Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Κατά τον Δαίμονα Εαυτού



O κύριος Μάνθος κάμποσα χρόνια τώρα ζούσε σε εκείνο το δυάρι στους Αμπελόκηπους,  δυο βήματα από τον εαυτό του που έμενε παραδίπλα.  Πότε δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει πού ακριβώς μένει ο εαυτός του, αλλά που και που συναντιόντουσαν. Λέγαν ένα καλημέρα, καληνύχτα, αλλά πού χρόνος για κουβέντες και παρέες. Εδώ που τα λέμε, ο κύριος Μάνθος συνταξιούχος ήταν, απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, δεν είχε και πολλές υποχρεώσεις. Η γυναίκα του τον είχε αφήσει εδώ και μια δεκαετία και η κόρη του σπούδαζε στο εξωτερικό.. Σίγουρος δεν ήταν,  αν σπούδαζε Βέλγιο ή Γαλλία, αλλά μοιάζουν αυτά τα δύο,  πώς να το κάνεις.  Του έστελνε καμιά φωτογραφία πού και πού και τον έβλεπε το καλοκαίρι μια δυο φορές.  Η γυναίκα του ούτε να τον βλέπει. Είχε αγαπήσει, λέει, τη φρεγάτα πιο πολύ και από την ίδια.
Να, με αυτά και με αυτά κάθε μερά που κλωθογυρνάγανε στο κεφάλι του, πήγαινε μεσημέρι. Παράγγελνε κάτι να φάει, ξάπλωνε το μεσημέρι, λίγο ειδήσεις το απόγευμα, λίγο ειδήσεις το βράδυ και καμιά ταινία για να τον πάρει ο ύπνος. Πού χρόνος για παρέες!
Όταν πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος, έφευγε για το χωριό. Όχι πως ήθελε να φύγει, αλλά αφού έτσι γίνεται συνήθως. Ρημάδι το σπίτι στο χωριό, δεν είχε κέφι να το συμμαζέψει. Για ποιον άλλωστε; Το δίπατο αρχονταρίκι ήταν του προπάππου. Στιγμές δόξας είχε γνωρίσει, όταν ήταν νεότευκτο, καθώς ο προπάππους είχε διατελέσει και δήμαρχος. Στριμωγμένο στην πλατεία του χωριού, από μπροστά βλέπει όλη την κίνηση της πλατείας και πίσω αγναντεύει όλη την ακινησία της φύσης, με τα ευθυτενή έλατα και τις γεροδεμένες βελανιδιές. Όμορφος τόπος, ευλογημένος, θα λέγανε κάποιοι. Κάποτε έτσι το ένοιωθε και ο ίδιος. Τώρα είπαμε, πάει, γιατί ήρθε ο Δεκαπενταύγουστος. Κατά διαβολική σύμπτωση εκεί κοντά έμενε και ο εαυτός του κάθε Δεκαπενταύγουστο, κάπου σε ένα στενό πίσω από την πλατεία, δύο βήματα. Και κει, στις διακοπές, δεν λέγανε πολλά, καλημέρα, καλησπέρα, πώς είστε. Πού και πού, σπάνια, συναντιόντουσαν στο μπαλκόνι του σπιτιού για να κουτσομπολέψουν την πλατεία.
