Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

H ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


Η περίτεχνα σκαλιστή λάμα με την έγγλυφη μουσουλμανική προσευχή πάνω στο ψυχρό μέταλλο από το δαμασκηνό σπαθί απέχτησε για μια στιγμή συναισθήματα και χρώματα, ζωγραφίζοντας ο ήλιος πάνω της όλες έκεινες τις αποχρώσεις που ονομάζανε «σκάλα του Μωάμεθ». Μετά λύγισε σχεδόν σαν λεπτή βέργα, όπως αυτή που χτυπάει ο ζευγολάτης τα βόδια του, που θα ορκιζόσουν πως θα σπάσει, πριν σκίσει με στιλπνότητα τον αέρα και κατέβει να συναντήσει βίαια το μαύρο κορινθιακό κράνος. Η κλαγγή από τη σύγκρουση των δύο μετάλλων, σαν την καμπάνα του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, τόσο εκκωφαντική, δοκιμάζει τα όρια των τυμπάνων του Μανουήλ. Οι ραφές του κρανίου του μετά βίας μένουν στη θέση τους, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσουν το μυαλό του… Ποιο μυαλό του δηλαδή; Πάντα η μάνα του του έλεγε πως είναι παράτολμος και παράλογος και δεν είχε και μεγάλο άδικο.
Από μικρός είχε μια ροπή στις φασαρίες και στη σύγκρουση με τους κατακτητές. Είχε ακούσει και είχε διδαχθεί από τον πατέρα Ευγένιο για το μεγαλείο της Αθήνας, όταν ήταν ο στρατηγός Περικλής. Για το πόσο μεγάλη ναυτική δύναμη ήταν και πόσος πλούτος υπήρχε τότε. Έβλεπε απέναντί του τον ναό του Παρθενώνα και ένοιωθε πως θα βγει από κει ο ίδιος ο Περικλής να τον φωνάξει.Τον πλήγωνε που η Αθήνα τώρα ήταν ένα σκορποχώρι,άθυρμα στα χέρια των κατακτητών.Ένοιωθε πως κάτι έπρεπε να κάνει για να ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Είχε κλέψει πολλές φορές τους Φράγκους εισβολείς και είχε μπει λάθρα σε ένα γενοβέζικο καράβι που μπάρκαρε για το ταξίδι της επιστροφής,σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών.Ήθελε να πάει εκεί στην πηγή του κακού και της ανάλγητης εξουσίας να δει , να μάθει και να γυρίσει να τους πολεμήσει με τα ίδια τους τα
όπλα.Όμως τον πήρανε χαμπάρι τον μικρό λαθρεπιβάτη και τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές.
Ο πατέρας, ένας μέθυσος πορνόβιος ολετήρας ψυχών και ανθρώπων, πρώην μισθοφόρος της τρίτης και τέταρτης Σταυροφορίας, τον είχε τσακίσει στο ξύλο πολλές φορές για ασήμαντη αφορμή που ούτε καν θυμάται πια. Ήταν εξάλλου συνηθισμένο να γυρνάει σπίτι κωμαστής, μετά από ξέφρενα γλέντια με φαινομηρίδες, πουτάνες του λιμανιού, που πούλαγαν το κορμί τους στους ξένους κατακτητές και σε κάτι κατακάθια σαν τον ίδιο.
