, όπου ο φίλος το έχει ρίξει για πάντα άγκυρα, μακριά από τον πολιτισμό και τις συμπαρομαρτούσες ασθένειές του, μακριά από την ίδια τη ζωή. Πριν απαρνηθεί τα εγκόσμια, όλοι μιλούσαν για την αβροέπεια των τρόπων του και της ψυχής του. Ήταν πολύ φιλικός, ευπροσήγορος και αισιόδοξος, κάτι που αποτυπωνόταν στο πάντα χαμογελαστό του πρόσωπο. Μόνο που δεν του άρεσε να χάνει στο μπάσκετ και γι΄αυτόν τον λόγο, γίνονταν μάχες, όμοιες με του Κολοσσαίου!
«Τι φάουλ ρε, θα μας τρελάνεις; Ούτε που σε ακούμπησα!!»
«Ναι, για να είναι φάουλ, πρέπει να μου κόψεις το χέρι!!!!»
Το φιλμ των μονομαχιών έπαιζε στο μυαλό του Νίκου, ξυπνώντας στο θυμικό του συναισθήματα ευθυμίας, αγάπης, πάντα με μια δόση πίκρας. Σαν καλός σεφ, η μοίρα πάντα ήξερε να μοιράζει σωστά τις αναλογίες των γεύσεων στα μαγειρέματά της και η ιστορία των δύο φίλων ήταν από τις σπεσιαλιτέ της.
Γύρισε και κοίταξε την Ελένη… Ποιος ξέρει τι επιφυλλάσει γι΄αυτούς το μέλλον. Είχε έρθει μαζί του σε αυτό το ταξίδι των αναμνήσεων. Στην ουσία, εκείνη τον είχε παρακινήσει να ξανανοίξει το αυτό το κουτί της λήθης. Δεν είναι βέβαια σίγουρος αν το είχε κλείσει ποτέ. Κάποιες ιστορίες μένουν στα μεσόνερα, ούτε στον πάτο, μήτε στον αφρό. Πλέουν διακριτικά στη θάλασσα του μυαλού, μακριά από την επιφάνεια και τα αδιάκριτα βλέμματα, αλλά και μακριά από την βυσσό της λησμονιάς.
Τα απόνερα του πλοίου σχηματίζουν λευκές κορδέλες πάνω στο μπλε, αιχμαλωτίζοντας τα μάτια του Νίκου, ενώ το μυαλό, ανυπότακτο και άχρονο, βουτάει στα μεσοπέλαγα, να ξαναβρεί το μισάνοικτο κουτί...
Το ρολόι δείχνει δύο τα μεσάνυχτα… Είναι η ώρα που η σελίδα της ζωής γυρνάει για τους δύο φίλους. Ο στριγκός ήχος από τα φρένα της μοτοσυκλέτας, μαζί με το τρομαχτικό σύρσιμο των ελαστικών πάνω στην άσφαλτο, σφυροκοπούν τα αυτιά του. Και μετά, ησυχία…
«Εεεε καπετάνιε, πολλές φουρτούνες σε βαραίνουν!»
Αναδύεται ξανά στην επιφάνεια, αφήνοντας βιαστικά το κουτί. Γυρνάει και χαμογελάει.
«Εδώ, χάζευα τα απόνερα…»
«Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά», του λέει με καθησυχαστική φωνή η Ελένη.
Το μικρό πλοίο ολοκληρώνει το καθημερινό του καθήκον, πλησιάζοντας στον μικρό μώλο του λιμανιού, όπου επικρατεί μια παράδοξη ησυχία.
«Είναι δυνατόν, κατακαλόκαιρο, σε λιμάνι ελληνικού νησιού, να υπάρχει τόση ηρεμία; Φαίνεται, ο Ερμής είχε βρει τον παραδεισό του…»
Ακριβώς απέναντι από τον μώλο υπάρχει μια έρημη παραλία με ψιλή άμμο, ένας μικρός κόλπος σαν απο καρτ-ποστάλ.
Κοιτιούνται, χαμογελούν ευτυχισμένοι και οδεύουν προς τα κει. Μια αναζωογονητική βουτιά είναι ό,τι πρέπει, πριν την πολυπόθητη συνάντηση. Εξάλλου, δεν ξέρουν ακόμη που θα βρούνε τον Ερμή ακριβώς, αλλά ο χρόνος και τα καθορισμένα ραντεβού είναι κάποιες έννοιες που δεν έχουν θέση σε τούτα τα χώματα.
Κολυμπήσανε αρκετά, ώσπου ο ήλιος, σαν πορφυρός αστερίας, άρχισε να βουτάει τις ακτίνες του ακόμη πιο βαθειά στη θάλασσα, έτοιμος σε μερικές ώρες και αυτός να κάνει το βραδινό του μπανάκι. Έπρεπε να βρει τον Ερμή πριν νυχτώσει.
Το λευκό σαν γάλα ασβεστωμένο παραθαλάσιο δρομάκι οδηγεί σε μια καφετέρια που φαίνεται να είναι το πιο πολυσύχναστο μέρος του νησιού.
«Εκεί θα ξέρουν», σκέφτηκε και όντως είχε δίκιο. Επιτέλους, θα συναντούσε τον φίλο του μετά από χρόνια.
Η πεζοπορία μέχρι την περιοχή που τους υπέδειξαν, γεμάτη σκέψεις και αναμνήσεις από εκείνο το κουτί στη θάλασsα του μυαλού. Έχει μια ευκαιρία σήμερα να το ανασύρει στην επιφάνεια και να το δει κατάματα, αφήνοντάς το μετά να κυλήσει στο μαύρο του βυθού.