Συμπαθητικός ο κύριος Μάνθος σε όλους και κύριος με τα όλα του, λέγανε όλοι στο χωριό. Μόλις ο αλέκτωρ λαλούσε, ο κύριος Μάνθος ήτανε στο μπαλκόνι. Είχε μόλις περάσει ο Δεκαπενταύγουστος και έβλεπε κίνηση στην πλατεία. Κάτι μαστορεύανε εκεί. Βάζανε κάτι σημαίες, στήνανε ηχεία και μηχανήματα. Φαίνεται, θα ακολουθούσε και άλλο γλεντι μετά το χθεσινό που τον ξενύχτησε στο μπαλκόνι. Πήγε να ψήσει καφεδάκι με απορία να δει τη συνέχεια. Στήνανε κάτι πλαστικές αψίδες, φέρνανε μπουκάλια νερά και σιγά σιγά ερχόντουσαν άνθρωποι ντυμένοι με πολύχρωμα αθλητικά ρούχα. Σαν να γινόταν κάποιος αγώνας τελικά, έμοιαζε. Ο ήλιος άρχιζε να χρωματίζει την πλατεία και έβλεπες ξεκάθαρα πια το πλήθος. Νέοι, άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι σχεδόν υπερήλικες, με σορτσάκια και αθλητικά παπούτσια, κάνανε πηγαδάκια μεταξύ τους, ενώ άλλοι τρέχανε χαλαρά πάνω κάτω.  Ευσταλής νέος, θυμάται να τρέχει στο γήπεδο του χωριού, πέντε λεπτά από δω, μέσα στο δάσος. Δεν ξέρει καν αν υπάρχει πια. Τελοσπάντων, μουσικές άρχισαν να παίζουν, ο κόσμος ζωήρευε μαζί με το φως της μέρας. Όλοι πλέον ήταν εκεί, δρομείς, φίλοι, συγγενείς, περιέργοι και ο εαυτός του, κάπου κάτω τον είδε να παρατηρεί διακριτικά έναν εξηντάρη κύριο ντυμένο με τα αθλητικά του, χαμογελαστό και νευρικό, να ετοιμάζεται για τον αγώνα. Έπιασε τον εαυτό του να ζηλεύει αυτόν τον κύριο που είχε έναν στόχο, ένα χόμπυ, κάτι πέρα από αυτόν. Ο αγώνας ξεκίνησε και μαζί έφυγε το μπουλούκι, άλλοι γρήγορα, άλλοι αργά, άλλοι σχεδόν περπατώντας, μα όλοι ευχαριστημένοι από την ψυχοφελή τους δραστηριότητα. Ο τελευταίος πέρασε κάτω από το μπαλκόνι του και τον ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι τη στροφή του δρόμου, εκεί που χάθηκε από τον ορίζοντα του και τα μάτια του φτερούγισαν πέρα και πίσω από τη στροφή, ακολουθώντας το πολύχρωμο μπουλούκι. Ένοιωσε όμορφα και σχεδόν έκλεισε τα μάτια από γαλήνη και γλυκιά ζωοδότρα νηνεμία του νου. Έτρεχε και αυτός μαζί τους για τον τερματισμό, γέλαγε και αγκομαχούσε συνάμα. Στον τερματισμό θα τον περίμεναν οι φίλοι και η κόρη του. Ένας εφηβικός μανδύας είχε ντύσει το κορμί του και την ψυχή του, είχε γίνει ένα με τον εαυτό του και τρέχανε παρέα στον τερματισμό.
Ο αγώνας είχε σιγά σιγά τελειώσει, έπεσε η αψίδα και έκλεισε και η μουσική. Όλοι παίρνανε τον δρόμο του γυρισμού είτε με τα πόδια για τους κοντινούς είτε με το αυτοκίνητο για άλλους, ενώ το πούλμαν περίμενε τους τελευταίους να επιβιβαστούν για την επιστροφή.
Είχε μεσημεριάσει ο ήλιος και πυράκτωνε τον εφηβικό μανδύα του κυρ-Μάνθου που φώτιζε σαν έφηβος Απόλλωνας από ευχαρίστηση. Έμεινε εκεί μέχρι το δείλι και ενώ σιγά σιγά η πλατεία μάζευε τους συνηθισμένους θαμώνες της και όχι τους περίεργους πρωινούς επισκέπτες. Έπεσε και το μαύρο της νύχτας με την ησυχία που φέρνει, όμως ο κύριος Μάνθος έμεινε εκεί, πανευτυχής να τα κουτσολέει με τον εαυτό του. Τα ΄χανε βρει σαν δυο κολλητά φιλαράκια που ξανασμίξανε.