Όταν είχε επιστρέψει από την Ιερουσαλήμ -πρέπει να ήταν εφτά χρονών-, θυμάται ακόμα τόσο έντονα τη στίλβη από το σαρακινό σπαθί, το στολισμένο με ζαφείρια κόκκινα στην περισκάλιστη λαβή του. Το είχε κλέψει ο πατέρας του από την Κωνσταντινούπολη, όταν μπούκαρε με τους ληστές τους δυτικούς και για τρεις μέρες λεηλατούσαν τους θησαυρούς της Βασιλεύουσας. Βιβλιοθήκες με σπάνια βιβλία και χειρόγραφα διαλύθηκαν, σπάνια εκκλησιαστικά κειμήλια λαφυραγωγήθηκαν, ενώ τα ιερά λείψανα της πόλης διαμοιράστηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ένα τέτοιο λοιπόν γιαταγάνι βρισκόταν τώρα χωμένο στο δεξί του μάγουλο. Ένοιωθε να τον καίει σιγά σιγά, καθώς η κοφτερή του λεπίδα έσκιζε την ανώτερη στοιβάδα του δέρματός του. «Δαιμονισμένο εργαλείο, γυναίκα, ανοίγει βαριά πανοπλία στη μέση σαν μήλο», θυμάται που έλεγε στη μάνα του , ο πλάνητας πατέρας του. Περίεργο που δεν είχε σκίσει στα δύο το κράνος του ήδη… Μάλλον αυτό το αρχαιοελληνικό κράνος με τον υπερηψωμένο λοφοστάτη και το πεπλατυσμένο επαυχένιο ανήκε κάποτε σε κάποιον ευγενή Αθηναίο αξιωματικό που είχε πληρώσει αδρά τον σιδηρουργό να του φτιάξει ένα πολύ ανθεκτικό κράμα. Το επιρίνιο, μακρύ μέχρι τη σχισμή των χειλιών, ενώ οι κόγχες των μάτια, ελάχιστα ανοικτές. Ένα κατάφρακτο κατασκεύασμα, ικανό να προστατέψει το κρανίο του από την ανατολίτικη ατσαλένια λεπίδα. Χαλκός εναντίον ατσαλιού... Παλιά εναντίον σύγχρονης εποχής... Τύχη, σε
σύγκρουση με την ατυχία... Όπως και να ΄χει, είναι ακόμα ζωντανός προς το παρόν, παρά την αβελτηρία του να πάει να κλέψει αυτό το κράνος από το ανάκτορο του Όθωνα ντε λα Ρος στα Προπύλαια της Ακρόπολης.
Εκείνη την εποχή δούλευε σαν επιστάτης στους στάβλους του άρχοντα στη βορειοανατολική μεριά του Ρωμαϊκού τείχους. Μια θέση που του εξασφάλισε ο πατέρας του με τις δοσιλογικές του γνωριμίες. Ήταν κάτι που του προκαλούσε ντροπή και αποστροφή, όμως προς το παρόν, μόνο αυτό μπορούσε να κάνει. Η επανάσταση ήταν μέσα του, αλλά αργούσε να έρθει,τουλάχιστον όπως την φανταζόταν,μαζική και αδυσώπητη. Στον στάβλο φρόντιζε τα άλογα του άρχοντα. Έναν μαύρο θεόρατο καφέ αγγλικό ίππο, με πλατύ μέτωπο και μυώδη κορμό, που στηριζόταν σε τέσσερα ατσάλινα πόδια που κατέληγαν σε λευκές φούντες, καλύπτοντας τις τεράστιες οπλές. “Θορ”, το όνομά του. Ήταν άλογο έλξης και επίδειξης δύναμης. Σπάνια τον καβαλούσε όμως ο Βουργούνδιος άρχοντας. Φοβόταν την πρωτόγονη δύναμη του τετράποδου αυτού θεού. Ο Μανουήλ τα πήγαινε πολύ καλά με τον Θορ. Ήταν οι καλύτεροι φίλοι και υπήρχε αμοιβαία αγάπη και εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Τα άλλα άλογα στο ιπποστατικό του άρχοντα ήταν δύο εβένινα στιλπνά αραβικά άτια, δύο εξαιρετικοί αθλητές, με μακριά μαύρη ουρά και πλούσια κώμη που θα ζήλευαν οι κυρίες της εποχής. Ήταν πραγματικά ένα υπέροχο θέαμα να παραβγαίνουν το ένα πλάι στο άλλο, με το κεφάλι ευθιασμένο σαν λόγχη που σκίζει τον αέρα, ενώ ανέμιζαν άγρια σαν φτερά πολέμου οι χαίτες και η πυκνή ουρά τους. Ήταν όμως τόσο υπερόπτες και εγωιστές που δεν έδιναν χώρο για άλλον στην παρέα τους.
Μια κλωτσιά στο στομάχι τον σωριάζει μπρούμυτα στο έδαφος, ενώ το μίσθαρνο καθίκι που τον κλώτσησε, ουρλιάζει από πάνω του στα κέλτικα, διασπείροντας στον αέρα τα λυσσασμένα στοματικά υγρά του. Με βία του τραβάνε την περικεφαλαία... Επιτέλους λίγος αέρας, μέχρι η πλατιά μεριά από το βορειοευρωπαϊκό απελατίκι να τον βρει στην κάτω γνάθο, σείοντας τον αυχένα του μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του.