Η περιοχή, όπου είχε αποσυρθεί ο φίλος του, ειδυλλιακή. Ένα μικρό ύψωμα, με θέα σε έναν ορμίσκο χαμηλά και στο απέραντο πέλαγος μέσα βαθειά, μεχρι εκεί που φτάνει το μάτι και ακόμη πιο μέσα, μέχρι εκεί που πλανάται ο νους και η ψυχή.
Ανοίγει τη σιδερένια φρεσκοβαμμένη πόρτα και μπαίνει στον αύλειο χώρο. Η καρδιά του χτυπά ακανόνιστα, όπως εκείνο το βράδυ πριν δεκατέσσερα χρόνια, που οι ρόδες σύρθηκαν στην άσφαλτο. Τότε που, μετά το εκκωφαντικό «μπαμ» του στραπατσαρισμένου μέταλλου και της σκόνης που απλώνεται, ακολουθούμενη από την τρομακτικά σιωπηλή φωνή του θανάτου, γύρισε και είδε μέτρα πίσω του, ξαπλωμένο στην άσφαλτο, ασάλευτο τον Ερμή.
Από τότε είχε να τον δει και να, πάλι συναντηθήκανε μετά από τόσο καιρό. Ένα άλικο τριαντάφυλλο πάνω στο μάρμαρο, μια ζωή κομμένη πάνω στο νεκρό πέτρωμα, όπως τότε, εκείνο το βράδυ πριν δεκατέσσερα χρόνια, που ο Ερμής πότιζε την παγωμένη άσφαλτο με το κόκκινο της νιότης του. Και δύο κουβέντες αποχαιρετισμού...
«Αντίο φίλε, τα λέμε...»
Το κουτί είχε βυθιστεί πια στα μύχια της ψυχής... Το σώμα δεν άντεξε το βάρος που φορτώθηκε η ψυχή... Τα γόνατα τσάκισαν, γονάτισε… Απελπισμένος ικέτης για συγχώρεση...
«Συγγνώμη», ψιθύρισε... και ο αέρας αγκάλιασε τη λέξη και την πήρε στον ουρανό ψηλά...

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

ΤΡΥΓΟΣ ΘΕΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ



Ξάπλωσε στην άμμο την ψιλή, εκεί που το κύμα χάιδευε την ακτή. Το κορμί του ντυμένο ακόμα, σαν να δίψαγε να χαθεί στα φθινοπωρινά κύματα και δεν πρόκαμε να βγάλει τα ρούχα. Ο ήλιος κεντούσε γύρω του χρυσές λόγχες, μην τολμώντας ακόμα να τον αγγίξει και να ζεστάνει την παγωμένη του ύπαρξη. Πήγαινε κι ερχόταν το κύμα σαν να πάλευε να τραβήξει το σώμα του μέσα, να χαθεί στα αβαθή. Τράβαγε ο γυαλός να τον κρατήσει στην αμμουδιά. Πάλευε το κύμα να τον φέρει στα ανοιχτά. Αυτή η διελκυνστίδα της φύσης ζωή έδινε στο ταλαίπωρο σώμα του που πέρα δώθε σούρνονταν στη νωπή άμμο. Γλάροι κρώζανε στα βαθειά, σαν να τον καλούσαν να παίξει μαζί τους λίγα μέτρα πάνω από το κύμα. Αντίκρι διαγραφόταν, όσο η λυκαυγή ανασήκωνε την αυλαία της, η αντίπερα όχθη, εκεί που τα όνειρα, οι φόβοι και η ελπίδα ξαποσταίνουν, κουρνιάζουν μέχρι να ξαναβρούν δύναμη, φλόγα και πίστη για να περάσουν απέναντι. Τα καΐκια έχουν ήδη αρχίσει το δρομολόγιό τους, γεμίζοντας την ειρηνική ατμόσφαιρα με τον μονότονο ήχο τους.
Φθινόπωρο είναι, η εποχή του τρύγου, η εποχή που η φύση αλλάζει, αρχίζει και προετοιμάζεται για τον λιτό χειμώνα, για τη δοκιμασία που θα την οδηγήσει στην άνοιξη.
Αυτή η αμμουδιά είναι άνοιξη, αλλά και παντοτινός χειμώνας. Ξημερώνει. Ο ήλιος, θρασύς απλώνεται σε όλη την ακτογραμμή. Δίνει χρώμα χρυσό στη μαύρη άμμο, δίνει γαλάζιο χρώμα στη μαύρη θάλασσα. Λευκά ντύνει τα πουλιά και γαλάζιο τον ουρανό. Καβαλάει τις βουνοκορφές και χύνεται διαπρύσιος μέχρι τα πιο βαθειά φαράγγια, λίγο φως και ζέστη να δώσει.
Ξαπλωμένος, χάσκει ακόμα με το πρόσωπο στην άμμο τη χρύση απιθωμένο. Ο ήλιος χαιδεύει τα μαύρα του μαλλιά και παιχνιδιάρικα τα αναδεύει το κύμα. Τόσο ανάλαφρα κοιμάται σ’ αυτή την ήσυχη παραλία. Δεν ακουμπάει το κορμάκι του εκεί. Δεν είναι εκεί. Είναι στην αγκαλιά της μάνας, εκεί που χθες βράδυ τον ζέσταινε και λόγια του λεγε, ζέστα και καρδιακά. Εκεί
απέναντι είναι που ξαποσταίνει η ελπίδα και κουρνιάζει ο φόβος πριν τον χειμώνα.