Στο αχνοφέγγισμα της μέρας, ο κύριος Μάνθος πήρε το πρώτο πρωινό λεωφορείο για τον ουρανό. Ο εαυτός του έμεινε δίπλα του να τον κοιτάει που είχε βασιλέψει γαλήνιος στο ξημέρωμα της μέρας. Πάντα δίπλα του ήτανε, μέχρι το τέλος.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Από ψηλά




Μακριά το βλέμμμα πετούσε ως την άκρη του ορίζοντα τίποτα δεν εμπόδιζε τον νου να καλπάσει σε όλα εκέινα τα ’εξωτικά μέρη που δεν θα πήγαινε ποτέ. Οι γλάροι πετούσαν πάνω απο το κεφάλι του κράζοντας  καλώντας τον να πετάξει μαζί τους σαν εκείνο τον ξανθό πιρσιρικά που καβάλα σε ένα πουλί γύρισε όλο τον κόσμο.
Ο ουρανός χρωματιζόταν σιγα σιγά γκρίζος ντυμένος με πύκνες τούφες από μαύρα σύννεφα. Μαύρο αυτό είχε μέσα στην ψυχή του ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο που έβρεχε μέσα του δάκρυα.Ποτέ του δεν μούσκέψε τα μάτια του.Όλο αυτό τον καιρό που υποφέρει.Μέσα του όμως είναι μούσκεμα στο κλάμμα. Ένας σιωπηλός κοπετός, ένα μαυρο σπαραχτικό Μανιάτικο μοιρολόι, μα τόσο βουβό, τόσο ήσυχο.
Ο ορίζοντας συνέχιζε να παραμένει γαλάζιος ακόμα φωτεινός,σαν εκείνες της αναλαμπές της ζωής του που του έδιναν την ψευδαίσθηση πως θα αντέξει σε αυτό τον σκληρό κόσμο.
Είναι αλήθεια όμως ουδέποτε και ουδαμού δεν ένοιωσε πως ανήκει εδώ. Δεν εχει ιδέα που ανήκει όμως όχι εδώ. Γεννήθηκε ένας ομοφυλόφιλος μικροαστός,τι χειρότερο να του τύχει. «Και φτωχός και πούστης» που λέει ο θυμόσοφος λαός μουρμουράει και χαμογελάει
«Φτωχός και πούστης ρε ανθρωπάκια!ελάτε να δείτε αίμα ρε έλατε» φρουμάζει αφιονισμένος τώρα κοιτωντας κατω το πολύχρωμο πλήθος που εχει φτίαξει ένα κουτσομπολίστικο μελλίσι. Σειρήνες περιπολικά,ασθενοφόρα,πυροσβεστικά!Οχλοβοή από κάτω και εκέι ψηλά μια μακάρια ησυχία,μόνο ο απόηχος απο τον θόρυβο του εδάφους φτάνει στα αυτιά του σαν ένα διακριτικό όνειρο που του προστατεύει τον γλυκό ύπνο.
Εδώ βρισκόταν λοιπόν στην ταράτσα του Ιντερκοντινέταλ, εκέι στην άκρη της τσιμεντόπλακας ακροβατεί με την ζωή του. Ένας υψιπετής αυτόχειρας.Το είχε πάρει απόφαση.Είχε ανέβει αρκέτές φορές τους τελευταίους μήνες και έιχε περιεργαστεί τον χώρο.¨Επινε τον καφέ του η το ποτό του και έφτιαχνε στο μυαλό του την τελευταία  του έξοδο.