Η αντιστασιακή δράση του είχε ξεκινήσει από την τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών. Βρισκόταν στην αγροικία του παππού του, έξω από το τείχος, στους πρόποδες του Ποικίλου όρους, και μια ομάδα εισβολέων εμφανίστηκε στον περίβολο. Ήταν ένας Φράγκος αξιωματικός μαζί με τέσσερις οπλίτες και έναν καθολικό ιερέα. «Καλησπέρα γέροντα», είπε ο παπάς με βόρεια προφορά. Ο παππούς δεν αποκρίθηκε. «Δε θέλουμε να δημιουργήσουμε φασαρίες. Ερχόμαστε εις το όνομα του Χριστού και του Μέγα Βασιλέα της Γαλλίας, Λουδοβίκου του Θ΄». «Τι θέλετε, φράγκικα σκυλιά;», ανταπάντησε ο παππούς Μανουήλ με το ρικνωμένο πρόσωπο, κραδαίνοντας την τσάπα σφιχτά στο χέρι.
Μια πάχνη ησυχίας έπεσε ξαφνικά στη φάρμα. Τα κοτόπουλα σταμάτησαν να κακαρίζουν, τα πουλιά πέταξαν μακριά, μια μακάβρια σιωπή απλώθηκε στην πλουμιστή πριν από ένα λεπτό φάρμα. Θα ορκιζόταν πως είδε από πίσω από τον εύσαρκο ρουσό βορειοευρωπαίο ιερέα να ξεπροβάλει ένας καπουτσίνος καλόγερος με μαύρο χιτώνα, κομποσκοίνι δεμένο στη μέση και στα χέρια να κρατάει ένα δρεπάνι θέρους, με πρόσωπο κατασκότεινο και μυστήριο. Τα παιδικά του γουρλωμένα μάτια δεν πρόλαβαν να δουν τον τοξότη που βρισκόταν στην πίσω μεριά του κτήματος. Είδε το βέλος που διαπέρασε τον γέρικο κορμό του ηλικιωμένου άντρα, κάνοντάς τον να κλίνει το γόνυ στους επισκέπτες από τον Βορρά. Ο αξιωματικός ξεπέζεψε και ο μεταλλικός ήχος από την πανοπλία του έδωσε το έναυσμα να επιστρέψουν οι ήχοι στη φάρμα. Οι σκύλοι αλυχτούσαν κολασμένα. Δύο τεράστιοι ποιμενικοί, πενήντα κιλών ο καθένας, ερχόντουσαν, καλπάζοντας αφιονισμένοι, προς το μέρος των εισβολέων. Ο μεγαλοπρεπής Καίσαρας και η εντυπωσιακή Κλεοπάτρα βάδιζαν πλάι πλάι στην τελευταία τους μάχη.
Ο παππούς είχε μεγάλη τρέλλα με την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τον μεγάλο αυτοκράτορά της. Διάβαζε ο,τιδήποτε έπεφτε στα χέρια του για εκείνη την εποχή και χρησιμοποιούσε συχνά τη φράση: «Διέβην τον Ρουβίκωνά μου». Ήταν αποφασιστικός άνθρωπος, σκληρό καρύδι, ψημένος στις μάχες στα βορειοανατολικά της αυτοκρατορίας με τους
Σελτζούκους και την αποτυχημένη απόβαση στην Ιταλιά, τότε που ονειρευόταν ξανά έναν Βυζαντινό αυτοκράτορα, με τον τίτλο
Imperator Romanorum.
Το βέλος στο δεξί μάτι του Καίσαρα αναγκάζει το μεγαλόσωμο σκυλί να συρθεί με πάταγο στο χώμα, ενώ το χτύπημα από τη βαριά κέλτικη σφύρα του διαλύει το κρανίο. Η γενναία Κλεοπάτρα έχει κερδίσει μέσα στην αναμπουμπούλα μέτρα, βρίσκοντας στόχο στον λιπαρό λαιμό του ιερέα, ξεπεζευέοντας τον βίαια από το αφηνιασμένο και έντρομο άλογό του που χοροπηδάει με τις δολοφονικές οπλές του να σκάβουν τη γη. Φαίνεται... Είναι άλογο χωρίς πολεμική εμπειρία και τρόμαξε από την επίθεση των μαλλιαρών τετράποδων όγκων. Η μια οπλή προσγειώνεται στο στήθος του παππά συντρίβοντας την ξιφοειδή απόφυση, καθιστώντας την αναπνοή του αδύνατη. Σε συνδυασμό με τη δυνατή λαβή των σαγονιών της Κλεοπάτρας, η υποξεία έρχεται σιγά σιγά. Η αρχική της μέθη κορυφώνεται σε σπασμό απόγνωσης για λίγο οξυγόνο. Τα μάτια του καθολικού ποιμένα σκοτεινιάζουν και οι κόρες γίνονται μια χάντρα μικρή, πριν έλθει η γαλήνη του θανάτου στο βλέμμα του και διασταλούν σε τεράστιους καφέ βόλους. Το σπαραχτικό ουρλιαχτό επιφώνημα πόνου στη λεπίδα που καρφώθηκε στο κορμί του σκυλιού ολοκληρώνει την αιματοβαμμένη αυτή συνάντηση που καθρεφτίζεται στα μάτια του δωδεκάχρονου γαβριά.