Χείμωνας είναι. Το κορμί του κρύο και ξέπνοο, χωρίς παλμό. Δεν είναι εκεί. Μάταια ο ψυχοπονιάρης ήλιος παλεύει να τον ζεστάνει, το αίμα να ψυχώσει μέσα του.
Φθινόπωρο είναι για τους γλάρους, τις τράτες, τα αμπέλια και τη θάλασσα. Γι’ αυτόν είναι χειμώνας, χειμώνας χωρίς άνοιξη.
Μα τι τον νοιάζει! Δεν είναι εκεί. Αγκαλιά τον πήρανε με τρεμάμενα χέρια, με προσοχή, με τρόμο και ευλάβεια. Σαν άγιο λείψανο πολύτιμο και ανεκτίμητο, θαυματουργό.
Σαν άγιος του καιρού μας, θαυματουργός. Θάματα κάνει. Ναι, δεν είναι εκεί. Είναι στην αγκαλιά της μάνας του, στην ασφάλεια, στην ησυχία του βυθού, στη γαλήνη του επέκεινα.
Βρυγμοί αγγέλων γύρω του ακούγονται, καθώς το κύμα γδέρνει την άμμο, ενώ αποτραβιέται στα βαθειά ανταριασμένο, στην αγκαλιά της μάνας θάλασσας.
Δεν είναι εκεί όμως.
«Τρύγος, θέρος και πόλεμος στασιό δεν περιμένουν», λένε οι άνθρωποι εκεί, στη γλώσσα τους. Το θέρος πέρασε. Ήρθε ο τρύγος, μαζί του και ο πόλεμος. Τι τον νοιάζει όμως! Το μικρό του κορμάκι δεν είναι εκεί. Εκεί που το φθινόπωρο έχει χειμώνα και οι άνθρωποι παγώνουν.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Άργος


«Δυστυχώς η κατάστασή του είναι μη αναστρέψιμη. Δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο γι’ αυτόν».
Βουβαμάρα στο δωμάτιο, καθώς η σιωπή του θανάτου έχει πάρει τον λόγο.
Ο γέρος κείτεται στο πάτωμα ανήμπορος, κουρασμένος πια. Ανασαίνει βαρειά και γρήγορα, δεν καταλαβαίνει τι συζητάνε γύρω του. Ξέρει πως για κείνον μιλάνε, ξέρει πως η ώρα του ήρθε.
Ο γιατρός ανοίγει την τσάντα του με θεατρική σοβαρότητα. «Είναι η καλύτερη λύση», λέει χαμηλόφωνα.
Ο γέρος περιμενει... Ποιος ξέρει πού τρέχει ο νους του τις τελευταίες του στιγμές.
Το μυοχαλαρωτικό κανει γρήγορα τη δουλειά του και η κατάσταση μέθης τον ανακουφίζει.
Αναπνέεει ήρεμα... Γνώριμες μυρωδιές γύρω του... Ησυχία... και ήρθε η πολυπόθητη γαλήνη.
Αυτό ήταν... Έφυγε έτσι γλυκά και σεμνά, όπως είχε μπει στη ζωή μας πριν δεκαέξι χρόνια, μια χνουδωτή τετράποδη μπαλίτσα...
«Πάρτο, φίλε, τσάμπα στο δίνω. Είναι από κεχριμπάρι Βαλτικής. Μόνο στην κεχριμπαρένια αίθουσα στα ανάκτορα της Μεγάλης Αικατερίνης θα βρεις τέτοιο ατόφιο κεχριμπάρι!»
«Κοίτα πόσο διάφανο είναι», συνεχίζει να λέει ο μαγαζάτορας, ενώ περιεργάζεται το κομπολόι ο υποψήφιος αγοραστής του, χαμένος στα χρώματα του που εναλλάσσονται στο φως του ήλιου. Το είχε σχεδόν ερωτευτεί.
«Τι είναι αυτό, ρε αφεντικό, δικό σου;», ρωτάει αφήνοντας αδιάφορα το μέχρι πριν από λίγο αντικείμενο του πόθου του. «Ποιο, το σκυλί; Δεν ξέρω, από χθες είναι εδώ».
‘Ενα μπεζ κουβάρι, κουρνιασμένο σε μια γωνιά, με δυο μελιά μάτια από το καλύτερο κεχριμπάρι του κόσμου.
Το ερωτεύτηκε, το πήρε και έφυγε.
«Στάσου, φίλε, το κομπολόι δεν θα το πάρεις;...» Ούτε που απάντησε.
O δρόμος της επιστροφής γλυκός. Ο νόστος, με την επιθυμία να σου γλείφει τα σωθικά, ένα συναίσθημα αρχέγονο, μαγικό, σαν να είσαι γειωμένος με το κέντρο της γης και τα μυστικά της. Όμως, μεγαλύτερη νοσταλγία για το ξαναντάμωμα των φίλων που είχε αφήσει πίσω. Τους είχε καλέσει όλους εκείνο το βράδυ στο ταβερνάκι στην Πλάκα. Φάγανε, γελάσανε, ήπιανε, παρασυρμένοι στην πλάνη του πότου σε μια αΐδια ευτυχία, θαρρούσες, και μέτα κλάψανε και τον αποχαιρετήσανε για τα ξένα.
Εκείνος εκεί, πιστός στα πόδια του, κάτω από το τραπέζι, δεν έφαγε ούτε μέθυσε ούτε έκλαψε ούτε του είπε αντίο.