«Πολύ αφηρημένος έισαι τελευταία τρέχει κάτι?» του έλεγε ο φίλος του ο Χρήστος. Πέντε χρόνια ήταν μαζί. Γνωρίστηκαν στο δεύτερο έτος του Πολυτεχνείου. Ντροπαλός τότε και άβγαλτος δεν έιχε τολμήσει να εξομολογηθεί ούτε στον εαυτό του τις προτιμήσεις του στο κρεβάτι. Ο Χρήστος μελαχροινός γοητευτικός γεμάτος δύναμη και αυτοπεποίθηση τον πήρε απο το χέρι και τον έβγαλε απο την λανθάνουσα σεξουλικότητα του. Ζήσανε μάζι εκεί το φοιτητικό διαμέρισμα στην Κυψέλη, μέρες και νύχτες φιλιότητας, αγάπης πάθους και λαγνείας. Διασκεδάσανε ,γλεντήσανε και κλαψανε μαζι. Ξενυχτήσανε παρεα στα διαβάσματα αλλά  και στα μπαράκια.¨Ήταν όμως πάντα προσεκτικοί στην προς τα έξωθεν μαρτυρια. Βλέπεις μια ευρωπαική ελλάδα δεν είναι έτοιμη να δεχτεί αυτή την ομάδα ανθρώπων.Ο στιγματισμός είναι έντονος και δεν υπήρχε λόγος να εκτεθούν σε μια κριτική που δεν έιχε να τους προσφέρει τίποτα, μόνο ψόγο και ντροπή.
Λίγοι και καλοί λοιπόν το ξέρανε. Για του γονείς ούτε λόγος..Ήταν του δόγματος μονο πούστης και πρεζάκιας να μην γίνεις  αλλα και στην ανάγκη γίνε πρεζάκιας τουλάχιστον!
Από κάτω ο εσμός ηδονοβλεψιών του θανάτου είχε πυκνώσει πολύ.Όλος ο κόσμος στα πόδια του για μια φορά!Το άσπρο φουσκωτό της πυροσβεστικής άνοιγε σιγά σιγά σχηματίζοντας μια λευκή κουκίδα για προσγείωση.
«Παληκάρι μου γειά σου, είμαι ο διευθυντής του ξενοδοχείου,πες μου τι θέλεις?»
«Την ησυχία μου να κάνω αυτο που έχω έρθει να κάνω» απάντησε κοφτά
Είσαι τόσο νέος σίγουρα υπάρχουν και άλλο τρόποι να αντιμετωπίσεις το προβλημα...
Νεαρέ είμαι ο Αστυνόμος Μπαλτάκος φώναξε ξεφυσώντας ο στρουμπουλός πενηντάρης που προφανώς είχε ανέβει τρέχοντας τις σκάλες.
Κάτσε όση ώρα θες εκεί μην σε ανησυχεί τίποτα,είναι καθοδόν και ο ψυχολόγος,συνέχισε
Θα σκάσετε μωρέ? γυρνάει στρεφοντας απότομα τον κορμό του προς τους επίδοξους σωτήρες του κάτι που τον κάνει να χάσει την ισσοροπία του εκει ψηλά στο ακροπάτημα της στέγης.
«’Ετοιμοι! »δίνει  απελπισμένη διαταγή ο υποπυραγός στους άντρες του έτοιμους να υποδεχτού την ανθρώπινη βολίδα απο ψηλά,ενώ ακούγονατι διάσπαρτες τσιριχτές φωνές και επικλησεις στο υπέρτατο
Μια σύσπαση του κορμού του ακόμα προσπαθώντας να κρατήσει το βάρος του μακριά απο τα φονικά χέρια της βαρύτητας και μια απεγνωσμένη κίνηση των δύο χεριών του σαν να κάνει μακροβούτι στην βαθειά θάλασσα τον κρατάνε ακόμα στα πόδια του εκεί στθερό στο ακριτικό του μετερίζι.
Η καρδία του χτυπάει ακαθόριστα και τάχιστα,το πρόσωπο του έχει μουδιάσει
Σκατά σκέφτεται όχι όχι ετσι ,όχι ακόμα τουλάχιστον.