Ο παππούς παραδίπλα, οιωνεί ζωντανός, πνέει τα λοίσθια, πριν η ελληνική γη τον καταπιεί στο λίπασμα της ιστορίας... Ποτέ δεν κατάλαβε τι ζήταγε αυτή η ληστρική συμμορία. Οι κατακτητές την εποχή εκείνη δεν είχαν πειράξει την ιδιοκτησία των ιθαγενών, σύμφωνα με τα λεγόμενα τότε Assises de Jerusalem, και άφησαν ανέπαφη την πρότερη νομοθεσία και δικαιοδοσία. Διαμοίρασαν τη δημόσια ιδιοκτησία σε ιπποτικά φέουδα και άφησαν τα πράγματα ως έχουν ανάμεσα στους τοπικούς φεουδάρχες και τους φτωχούς αγρότες δουλοπάροικους. Η καθεστηκυία τάξη είχε διατηρηθεί και οι πλούσιοι είχαν εδραιώσει τα προνόμιά τους, ενώ οι φτωχοί γίνονταν φτωχότεροι. Αυτό πάντα του έκαιγε τα σωθικά. Η αδικία, η λαίμαργη φύση του ανθρώπου, η
πεπτωκυία ύπαρξη να σέρνεται χρόνια στη γη. Προφανώς είχαν έρθει για εκφοβισμό και πλιάτσικο, υπολογίζοντας πως θα έχουν μια εύκολη δουλειά, όμως πώς θα δικαιολογούσαν αυτό τον χαμό στον Μέγα Κύρη; Καλύτερα να έσβηναν κάθε σημάδι, ώστε να ενοχοποιηθεί κάποια αλβανική ή βλάχικη συμμορία... Το κεφάλι του παππού αποχωρίζεται από το σώμα, από τη μακριά λάμα ενός σπαθιού από το Τολέδο. Ο μικρός έχει μείνει ο μόνος μάρτυρας... Φτερουγίζει στα πόδια και την ψυχή, ενώ οι οπλές των αλόγων σείουν το χώμα. Οι αρειμανείς αναβάτες, με παραμορφωμένα πρόσωπα από την ένταση, σαν τους τέσσερις ιππότες της Αποκάλυψης, καταδιώκουν το μικρό αγόρι…
«Αυτός ο τοξότης πού είναι…;», περνάει από το μυαλό του, την ίδια ώρα που ένας αβάσταχτος καύσος διοβελίζει τον αριστερό του ώμο και με το άλλο χέρι στηρίζεται στο μαδέρι του φράχτη, καθημαγμένο και κυνηγημένο ζώο του δάσους.
Προσπαθεί να σηκωθεί στα πόδια του. Ο χώρος του φαίνεται άγνωστος, αλλά και γνωστός. Υγρασία και ζόφος στην ατμόσφαιρα. Ένα δαδί, μέτρα μακριά, στον πέτρινο διάδρομο, δίνει αναλαμπές ζωής στον χώρο. Βήματα ακούγονται από το βάθος, που γίνονται όλο και πιο έντονα. Θα ΄ναι τρία με τέσσερα άτομα. Ο ένας από αυτούς σέρνει το πόδι του, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούν τον ρυθμικό βηματισμό του ενός.
«Έρχεται κάποιος μαλάκας γαληνότατος», σκέφτεται.
Ο κουτσός δήμιος ανοίγει την πόρτα για να μπει ο ίδιος ο Δούκας ντε λα Ρος, σφουγγοκωλάριος του Λουδοβίκου του Θ΄.
« Θα ήσουν ήδη νεκρός, κωλόπαιδο, εάν δε γνωρίζαμε τον πατέρα σου και τις υπηρεσίες που έχει προσφέρει στο βασίλειο της Βουργουνδίας και στην Εξοχότητα της Γαλλίας». Ο νεαρός, σιωπηλός, και ο επιβλητικός δούκας με τον ολοπόρφυρο χιτώνα στρέφει τα νώτα του και σμίγει πίσω από την πλάτη του τα χέρια, σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος. Είχε όμως έναν αδιαμφισβήτητο Βαραβά εδώ, τι να κάνει;
«Εξοχότατε»... Ο πατέρας του Μανουήλ γονατίζει και φιλάει το χέρι του Δούκα. Είχε μόλις εισέλθει στη σκηνή.