«Να μου τον προσέχετε», τόλμησε να πει όταν τον άφηνε πίσω από τα κάγκελα του κλουβιού, την ώρα που ο καλύτερος φίλος του τον κοίταγε με τα μελί του στρογγυλά ματια. Κούναγε την ουρά, δεν έκλαιγε, δεν ήξερε να πει αντίο, όμως όλο του το κορμί ήταν ευγνώμον και δήλωνε πως περίμενε εκεί πιστός για την στιγμή της αντάμωσης.
Και ναι, ερχόταν να τον λευτερώσει, γεμάτος τύψεις, αλλά και όνειρα για μια ζωή μαζί στην Πατρίδα που τρώει τα παιδιά της.
Μια νύχτα ηδονής με μια μυστήρια γυναίκα που δεν έμαθε ποτέ το όνομά της, δεν την ξανάδε ποτέ, όμως τη θυμάται τόσα χρόνια μετά. Θυμάται τον μυστικιστικό τρόπο που τον πλησίασε. Άγνωστη υπέροχη Αμαζόνα, με τη θολή ματιά κάποιας ξεπεσμένης ροκ-σταρ, μιας τσαλακωμένης ντίβας.
Εκεί έστεκε ο φίλος του να τους κοιτάει με μάτια απορημένα, γέρνοντας το κεφάλι πότε απο δω και πότε από κει, να τους γαυγίζει στο κρέβατι και να ξεκαρδίζονται στα γέλια με τον ξεδιάντροπο αυτόν ηδονοβλεψία.
«Ρε, θα φωνάξω την αστυνομία. Μην κοιτάς», του έλεγε και να τα γαυγίσματα και να τα γέλια! Τι νύχτα!
Το πρωί ξύπνησε με τον κολλητό του μόνο στο πλάι του. Στο ψυγείο κολλημένο ένα χαρτάκι με μια αράδα. «Σε ζηλεύω που έχεις τέτοιο φίλο... Να προσέχετε».
«Άργο, Άργοοοο!!» Η φωνή χανόταν απελπιστικά μέσα στην οχλοβοή του λιμανιού της Ανκόνα.
Με δάκρυα έτρεχε από δω κι από κει, ρώταγε στα αγγλικά και σε μισο-ιταλικά -που ανάθεμα δεν τα τελείωσε να πάρει το πτυχίο-, μήπως είδαν ένα σκυλί μπεζ, με μακρύ τρίχωμα και λευκό περιλαίμιο.
«Νο νο... Νο νο...». Όλοι όχι, ανάθεμά τους. «Κανείς δεν δίνει σημασία σε ένα παλιόσκυλο», σκεφτόταν απογοητευμένος.
Το πένθος του είχε κυριεύσει το μυαλό. Η αυτοενοχή και ο θυμός του ρίχνανε ραπίσματα.
«Πώς ξέφυγε από τα μάτια μου, τι ηλίθιος είμαι;»
Επικλήσεις σε θεούς και δαίμονες, απειλές και ύβρεις που θα κοκκίνιζε και το τελευταίο χαμίνι του ιταλικού λιμανιού.
Και να σου, εκεί στέκει ατάραχος ο Άργος...
Τον κοιτάει από μακριά με τα αυτιά ορθωμένα, έτοιμος για το κάλεσμα.
Αυτή η τόσο δυνατή στιγμή, αυτη η έκρηξη συναισθημάτων, πέρασε απαρατήρητη μέσα στο πολύβουο λιμάνι. Όπως συμβαίνει στη ζωή, όλα κυλάνε στον ρυθμό τους και το λιμάνι έχει τους δικούς του... Οι δυο καρδιές κράτησαν τη στιγμή μοναδική τους για πάντα.
Το καλοκαίρι άρχιζε να δείχνει τις ζεστές διαθέσεις του. Ο μαλλιαρός συγκάτοικος ανάσαινε γρήγορα, προσπαθώντας μάταια να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του χνουδωτού κορμιού του.
«Α ρε ταλαίπωρε, τι τραβάς και συ. Να ’μασταν σε μια παραλία τώρα, ε; Πουτάνα φτώχεια! Τι να σου κάνω!»
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, Αντωνάκη», φωνάζει ο Γρηγόρης από το ρετιρέ, που τον κρυφαάκουγε άθελά του .
«Για πες, ρε, έχεις ιδέα;»
«Μπαλκόνι έχεις, μάνικα έχεις, κάνε το σενάριο από τα χαριτωμένα».
«Σωστός!»
Για πότε ο σκύλος κυλιότανε στα νερά και σε πόσο χρόνο ρεκόρ είχαν έρθει καμιά δεκαριά συμφοιτητές στο μπαλκόνι-πάρτυ, ούτε που κατάλαβα!
Ο Άργος πρόσφερε απλόχερα ψεκάσματα νερού από τα τινάγματα της γούνας του.
Ένα αυτοσχέδιο μικρό πάρτυ, με πηγαίο γέλιο, χωρίς καμία προετοιμασία και χωρίς καθόλου χρήματα! Μόνο μια μάνικα και οι φίλοι. Εντάξει, και μερικές μπύρες ρεφενέ...
Το ταξίδι της επιστροφής είχε πάρει τον δρόμο του. Αυτά σκεφτόταν, όλες αυτές τις στιγμές που περάσανε μαζί οι δυο τους και δεν κατάλαβε για πότε είχε δέσει το καράβι.
Ο πηγαιμός για την Ιθάκη ξεκίνησε παρέα. Πηγαίνανε για διακοπές στο εξοχικό στο νησί.