Η  όμάδα; Των σωτήρων του μόλις έχει ξανααποκτήσει το χρώμα της στα τεντωμένα πρόσωπα.
«Αγόρι μ.».
«Σκάστε να σκεφτώ!!» τον κόβει
Σκυβει προσεκτικά και κάθεται ανακούρκουδα εκεί στην άκρη της ζωής. Οι γλάροι συνεχίζουν το πεταγμά τους,τα συννεφα συνεχίζουν να μαζεύονται,ο ήλιος κατηφορίζει τον δρόμο του,η γη συνεχίζει να γυρίζει και τίποτα δεν αλλάζει στο ρολόι του χρόνου.
Σκέφτεται τότε πριν δύο χρόνια που είχε ανακοινώσει στους γονείς του ότι είναι ομοφυλόφιλος. Η πιο γενναία και πιο ηλίθια πραξη που έχει κανει στην ζωή του,τουλάχιστον μετά απο αυτή που κάνει τωρα.Το τι είχε γίνει δεν θέλει να το θυμάται,όμως τώρα έχει ανάγκη να το θυμήθεί. Έχει ανάγκη να το πιεί αυτό το πικρό ποτηρι της θύμησης ξανά μπας και βρέι εναν ακόμα λόγο να πετάξει μαζί με τους γλαρους.
Κυριακή των Βαίων ήταν, έιχε ανέβει για τις διακοπές του Πάσχα. Όλοι ήταν στο τραπέζι. Ο πατέρας η μάνα και ο Ορέστης ο μικρός του αδελφός
Εκαναν τον σταυρό τους και πριν πιασουν τα πηρουνια..
«Είμαι ομοφυλόφιλος «ξεστόμισε μαρμαρών οντας σαν μάγος κάποιυ σκοτεινού κόσμου τα πρόσωπα των συνδαιτημόνων του.Η σιγή πρέπει να κράτησε δύο με τρία λεπτά,όμως επιβεβαίωσε την θεωρία του ξεμαλλιασμένου εκείνου ψαρομάλλη. Του φάνηκε πως πέρασαν ημέρες.
Αφου κύλησαν εκείνες ημέρες ,ο μικρός ξέσπασε σε υστερικά γέλια και σηκώθηκε τρέχοντας. Δεν έμαθε μέχρι τώρα αν γέλασε από ικανοποίση ή από λύπη.Ούτε θέλει πιά να μάθει.
«Σήκω και φύγε παλιοαδερφή» του είπε ο πατέρας χωρίς να τον κοιτάξει. Η μάνα βουβή όπως πάντα,σκιά εκεί στο τραπέζι δεν έβγαλε φθόγγο.
Σηκώθηκε ήρεμα σχεδόν ικανοποιημένος και πήγε στο δωματιό του.Μέζεψε τα ρούχα του με αργές κινησεις,χωρις βιάση. Το είχε παίξει στο μυαλό του αυτο το σενάριο ξανά και ξανά. Ήταν έτοιμος για την παρασταση. Ανέβηκε στην σοφίτα και πήρε το καπέλο παραλλαγής που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του όταν ήταν πιτσιρικάς
Αυτό θα φοράς και θα γινεις ένας μεγάλος κυνηγός του είχε πεί και χάιδεψε τους μαυρους βόστρυχους  του.
Ποτέ δεν κυνηγησε ,πότε δεν έριξε μια τουφεκιά.Μιά δυο φορές είχε πάει για να μην του χαλασει το χατήρι,όμως δεν του πήγαινε καρδιά να χτυπήσει εκέινο το κουρασμένο ορτύκι που είχε κάτσει στο χώμα εξαντλημένο από το μεγάλο του ταξίδι για να ξαποστάσει
«Αδερφή είσαι μωρέ ριχτου ντε!»