«Ξέρεις, Ιωάννη, ότι ο γιος σου δε θα ξεφύγει από αυτό. Έχει συλληφθεί και άλλες φορές, όμως τώρα έχει υπερβεί κάθε όριο. Μπήκε στο ανάκτορο, εξέθεσε την ασφάλεια του κάστρου, έκλεψε έναν θησαυρό και τραυμάτισε δύο στρατιώτες. Δεν έχω άλλη επιλογή ή τουλάχιστον, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη. Έχεις εσύ;».
«Ή μήπως έχεις εσύ, κωλόπαιδο; Πες μου εσύ, τι θα έκανες σαν αρχηγός αυτού του Δουκάτου. Θα άφηνες έναν αντάρτη να βιαιοπραγεί και να λαφυραγωγεί μέσα στην επικράτειά σου,ενώ του έχεις δείξει μεγαλοψυχία και τον έχεις στη δούλεψη σου;»
«Από ασφάλεια πάντως τα πάτε περίφημα…», του απαντά ο άλκιμος νέος με ιταμό ύφος, «σαν ξέφραγο αμπέλι», και αρχίζει να γελά επιδεικτικά δυνατά, ενώ ο δεσμοφύλακας δίπλα κοιτάζει στα μάτια τον άρχοντα για να πάρει την πολυπόθητη διαταγή, να δώσει ένα μάθημα σε αυτόν τον τσόγλανο βυζαντινό σκύλο. «Έχω μια ιδέα», του απαντά, «γιατί δεν πας πίσω στη Βουργουνδία και στα ομοεθνή σου καθάρματα και να μας αφήσεις ήσυχους εδώ;», συνεχίζει ο νέος. Πλέον με ορμή, ο στρατιώτης, βγάζοντας έξω τη γλώσσα του, γέρνει το σώμα μπροστά σηκώνοντας τη δεξιά γροθιά του, λίγο πριν ο Δούκας τον σταματήσει με ένα απλό νεύμα του χεριού του.
«Νεανικές μεγαλοστομίες», υποτονθορίζει μειδιώντας και στρέφει την πλάτη του προς την έξοδο του κελιού, ακολουθούμενος από τους δύο βαστάζους του.
«Σκατά έχεις στο κεφάλι σου; Τίποτα δεν πήρες από μένα;», λέει συνομωτικά ο μεσήλικας μεγαλόσωμος άντρας, κοιτώντας μια στιγμή πίσω.
Ο πατέρας του ήταν γύρω στα πενήντα, με μακριά γκρίζα μαλλιά ως τους ώμους και ένα τεράστιο νορμανδικό μουστάκι. Φορούσε μια σκωτσέζικη ενδυμασία που κούμπωνε με μια πόρπη στον αριστερό του ώμο, αφήνοντας ακάλυπτους τους ογκώδεις, σαν βράχια του τείχους του Περικλή, ώμους του.
«Ευτυχώς, δεν πήρα τίποτα από σένα. Σήκω φύγε από δω. Όταν θα με πηγαίνουν στο ικρίωμα, έχω μια τελευταία επιθυμία… Μην
είσαι πουθενά εκεί γύρω και μου χαλάσεις το ρομαντικό ραντεβού μου με τον Χάρο…»
«Είσαι…»
«Φύγε, με επιβαρύνεις με τη ρυπαρή παρουσία σου.»
«Μανουήλ!!!», μια απελπισμένη γυναικεία φωνή ακούγεται και σχεδόν ταυτόχρονα πέφτει με δακρυσμένα μάτια πάνω του, αρχίζοντας την ιερεμιάδα.
«Αλεξία, αγαπημένη μου, πώς το έμαθες;» και την περιθάλπτει με όλη του την αγάπη στην αγκαλιά του.
«Τα κακά μαθαίνονται γρήγορα, Μανουήλ», απαντά χωρίς σφυγμό.
Το πρόσωπό της χλωμό, άσπρο... Διαγράφονται οι κροταφικές φλέβες από την ένταση. Είναι γύρω στα δέκα οχτώ, μελαχροινή δεσποσύνη με μακριά κυματιστά μαύρα μαλλιά και δύο μάτια κάρβουνα.