Τώρα γυρνάει μόνος και θλιμμένος Οδυσσέας. Ο πιστός του Άργος κάτω, στο ψυγείο του πλοίου, σαβανωμένος, έτοιμος για το τελευταίο του ταξίδι. Θέλει να πάει να τον θάψει κάπου κοντά του, να τον τιμάει και να τον θυμάται όπως αξίζει σε έναν αδελφό. Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες, θηρία του μυαλού, θύμησες γλυκές που τον χτυπάνε αδυσώπητα...
Τον παίρνει αγκαλιά και με προσεκτικές κινήσεις τον ακουμπάει δίπλα του στο κάθισμα, άκαμπτο νεκρό κορμί.
Η μίζα του αυτοκινήτου γκρινιάζει και το υπόλοιπο ταξίδι ξεκινάει. Παρέα οι δυο τους, αυτός και ο φίλος του, εκεί δίπλα, σιωπηλός όπως πάντα...
Χωρίς αντίο, χωρίς δάκρυα.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Στην κοιλιά του κήτους





Στην άκρη του ραφιού, δίπλα στο παράθυρο, έστεκε μόνο και αποσυνάγωγο. Από κάτω, η κίνηση της πόλης με τους ήχους της, που τόσο είχε αλλάξει. Πενήντα χρόνια και βάλε έμενε σε αυτό το σημείο ασάλευτο. Ο ήλιος που διαπερνούσε τα τρύπια στόρια, τσουρούφλιζε το κάποτε περίτεχνο υφασμάτινο εξώφυλλό του. Θαμπό και ταλαιπωρημένο μέσα στη σκόνη των ετών. Άλλες φορές, η βροχή του έκανε παρέα χτυπώντας πότε δακριτικά και πότε με θράσος το τζάμι. Η νύχτα με τα φώτα της πόλης αγκάλιαζε γλυκά τον πολυκαιρισμένο μανδύα του, προσδίδοντας λάμψη θησαυρού. Όταν τα βήματα πλησίαζαν από κάτω, αν είχε καρδιά, σίγουρα θα σκιρτούσε σαν ψάρι έξω από το νερό, αγωνιώντας το χέρι που θα το ξεκουνήσει από κει. Πόσο πολύ ήθελε να απλώσει τις σελίδες του, να ανοίξει και να τεντωθεί. Είχε τόσα πολλά να διδάξει από τις ιστορίες που είχε μέσα του.

Όμως τα βήματα κάθε μέρα, τόσα χρόνια, πηγαίναν και ερχόντουσαν μακριά του κάθε φορά. Η Αθήνα άλλαζε από το παράθυρο, με θόρυβο, κόσμο και πολλά κτίρια. ‘Ισως είχε παλιές ιστορίες μέσα του που δεν τις ήθελε ο κόσμος πια. Ιστορίες από χωριά και μικρές κωμοπόλεις. Ιστορίες με ανθρώπους της υπαίθρου και του μόχθου. Τι δουλειά έχει εκείνο στο τσιμέντο και το σίδερο;

Τα βήματα του ανθρώπου με τα χρόνια γινόντουσαν πιο βαριά, πιο κατσούφικα και γερασμένα. «Φταίει αυτή η μαύρη πόλη», σκεφτόταν το βιβλίο κει πάνω στο μετερίζι του. Οι επισκέψεις πιο αραιές από το αφεντικό, ώσπου κοπήκαν τελείως, χωρίς ένα αντίο, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι της πόλης. Τόσα χρόνια αόρατο, παρόλο που κάθε μέρα ήταν εκεί.

Ένα πρωί τα βήματα ξαναακούστηκαν! Τι χαρά ήταν αυτή! Ήταν πολλά βήματα βιαστικά. Θόρυβος από έπιπλα και να σου, ένα χέρι το άγγιξε. Αν μπορούσε να κλαψει τώρα, θα το είχε κάνει σίγουρα. Το χέρι πέταξε απλά το βιβλίο σε μια μαύρη σακούλα, την έσυρε και την άδειασε στον κάδο με τα σκουπίδια. Επιτέλους, άνοιξε τα φύλλα του και έχασκε έτσι ανοιχτό για τελευταία φορά.Μετά από λίγο έφτασε το απορριματοφόρο. Το μάτι του υπαλλήλου έπεσε άθελά του στις ανοιχτές σελίδες του πεταμένου βιβλίου. «Τι όμορφα που απλώνεται ο κάμπος στα πόδια του βουνού την ώρα που το στεφανώνει ο ήλιος και χρυσώνει τα σπαρτά και τα δέντρα».
Ο νους του πέταξε χωρίς να τον ρωτήσει σε αυτή την εικόνα και για μια τόση δα στιγμή λούστηκε το χρυσό της εικόνας, λίγο πριν τραβήξει τον μοχλό για να αδειάσει τα σκουπίδια στην κοιλιά του κήτους.

«Πάμεεε», φωνάζει στον οδηγό, ντυμένος στο φαιό χρώμα της πόλης.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

DAMNATIO MEMORIAE



Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα εκεί στοιβαγμένος ασφυκτικά μαζί με άλλους σε ένα σκοτεινό προαύλιο. Μικρές ριπές ηλιακού φωτός χαράζουνε εδώ κι εκεί τον σκοτεινό χώρο. Στριφογυρίζουμε όλοι δίπλα-δίπλα ο ένας στον άλλο, έχοντας ο καθένας έναν αριθμό αντί για όνομα, σε μια κατάσταση damnatio memoriae.