Το καπέλο δεν ξερει γιατι το φόραγε. Το φόραγε όταν πηγαινε στο χωριό όλη μέρα. Δεν έχει ιδέα γιατί,ουτε έχει ιδέα γιατί ανέβηλε να το πάρει. Ποιός ξέρει πολεμικό κειμήλιο από μια μάχη που είχε τελειώσει οριστικά.
Κατέβηκε αργά τα ξύλινα σκαλιά που μουρμούραγαν υπό το βάρος του
Κοντοστάθηκε στο διάβα του μπροστα από την κουζίνα εκεί που καθόντουσαν ακόμη οι γονείς του. Δεν είχε κάτι να τους πει. Αντίο σκεφτηκε και έκλεισε την πόρτα.
Γυρισε και έριξε μια τελευταία ματιά, ήδη είχε ξεθωρίασει το διόροφο πετρόσπιτο.
Προχώρησε με αποφασιστικότητα μέχρι την δημοσιά. Γύρισε δεξιά και αριστερά, σιγουρεύτηκε πως κανείς γύρω του δεν θα τον έβλεπε. Ήταν εκπαιδευμένος να μην κλαίει, τα συναιςθήματα είναι για τους αδύναμους. Και έκατσε χωμένος κάτω απο την οξιά και έκλαψε όπως τότε που έιχε πέσει από το ποδήλατο πιτσιρικάς. Τότε που με ματωμένα τα γόνατα ο πατέρας του τον μάλωσε .Σα δε ντρέπεται να κλαίει σαν γυναικούλα. Απο τότε είχε να κλάψει, έιχε ορκιστεί να μην είναι αδύναμος ξανά να μην είναι γυναικούλα. Και έκλαιγε  με λυγμούς και αναφιλητά σαν γυναικούλα και το βαρύ δέντρο από πάνω θρόιζε με δύναμη τη φυλλωσιά του για να πνίξει τον ήχο του κλάμματος, μην τον ακούσει κανείς...
¨Εφυγε για τον κήπο του Θεού. Πήγε να βρεί την γαλήνη και την ησυχία του κοντά στο θείο. Σκληρή η ζωή του δόκιμου στο Άγιο Όρος. Προσευχή,μετάνοια,διακονίες,κατήχηση.Και δωστου πάλι. Αξημέρωτες αφυπνίσεις,κατάκλιση πρίν το σύθαμπο,δουλειές προσευχή και νηστεία. Να ξαναγεννηθεί ήθελε και να γνωρίσει το Υπέρτατο,αυτό που θα τον ξαναγεννούσε και θα τον απελευθέρωνε από την αδυναμία της σάρκας.Πολλοί νέοι άντρες έιχαν ακολουθήσει τον δρόμο του.Νέα παλληκάρια που θέλαν να ξεφύγουν από κάτι,να γνωρίσουν κάτι ή απλά να μην ξαναδούν τίποτα. Όμορφα αγόρια ,ξανθά, μελαχροινά ,μειλιχιοι νεανίες, αμούστακα μειράκια ξεπροβάλλανε μπροστά του,φέρνοντας του στο μυαλό τον Χρήστο και τις νύχτες ηδυπάθειας. Και να μετάνοιες και να ξαγρύπνιες.
Η προσδοκία και ελπίδα της θεοπτίας είχαν μετατραπεί σε ένα φτηνό ξετσίποτο μπανιστήρι των νέων γύρω του.
«Είμαι αρσενοκοίτης» γέροντα ξομολογήθηκε στον πνευματικό του πάινοντας του ικετικά το χέρι γονυπετής.
Το κρύο χέρι απομακρύνθηκε και ο δούλος του Κυρίου του πρότεινε να αποχωρήσει απο το Μοναστήρι. Έτσι ορθά κοφτά χωρίς μια παρηγοριιά μιά κατήχηση ο γερο τράγος!