Ήταν ακόμα χειμώνας του σωτήριου έτους 1217, όταν γνώρισε τον Μανουήλ, πάνε δηλαδή δέκα χρόνια. Παιδάκι ακόμα, έπαιζε στον παγωμένο αγρό στις παρυφές της Ακρόπολης. Της είχαν πει να μην απομακρύνεται πολύ από το τείχος, γιατί κυκλοφορούσαν πολλοί Αλβανοί τσιγγάνοι και Βλάχοι συμμορίτες. Οι απαγωγές ωραίων κοριτσιών για να πουληθούν στα χαρέμια της Ανατολής ήταν προσοδοφόρο επάγγελμα. Η πόλη δεν είχε συνέλθει από τις επιδρομές του ματαιόδοξου Λέοντα Σγουρού και την επακόλουθη εισβολή των Φράγκων υπό τον Βονιφάτιο Μομφερατικό. Δεν υπήρχε τακτικό στράτευμα και μόνη φρουρά στην πόλη ήταν μερικές εκατοντάδες κατάφρακτοι ιππότες. Πλησίαζε η μέρα της γέννησης του Χριστού, όταν δύο τσιγγάνοι διασκεδαστές έσερναν με τη βαριά αλυσίδα, περασμένη από τη μύτη την καφέ αρκούδα, ένα άγριο ζώο στα χέρια δύο αγριότερων θηρίων. Τους έβγαζε το μεροκάματο με τον πόνο και τον τρόμο που είχε υποστεί στα χέρια τους όλον αυτό τον καιρό για να εκπαιδευτεί. Στα μάτια της δεν έβλεπες παρά σκοτάδι και φόβο. Το μικρό κορίτσι, αντικρύζοντας τη δέσμια αρκούδα, μούδιασε από θλίψη. Πάντα τη στενοχωρούσαν αυτά τα θεάματα, ειδικά στον Ιππόδρομο.
Είχε ακούσει πως σφάζονταν ζώα προς τέρψιν του αιμοσταγή όχλου.
Ο τσιγγάνος, βλέποντας το όμορφο μικρό κορίτσι, είδε μια ευκαιρία εύκολου κέρδους. Έτσι είχε μάθει να εκμεταλλεύεται ανθρώπους και ζώα, ένας συλητής ζωής και ελευθερίας. Κοίταξε τριγύρω του… κανείς. Ήταν μεσημέρι και όλοι είχαν αποκαρώσει... Τέλεια ευκαιρία για μια εύκολη απαγωγή. Θα άρπαζε το κορίτσι, ενώ ο συνεργάτης του θα φύλαγε την αρκούδα. Θα την έκλεινε σε ένα παρατημένο καλύβι, δέκα λεπτά πιο κάτω και το βράδυ θα τη φόρτωνε στο μουλάρι να την κατεβάσει στο επίνειο, τον Πειραιά, για να τη μπάσει σε κάποιο πλοίο που σάλπαρε για Αίγυπτο. Σίγουρα θα έπιανε πενήντα αιγυπτιακά δηνάρια ένα τέτοιο τρυφερό και άχραντο ρόδο.
Την ώρα που περνάει από δίπλα της, την αρπάζει από τα μαλλιά σφραγίζοντάς της το στόμα. Η αρκούδα οσμίζεται την αδρεναλίνη και αμέσως απαντάει στον φόβο, όπως έχει μάθει. Σηκώνεται στα δύο πόδια, αρχίζοντας το χορευτικό της. Ο συνεργάτης της τραβάει δυνατά τον χαλκά για να κάτσει, ενώ η μικρή Αλεξία δαγκώνει σαν αρκούδα τη βρώμικη χερούκλα του τσιγγάνου. Ο οξύς πόνος από τα σουβλερά νεανικά δόντια διατρέχει το κορμί του τσιγγάνου, εκτινάσσοντας αντανακλαστικά το χέρι μακριά από το στόμα της μικρής. Η αρκούδα βρυγχάται, ενώ το μικρό θηρίο φωνάζει με όλη της τη δύναμη για βοήθεια. Νοιώθει τη λαβή που τραβάει τα μαλλιά της να έχει χαλαρώσει, σαν να την έχει αφήσει, και ακούει πίσω της έναν γδούπο. Γυρνώντας, αντικρύζει το νεκρό σώμα του απαγωγέα της, διαπερασμένο με ένα βέλος στον κρόταφο του κρανίου.