Κανείς δε μου απήγγειλε την κατηγορία που με βαραίνει για να υφίσταμαι αυτό το μαρτύριο. Σίγουρα θα έχω κάνει κάτι πολύ σοβαρό, κάποιο ανοσιούργημα, όπως και οι υπόλοιποι που στοιβάζονται εδώ μέσα. Ίσως είναι ένας χώρος με βαρυποινίτες. Σε αυτή την τρώγλη τρώμε πολύ, αλλά δεν μπορούμε να κινηθούμε καθόλου. Υπάρχει ένταση στον αέρα και η ατμόσφαιρα μυρίζει, εκτός από την αποφορά των σκατών και των ούρων, μπαρούτι. Οι ορμόνες της επιβίωσης είναι στα ύψη και γι’ αυτό υπάρχουν έντονοι καυγάδες μεταξύ των ανώνυμων καταδικασμένων. Μερικές μέρες κάποιοι έρχονται και μας κάνουν ενέσεις. Έχω σκεφτεί μήπως βρίσκομαι σε κάποιο πείραμα, όμως δε νομίζω ότι υπάρχουν τόσο σκληρά πειράματα. Σίγουρα έχω κάνει κάποιο έγκλημα. Τους φωνάζω να μου εξηγήσουν. Σκούζω με όλη μου τη δύναμη, όταν ακούω βήματα να πλησιάζουν. Ένα «γιατί;» που θα με λύτρωνε.
Με χτυπάνε. Χτυπάνε και τους γύρω μου πολλές φορές, γιατί φωνάζουμε και μαλώνουμε μεταξύ μας. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο απόγνωσης και εγκλεισμού που δαγκώνουμε από τη μονοτονία ο ένας τον άλλο. Η χρυσή αχτίδα του ήλιου είναι η μόνη που καταφέρνει να ξεγλυστρά από αυτή τη μαύρη τρύπα. Ξεχνιέμαι καμιά φορά και ακολουθώ το νήμα της μέχρι την οπή, από εκεί που κλεφτομπαίνει. Πόσο πολύ θέλω να δω από πού έρχεται! Πόσο θέλω να βγω εκεί έξω να τρέξω μέχρι το τέλος της ηλιαχτίδας! Πνίγομαι εδώ και κάνει ζέστη και είμαστε τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Νοιώθω πολλές φορές πως χάνω την ενημερότητα του περιβάλλοντος. Ο θάνατος είναι εκεί, μέσα σε αυτή τη φυλακή και φοβάμαι τόσο πολύ.
Κάθε μέρα κάποιος ή κάποιοι δεν αντέχουν. Έχουν φύγει μαζί με την ηλιαχτίδα εκεί έξω. Μπαίνουν μέσα οι δεσμώτες μαςκαι σέρνουν τα άψυχα κορμιά τους ποιος ξερει πού. Είχαμε ακούσει ότι τα κόβουν, τα γδέρνουν και τα σερβίρουν για τροφή. Δεν το πιστεύω πως σύμβαίνει κάτι τέτοιο, …παραληρήματα εγκλεισμένων μυαλών. Επικρατεί πανικός κάθε φορά. Φωνές, βρισιές και ανακατανέμεται η διάταξη των κορμιών στο σκοτεινό αυτό μαρτύριο της πιο φρικτής δυστοπίας.
Μερικοί άλλοι έχουν χάσει τελείως τα λογικά τους. Μένουν για μέρες κάτω στο πάτωμα, με βλέμμα άστοχο και κενό, παραδομένοι στην τρέλα του μαρτυρικού εγκλεισμού, άλλοι γυρνώντας γύρω από τον εαυτό τους, προσπαθούν να εκτονώσουν τη φυσική ροπή του κορμιού για κίνηση. Μερικοί έχουν σαλέψει τελείως και κάνουν κακό στον εαυτό τους, προσπαθώντας να τον δαγκώσουν. Ενα ερέθισμα ψάχνουμε όλοι εδώ μέσα. Αυτή η έλλειψη ερεθισμάτων μας έχει ξεκάνει. Δεν είμαι ζωντανός μέσα σε αυτή την ασάλευτη μονοτονία που βαραίνει το κορμί μου και το μυαλό μου. Θέλω να ελευθερωθώ. Πότε θα με βγάλουν και μένα απο δω νεκρό να πάω να βρω την άκρη του χρυσού νήματος εκεί εξω;
Με φοβαμαι. Αρχίζω να τα χάνω κι εγώ. Βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν. Ακούω μια φωνή να μου λέει να δαγκώσω το πόδι μου. Δεν έχω αποσυνδεθεί τόσο από την φρικτή πραγματικότητα, όμως καμιά φορά γλύφω και ξαναγλύφω τα δάχτυλά μου σε τέτοιο σημείο που έχει φύγει το δέρμα. Δεν ξέρω γιατί το κάνω, όμως με κρατάει εδώ. Νοιώθω ζωντανός. Ο πόνος μου είναι το μόνο ερέθισμα που μου θυμίζει πως ζω. Όλα τα άλλα εδώ μέσα είναι νεκρά…οι άψυχοι τοίχοι, οι μελλοθάνατοι συγκρατούμενοι, οι απονεκρωμένοι βασανιστές. Μόνο η μελόχρωμη αχτίδα ζωντανή φτερουγίζει εκεί ψηλά, μακριά απο τον θάνατο και την αποκάρωση της ψυχής.
