Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Citius, Altius, Fortius




Από μικρός θυμάται τον εαυτό του να παλεύει να ικανοποιήσει την τελειοθηρία των γονιών του. Ποτέ οι σχολικοί βαθμοί δεν ήταν αρκετοί, ποτέ η επίδοση του στο πιάνο δεν ήταν αυτή που έπρεπε, πάντα μπορούσε καλύτερα στα αγγλικά. Θυμάται τον πατέρα του στο μπάσκετ στους παίδες να ωρύεται στην εξέδρα, προσπαθώντας σύμφωνα με το δικό του σκεπτικό να τον ενισχύσει, ζητώντας του όλο και πιο πολλά. Να πηδήξει πιο ψηλά, να τρέξει πιο γρήγορα, να παίξει πιο δυνατά. “Citius, Altius, Fortius”. Ναι αυτό, σαν το σύνθημα των Ολυμπιακών αγώνων “Πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά”. Έτσι αναπολεί τη ζωή του, σαν έναν αθλητή Ολυμπιακών αγώνων με την τεράστια πίεση και τη νίκη με κάθε κόστος. Όπως τον άλτη που κοιτάει τον πήχη με τρόμο, γνωρίζoντας πως είναι πολύ ψηλά γι’ αυτόν, ένα προσωπικό όριο άπιαστο. Πιο καλά, πιο πολύ, πιο άριστα…
Άριστος έγινε σε όλα, σχολείο, αγγλικά, μπάσκετ. Πρώτος μεταξύ πρώτων, άσος των άσων. Είναι μοναχικά όμως εκεί και θέλει θυσίες. Δεν έμαθε να χάνει, έτσι τον είχαν μεγαλώσει. Δεκαπεντάχρονο μειράκιο με την αίσθηση παντοδυναμίας. Ζούσε για τη νίκη, όλα τα άλλα ήταν για τους χαμένους, τους δεύτερους, τους τρίτους, αυτούς που δεν έχουν όνομα. Αυτούς που δεν τους θυμάται η ιστορία και χάνονται στην ανωνυμία του χρόνου.
Δεν ήταν έτοιμος να χάσει, δεν είχε μάθει τι σημαίνει απώλεια. Σε μια νύχτα έχασε τα πάντα. Το αεροπλάνο με την οικογένεια του συνετρίβη, χωρίς προειδοποίση, αντίο και αποχαιρετισμούς. Σκληρή η ειμαρμένη, τον νίκησε κατά κράτος. Ο πήχης είχε ανέβει σε υπεράνθρωπο ύψος και το άλμα ήταν αδύνατον να γίνει.
Πέρασε μέσα από τα μύχια της θλίψης και της απόγνωσης. Δεν είχε χάσει ποτέ και τα έχασε όλα. Δεν είχε κανέναν να ευχαριστήσει με τα κατορθώματά του, οι δικοί του είχαν πεθάνει και εκείνος εξάλλου, ποτέ δεν έκανε κάτι που να ευχαριστεί τον ίδιο. Δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να κάνει κάτι από εκείνον για εκείνον. Πάντα ετερόφωτα λαμπερός. Τώρα έρεβος και πνιχτό σκοτάδι…
Εφυγε Αμερική για σπουδές, ευτυχώς οι γονείς τον είχαν εξασφαλίσει. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Τελευταίος των τελευταίων, χωρίς ανάγκη για πρωτιές και βραβεία. Ένα σωρό δουλειές του ποδαριού έκανε, όχι πως είχε ανάγκη, απλά έτσι για να τσαλακωθεί, να πονέσει και να νοιώσει ζωντανός. Δεν ξαναέπιασε μπάλα μπάσκετ, ήταν κάτι που του θύμιζε τον πατέρα του, δεν ξαναέπαιξε πιάνο, ήταν κάτι που του θύμιζε την μητέρα του. Τίποτα από όσα είχε κάνει δεν του θύμιζε όμως εκείνον. Εγκατεβίωνε στο διαμερισμά του τον περισσότερο καιρό, σε έναν εδραίο και ασκητικό βίο. Δεν πίστευε σε θεούς και δαίμονες να βρίσει την κακή του μοίρα, δεν πίστευε στον εαυτό του, δεν πίστευε στη ζωή την ίδια. Μαγείρεψε, σκούπισε, σφουγγάρισε, ξεσκάτισε. Πήγε για γιόγκα, kick boxing, rafting, τίποτα δεν του έμοιαζε δικό του. Μόνο η πνιχτή σιωπή του δωματίου ήταν δικιά του και σύντονη με το πως ένοιωθε.