Τα μάζεψε στους τρείς μήνες και έφυγε.Η Ουρανούπολη του φάνταζε Λας Βέγκας καθώς πλησίαζε το καίκι την ώρα που ο ήλίος και το φεγγάρι αλλάζανε βαρδια.Οκτώβρης ήτανε ,μόλις άρχιζε το εξάμηνο. Ο Χρήστος τον περίμενε πως και πως και θα τρελλαινόταν από την χαρά του. Ήτανε νέος και έιχε μιά ζωή μπροστά.
¨Επιασε δουλειά σε όλα τα ιν μπαράκια της Αθήνας,απέκτησε φίλους και γνωστούς. Σπούδαζε εί χε τη σχέση του και τα κατάφερνε περίφημα μόνος μακριά από την ομοφοβική γενέτειρά του. Ένας τζεκιλ και Χάιντ,ένας ομοφυλόφιλος  συμμορφωμένος στους κοινωνικούς κανόνες. Έπαιζε το παιχνίδι καλά και προς το παρόν του πήγαινε και μια χαρά.
Η Κανέλα μια μελαχροινη φοιτήτρια Αρχαιολογίας  με μάτια κάρβουνα που καίγαν από ζωή δούλευε σεβιτόρα σε έαν από τα πολλά μαγαζιά που είχε περάσει. Είχε βαλθεί να τον κάνει άντρα.Την είχε εμπιστευθεί πολύ και δυσανάλογα με τη διάρκεια της γνωριμίας τους,της έιχε ξεράσει τα πάντα. Ήταν ένα στοίχημα για την τσαχπίνα γκαρσόνα να τον κάνει άντρα. Τον συμαπθούσε και την συμπαθούσε, την συμπαθούσε πολύ μαλλον. Φτασαν στο σημείο να πέσουν στο κρεβάτι,δεν είχε ξανααγγίξει γυναικείο σώμα. Το χέρι του γλίστρησε στην νωπή ηβή της και σάστισε!Τι περίεργο!δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό.Σηκώθηκε και έφυγε μουγγός και χαμηλοθώρης. Δεν την ξανάδε,δεν ξαναπήγε στη δουλειά. Είχε μαθει πια να φεύγει,να μην αποχαιρετά ανθρώπους που αγαπούσε. Να αλλάζει μέρη  λες και έιναι απλά ένας πινακας στο δωμάτιό του, ένα σκηνικό μιας ταινίας.
«Αλέξανδρε!!Αλέξανδρε!!»
Μιά φωνή του χθές τον επαναφερει στο εδώ και τώρα. Δεν είναι δυνατόν τι κάνει εδώ ο Χρήστος; Είχε να τον δεί δύο χρονια. Aπό τότε που τον χαιρέτησε σε εκείνο το μικρό καφε στο Παρίσι,ένα φωτεινό ηλιόλουστο απόγευμα,με χειμωνιάτικη διάθέση. «Conard» του έιπε με θρίαμβο και έφυγε πρός την μεγάλη αψίδα βαδίζοντας σαν περήφανο πολεμικό άτι.
«Χρήστο? Τι δουλειά εχεις εσύ εδώ? Μη το πάιρνεις προσωπικά δεν έχει σχέση με έσένα η τωρινή μου κατάσταση. Δεν γυρνέι όλος ο κόσμος γύρω σου ξέρεις» του είπε ήρεμα και αποστειρωμένα.
Κόιταξε τον όρίζοντα και βυθίστηκε στην απεραντοσύνη του. Σαν να έβλπε τον Νιλς Χόλγκερσεν να πετάει εκέι μέσα. Κάτι ακουγόταν από πίσω του. Ο Χρήστος του έλεγε λόγια αγάπης μεταμέλειας. Θα του έλεγε τα πάντα για να μην πήδήξει. Ο ορίζοντας από την άλλη δεν του έλεγε τίποτα, δεν υποσχόταν πολλά. Ανέβηκε στην πλάτη της χήνας και πέταξε.