Χθες είδα στον ύπνο μου πως με έλουζε αυτό το χρυσό φως. Με έντυνε με την αχλή του και την θέρμη του. Ένοιωσα τόσο ασφαλής και τρισόλβιος. Με πήρε ψηλά, μακριά απο δω. Πέταξα σε κοιλάδες κιτρινοπράσινες και σε άγρια βραχώδη
βουνά. Κάθησα σε απάτητες κορυφές, δίπλα σε έναν χρυσαετό που άκουσε το μαρτύριό μου. Τρόμαξα στην αρχή πως θέλει να με φάει. Κλαίγοντας, του μίλησα για την ειρκτή που ζω, τη στέρηση της ελευθερίας, τη στέρηση της ελπίδας, μα πιο πολύ, για την ατέρμονη μονότονη επανάληψη. Με κοίταζε με αυτά τα άγρια επιβλητικά μάτια γεμάτα δάκρυα. Δεν πίστευε πως μπορεί πλάσμα να αντέξει αυτόν τον εξευτελισμό, αυτόν τον καταναγκασμό. Σήκωσε την ασπόμαυρη φτερούγα του και με σκέπασε και αγναντεύαμε από κει ψηλά την άκρη του κόσμου, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι και πιο πέρα, εκεί που καλπάζει ο λογισμός. Κάλπαζα, ναι κάλπαζα, έτρεχα αφιονισμένα. Η καρδιά μου χτύπαγε τόσο γρήγορα, τα πόδια μου ασυντόνιστα ποδοβολούσανε και έστεκα εκεί, δίπλα στον περήφανο αετό, σιωπηλός, γεμάτος ζωή,μια αλίμενη ψυχή
Μετά από ώρες αποχαιρέτησα τον αετό και, ντυμένος στα χρυσά, ξαναπέταξα σε μέρη που τα φανταζόμουν εκεί μέσα κλεισμένος. Τέτοια ανείπωτη ευτυχία! Πετάξαμε πάνω από μπλε ωκεανούς και είδα πλάσματα ελεύθερα, γεμάτα ζωή να σκίζουν τον αφρό της θάλασσας, να πηδάνε στον αέρα και να ξαναβουτάνε μέσα σε ένα σύννεφο αφρών. Βουτήξαμε σε γαλάζια νερά και ξαναβγήκα στον κόσμο τόσο ανανεωμένος, γεμάτος αγάπη και ελπίδα για τον πλανήτη και τα πλάσματά του. Κοπάδια ανέμελων ζώων να βόσκουν την πράσινη γη και σμήνη πουλιών να ταξιδεύουν γαλήνια στον προρισμό τους.
Φτάσαμε και σε μέρη με πολλή ζέστη. Μου θύμιζε τη ζέστη της φυλακής. Πετάξαμε πάνω από το κέρας της Αφρικής και η αχτίδα με κατέβασε στον μοναδικό ίσκιο σε ακτίνα χιλιομέτρων, κάτω απο έναν τεράστιο αιωνόβιο κορμό. Έπρεπε να μοιραστώ αυτή τη σκιά με τον βασιλιά της ζούγκλας. Η καρδιά μου σταμάτησε. Αυτή τη φορά σίγουρα θα με έτρωγαν. Κουλουριάστηκα πεισιθάνατος και έσκουζα, λέγοντας λόγια ακατάληπτα, λόγια παρακλητικά.
«Ηλιαχτίδααααα», φώναζα με όλο μου το κορμί να έρθει να με πάρει από δω.
Το λιοντάρι πλησίαζε νωχελικά προς το μέρος μου. Το τέλος μου έφτασε. Τουλάχιστον λεύτερος, εδώ στην πλάση, κάτω από τον γαλανό ουρανό.
«Τι σημάδια είναι αυτά στα πόδια σου», μου λέει κοιτάζοντας τα κατατρυπημένα και ματωμένα μου πόδια.
«Χτυπήματα», αποκρίθηκα σαν τρεμουλιαστή φλόγα.
«Μας χτυπάνε στα πόδια με ξύλα που έχουν άγκιστρα μπροστά», συνέχισα υποτονθορίζοντας.
Το λιοντάρι κάθησε και συνέχισα να του λέω για αυτά που έχω τραβήξει, για το πώς μου τροχίσανε τα δόντια χωρίς αναισθησία για να μην έχω τίποτα που θα μπορούσε να κάνει κακό σε μένα και στους άλλους, ώστε να μπορούν να μας βασανίζουν όσο καιρό θέλουν, για την απόγνωση, τη βία, τη μυρωδιά θανάτου, τις αρρώστιες και τους ημιθανείς συγκρατούμενους που στέκαν ασάλευτοι και αβοήθητοι μέρες εκεί, μέχρι να τους φύγει η πνοή. Καμιά φορά την έβλεπα να φεύγει τη ζωή από το στόμα τους. Ήταν λευκή, διάφανη, ζωηρή και πέταγε ψηλά, ποιος ξέρει για πού, αφήνοντας λυτρωμένο το κουφάρι το ταλαιπωρημένο.
Δεν τολμούσα τόση ώρα να το κοιτάξω το λιοντάρι στα μάτια. Δειλά γύρισα τις κόρες μου και, όταν συνάντησα τα δικά του μάτια, είδα δύο υγρές κόγχες, γεμάτες πόνο και λύπηση. Άρχισα να κλαίω και γω. Σύρθηκα δειλά κοντά του και κρύφτηκα κάτω από την ξανθιά χαίτη του. Και έμεινα εκεί ξαπλωμένος, στην χρυσόσπαρτη στέπα, με τα μάτια κλειστά, ασφαλής και ευτυχισμένος, με τον νου μου να πετάει στις τέσσερις άκρες του κόσμου.