Ο δεύτερος απαγωγέας αφήνει την αλυσίδα της αρκούδας και, με τα μάτια ορθάνοιχτα, αναζητά μέρος να κρυφτεί τρέχοντας. Ο Μανουήλ έχει τεντώσει ξανά τη χορδή του σχεδόν δύο μέτρα κυνηγετικό τόξο του. Μόλις επέστρεφε στην πόλη από το κυνήγι και άκουσε τις φωνές. Δεν είχε πετύχει κάποιο θήραμα εκείνη τη μέρα και σίγουρα ποτέ στη ζωή του κάτι τόσο μεγάλο όσο αυτά τα δύο χαμένα δίποδα κορμιά. Τον χωρίζουν διακόσια μέτρα από τν ζωντανό στόχο του και τον τσιγγάνο τον χωρίζουν μόλις πέντε
μέτρα από τον λιθόχτιστο φράχτη. Η χορδή έχει αμολήσει το αφιονισμένο φονικό της εργαλείο που κινείται ευθύβολα, σφυρίζοντας δαιμονισμένα στον αέρα, και χτυπά στη σπονδυλική στήλη τον τριανταπεντάρη άνδρα την ώρα που πηδάει πίσω από τον φράχτη, σωριάζοντάς τον πάνω του, γονατιστό και άψυχο. Η αρκούδα στέκει εκεί αποχαυνωμένη, δίπλα στο μικρό κορίτσι που είναι λευκό σαν άυλο ξωτικό.
Από τότε, οι τρεις τους γίναν αχώριστοι, αυτός, η Αλεξία και η Αυγέρω, η καφέ αρκούδα που αγνότερο πλάσμα δεν είχε ξαναγνωρίσει στη ζωή του. Από τότε, σταμάτησε και το κυνήγι... Ήταν από τους ελάχιστους που σέβονταν τα ζώα και την ελευθερία τους. Τα μόνα θηρία που θα κυνηγούσε πια ήταν τον φτερωτό βενετσιάνικο λέοντα και τους σιδηρόφρακτους Φράγκους συμμάχους του.
«Τι θα κάνουμε, Μανουήλ;», τον ρωτά, ξέροντας ότι δεν υπάρχει κάτι να κάνουν, γνωρίζοντας πως έπαιξαν και έχασαν σε αυτή τη ζωή. Ο παπα-Γρηγόριος λέει πως υπάρχει και άλλη ζωή. Το σκέφτεται και κάπως γαληνεύει η άρρωστη βαρυχειμωνιά μέσα της. Φαντάζεται αυτή και τον Μανωλιό αγκαλιά, μαζί για πάντα σε έναν κόσμο φωτεινό, ειρηνικό και δίκαιο, όχι πια έκπτωτοι, αλλά ισότιμοι, δίπλα στον Παντοδύναμο, να τρώνε τον απαγορευμένο καρπό χωρίς κανείς να τους τιμωρεί. Νέοι, ζωηροί και αθάνατοι, μέσα σε μια χρυσή άχλη χαράς και ανεμελιάς.
«Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, αγαπημένη μου Αλεξία. Το πεπρωμένο μου έχει γραφτεί απ’ ό,τι φαίνεται και δεν αλλάζει», απαντά, ενώ τα μάτια του σαρώνουν εξονυχιστικά τον χώρο, στέλνοντας πληροφορίες στον εγκέφαλο για πιθανά σχέδια δράσης. Χωρίς περιστροφές, χτυπά τον δεσμοφύλακα με τη βαριά αλυσίδα που είναι περασμένη στα χέρια του από κάτω προς τα πάνω, βρίσκοντάς τον ακριβώς στο σαγόνι. Εκείνος χάνει την ισορροπία του από το χτύπημα και παραπέφτει προς τα πίσω, χωρίς κανέναν έλεγχο του βάρους του, σταματώντας την πτώση το κεφάλι του στο πέτρινο δάπεδο.
«Τι κάνεις;», σιγοψιθυρίζει υστερικά ο πατέρας του, ενώ η Αλεξία αρχίζει να αναθεωρεί τα σχέδια για την άλλη ζωή και είναι έτοιμη να βοηθήσει.
Την αρπάζει και τρέχουν στον διάδρομο. Σε ένα στασίδι είναι ακουμπισμένο το κορινθιακό κράνος μαζί με ένα τόξο και φαρέτρα με βέλη. Τα έχει αφήσει, φαίνεται, η κουστωδία του άρχοντα, που είναι ακόμα εκεί, καθώς ακούει τις φωνές τους. Φοράει το κράνος και ζώνεται το τόξο με τη φαρέτρα, ενώ παίρνουν κατεύθυνση προς την αντίθετη μεριά που ακούστηκαν οι φωνές. Αρχίζουν να τρέχουν φρενιασμένα στους σκοτεινούς διαδρόμους, ενώ μια νέα οχλοβοή ακούγεται.
..........................................................................................................................................