Ξεκίνησε το τρέξιμο εκεί γύρω στο πάρκο. Βαρετό, ανούσιο, μονότονο, αηδιαστικά βαρετό. Γλυκά μοναχικό όμως, ό,τι έπρεπε για την περίπτωσή του. Άρχισε να τρέχει συστηματικά πολλές μοναχικές ώρες μέσα στην εβδομάδα. Είχε ραντεβού κάθε μέρα εκεί στο πάρκο με τον βαρετό του φίλο, το τρέξιμο. Όσες φορές βριστήκανε και είπανε δεν θα ξαναμιλήσουν ποτέ, άλλες τόσες φιλιώνανε και η σχέση γιγαντωνόταν. Γράφτηκε στην ομάδα του κολεγίου στις μεγάλες αποστάσεις και μάλιστα, χωρίς να το επιδιώξει ήταν πρώτος των πρώτων. Δεν το ζήτησε, δεν το κυνήγησε, ήταν κάτι δικό του. Στους αγώνες του κολεγίου δεν πήγαινε να παραλάβει το μετάλλιο, δεν ανέβηκε ποτέ στο βάθρο, είχε το δικό του βάθρο πια.
Αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Συνέχισε να προπονείται, ήταν πλέον επαγγελματίας αθλητής μεγάλων αποστάσεων. Νικούσε παντού αλλά ένοιωθε μέσα του νικημένος. Προκρίθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κάτι που έμαθε χωρίς να αντιδράσει καθόλου. Σκέφτόταν να μην πάει αλλά τελικά τον μετέπεισαν οι προπονητές και οι παράγοντες. Πάλι δεν θα έκανε κάτι για εκείνον. Άλλαξε γνώμη και εξαφανίστηκε, δεν πήγε με την Ολυμπιακή αποστολή. Όχι, ήταν μια αριστοθηρεία για εκείνον οι Ολυμπιακοί αγώνες. Αντί για το Ολυμπιακό χωριό της Ευρωπαικής μεγαλούπολης, βρέθηκε στα Ιμαλάια. Προπονήθηκε σε υψόμετρο για το σώμα και προπονήθηκε σε υποξικές συνθήκες για την ψυχή. Διαλογίστηκε και ενδοσκόπησε το πλάσμα μέσα του. Έμαθε να συγκεντρώνεται στο τώρα και όχι στο παρελθόν ή το μέλλον. Το παρελθόν είναι θλίψη και το μέλλον είναι άγχος, έτσι του μάθανε οι δάσκαλοι εκεί. Ξαναγύρισε πίσω στους αγώνες, ακόμα καλύτερος, μπορούσε να τρέξει πιo γρήγορα, πιο δυνατά και μπορούσε να βάλει πιο ψηλούς στόχους.
Στεφανωμένος με τον κότινο, ατενίζει μέσα από το παράθυρο του αεροπλάνου το πλήθος κόσμου που περιμένει να τον υποδεχθεί. Το ιπτάμενο κήτος τσουλάει αργά στον  διάδρομο προσγείωσης και εκείνος νοιώθει ξανά εκείνη την γνώριμη παρόρμηση να φύγει, να εξαφανιστεί. Ελληνικές σημαίες ανεμίζουν και λευχείμονες νέες και νέοι ενδεδυμένοι αρχαίους χιτώνες, αναμένουν τον Ολυμπιονίκη. Πάντα στα ταξίδια του σχεδόν παρακαλούσε να πέσει το αεροπλάνο, σαν μια καταραμένη μοίρα να επιβεβαιώσει την κακοδαιμονία της οικογένειας. Παραδόξως, σε αυτό το ταξίδι της επιστροφής δεν είχε αυτό το συναίσθημα. Ένοιωθε πως γύριζε σπίτι μετά από χρόνια. Η πόρτα του αεροπλάνου άνοιγει και ξεπροβάλλει ο δαφνοστεφανωμένος αθλητής. Αγναντεύει απο ψηλά τον κόσμο που τον περιμένει, νοιώθει την αγάπη και το θαυμασμό τους. Κοιτάει γύρω και δεν βλέπει παρά μόνο την άχλη της ανοιξιάτικης νύχτας που τον αγκαλιάζει σε αυτό το μεγάλο ταξίδι του Νόστου. Είχε επιτέλους επιστρέψει. Το μετάλλιο και την νίκη τα αφιέρωσε στους γονείς του και ευχαρίστησε το τρέξιμο που του έσωσε την ζωή. Αποφάσισε πως θα αποσυρόταν. Ήταν πρώτος πια και ήταν δική του επιλογή. Ήθελε να σώσει και άλλους ανθρώπους μέσα από το τρέξιμο, δεν είχε χρόνο για χάσιμο με πρωτιές και βραβεία.