Αποχαιρέτησα τον περήφανο φίλο μου και χάθηκα ψηλά στον ουρανό. Είχε πέσει το σύθαμπο, όμως εμείς συνεχίζαμε το ταξίδι μας. Ξανάδα γη και θάλασσα, βουνά και κάμπους λουσμένα με το απογευματινό γλυκό φως ενός τεμπέλη ήλιου. Ξανάδα τα ζωντανά ελεύθερα πλάσματα αυτού του κόσμου να ετοιμάζονται για το τέλος της ημέρας. Οι ρυθμοί έπεφταν σιγά σιγά και όλη η Πλάση έδειχνε πως είχε συνεννοηθεί και ενωθεί σε ένα κοινό πρόγραμμα. Όλα μοιάζαν τόσο αρμονικά από δω πάνω.
«Σίγουρα, αν μας κοιτάει κάποιος Θεός, από δω ψηλά θα μας βλέπει», σκέφτηκα
Την επόμενη στιγμή η ηλιαχτίδα έσβησε και άρχισα να πέφτω αβοήθητος σε ένα μαύρο κενό. Προσεδαφίστηκα κακήν κακώς στο χώμα, χωρίς να καταλάβω σε τι κατάσταση ήμουν. Νόμιζα πως σώθηκα.
Με κοίταζε με τεράστια απορία ένας άνθρωπος, μια εμένα μια ψηλά στον ουρανό. Πάγωσα. Ήταν ίδιος με τους βασανιστές μου. Ήξερα πως και να του έλεγα την ιστορία μου δεν θα τον συγκινούσα. Δεν τον ένοιαζε αν εγώ βασανιζόμουν. Είχε μάθει πως έτσι έχουν τα πράγματα. Οι άνθρωποι τρώνε τα γουρούνια,τα γουρουνια είναι φαγητό,δεν πονανε,δεν υποφέρουν.
Προσπάθησα να τρέξω, όμως το υπερφυσικό μου βάρος και τα αδύναμα και αγκυλωμένα πόδια μου δε με βοηθούσαν.
Με άρπαξε από το πίσω πόδι, ενώ έσκουζα με όλη μου τη δύναμη και προσπαθούσα μάταια να ξεφύγω κλαίγοντας. Το τέλος μου είχε έρθει. Είχα συναντήσει τον πιο αδίστακτο θηρευτή. Άρπαξε, τραβώντας με, μια μεγάλη πέτρα από το χωράφι και άρχισε να με χτυπάει στο κεφάλι. Πονάω, θέλω να ζήσω και εγώ, δεν έχω κάνει τίποτα. Είμαι ένα ζώο και γω και από κει ψηλά που βλέπει ο Θεός, είμαστε όλοι ίσοι και αρμονικοί σε αυτόν τον κόσμο.
Με χτυπάει με λύσσα. Θέλει να πεθάνω. Το κρανίο μου δε θα αντέξει σε λίγο.
«Στάθη, ξύπνα ρε, τι έχεις πάθει τόσα βράδυα;»
Πέταγεται έντρομος,φρουμάζοντας, σαν να τον σφάζανε. Κοιτάει γύρω του και νοιώθει ασφαλής. Όλα είναι στη θέση τους… ο μικρός νιπτήρας, το κρεβάτι, τα κάγκελα, ο τοίχος. Είναι ασφαλής στους τοίχους της φυλακής.
«Βλέπω εφιάλτες τον τελευταίο μήνα πολλούς, ρε Άλκη. Βλέπω πως είμαι γουρούνι και με έχουν μαντρωμένο, με χτυπάνε, με σφάζουν, με βασανίζουν».
«Χαχαχαχα, γουρούνι είσαι ρε εδώ μέσα», του απαντά ο Άλκης με σιγουριά.
«Μην ανησυχείς. Πυρετό της Πύλης τον λένε. Έχω ακούσει από τους παλιούς πως πολλοί το παθαίνουν μετά από χρόνιο έγκλεισμο. Όσο πλησιάζει η μέρα της αποφυλάκισης τρελαίνονται από το άγχος. Ποιος τους περιμένει; Τι τους περιμένει; Ποιος θα δεχτεί έναν στιγματισμένο φυλακόβιο; Φίλε, αυτό έχεις πάθει και σε λάιτ μορφή. Έχω ακούσει για αυτοκτονίες πριν την αποφυλάκιση».
«Ίσως να εχεις δίκιο. Αύριο βγαίνω και έχω τρελό άγχος. Αντί να χαίρομαι, έχω τρελαθεί από φόβο. Και αυτά τα όνειρα είναι τόσο ζωντανά. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι αυτά τα ζώα πονάνε, φοβούνται και νοιώθουν τα ίδια όπως εμείς. Ίσως να ασχοληθώ με τα ζώα βγαίνοντας από αυτή τη σκατότρυπα».
«Καλά, κάνε ό,τι θες. Γίνε και θηριοδαμαστής... Άσε με να κοιμηθώ. Έχω να κάνω άλλον ένα χρόνο εδώ μέσα εγώ».
Την επόμενη μέρα η πύλη άνοιξε. Η πρωινή χρυσή ηλιαχτίδα διάτρεξε τον κοιμισμένο ακόμα ουρανό και εσκασε πάνω στο κορμί του φυλακισμένου γουρουνιού.
Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Παρέα με την ηλιαχτίδα φύγανε, πετώντας ψηλά, πάνω από έναν αρμονικό και αγαπημένο κόσμο. Δεν ξανάφαγε κρέας ποτέ και πολλές φορές αναρωτιόταν αν το μάτι του Θεού δακρύζει με όλη αυτή την αδικία.