«Κάψτε τα όλα!», λέει ένας μασκοφόρος, ενώ τέσσερα ακόμη άτομα έχουν εισβάλει στον χώρο του μικρού θεάτρου, ρίχνοντας στην τεράστια αλική κουρτίνα της αυλαίας μια βόμβα του πασίγνωστου Ρώσου επιστήμονα. Αμέσως λαμπαδιάζει μέσα σε μια χρυσοκόκκινη φλόγα. Σάλαγος και φωνές πανικού στο μέχρι προ λεπτού ήσυχο θέατρο. Ο Μανουήλ, κατά κόσμον Αντώνης, ένας νέος φτωχός ηθοποιός με όνειρα, έχει προλάβει και έχει πηδήξει από τη σκηνή, κρατώντας από το χέρι την Αλεξία, Ελένη κατά κόσμον και Λενάκι για τη μαμά της, νεαρή φοιτήτρια που έχει όνειρα να γίνει θεατρίνα.
«Όλα στάχτη να γίνουν!», κράζει αλλόφρων ο κουκουλοφόρος αρχηγός, ενώ τα τσιράκια του σπάνε με βαριοπούλες τις καρέκλες. Άλλη μια μολότωφ εκσφενδονίζεται στη μέση της πλατείας, δίνοντας ακόμη περισσότερο φως στο σκηνικό του ολέθρου και της παραφροσύνης. Η έξοδος είναι μπλοκαρισμένη από δύο κουκουλοφόρους με σιδερένιους λοστούς, οι οποίοι, φαίνεται, δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να τους αφήσουν να περάσουν. Μέσα από τις χαραμάδες του κράνους βλέπει το πεδίο της μάχης και τους αντιπάλους, σαν οπλίτης του 5ου π.Χ. αιώνα. Τον βαραίνει και τον ζεσταίνει, όμως δεν ξέρει γιατί τον κάνει να νοιώθει πιο σίγουρος και πιο ετοιμοπόλεμος αυτή εδώ η τσίγκινη περικεφαλαία από το Μοναστηράκι.
«Πάμε πίσω στα καμαρίνια», φωνάζει στους συνεργάτες του που ακολουθούν τον πολέμαρχο. Η αίθουσα έχει αρχίσει να θερμαίνεται αρκετά, ενώ η πυρκαγιά αγκαλιάζει με το καταστροφικό της άγγιγμα όλο και περισσότερα σημεία του θεάτρου. Τα οκτώ άτομα του θεατρικού καταφέρνουν να τρυπώσουν στα καμαρίνια, πριν κλείσει η είσοδος για εκεί μια για πάντα από την πρόσοψη της φλεγόμενης αυλαίας που καταρρέει εκκωφαντικά την ώρα που ο μεσήλικας σκηνοθέτης μπαίνει τελευταίος αγκομαχώντας στα παρασκήνια.
Έχουν πλέον αποσυρθεί στα παρασκήνια. Οι κουκουλοφόροι έξω είχαν ανεβάσει το δικό τους έργο και ήταν καυτό.
Στριμωγμένοι ο ένας με τον άλλο, τρέχουν στην έξοδο κινδύνου που βγάζει προς τη Σόλωνος. Έχει να ανοίξει πολλά χρόνια σε αυτό το παλιό θεατράκι.
«Είναι κλειδωμένη, είναι κλειδωμένη, γαμώτο… θα πεθάνουμε!», φωνάζει κλαίγοντας η Μαριάννα. Ο Γρηγόρης, ακόμη ντυμένος Φράγκος, ορμάει και ανεβοκατεβάζει με μανία το πόμολο.
«Άνοιξε κωλόπορτα… άνοιξε!!!»
Φωνές πανικού στον μικρό διάδρομο. Ζωές τρεμάμενες στην καιόμενη βάτο.
«Θα πεθάνουμε σαν τα ποντίκια! Θεέ μου, τι θα κάνουμε;»
Κραυγές υστερίας και απόγνωσης… Η παραφροσύνη της αγωνίας έχει ανέβει στον θρόνο της…
«Τα βρήκα, τα βρήκα! Βρήκα τα κλειδιά», αναγγέλλει η Ελένη τρισευτυχισμένη, σκορπώντας ανακούφιση στους πάντες, συνοδευόμενη από επιφωνήματα ξέφρενης χαράς.
«Ναι ρε, ναι, μπράβο Μαρινάκι, μπράβο!», άναρθρες κραυγές ζωής και εσωτερικής εκτόνωσης.
Με τρεμάμενα χέρια ανοίγει την πόρτα και ξεχύνονται στον δρόμο, χωρίς να κοιτάξουν πίσω τον φλεγόμενο παρ’ ολίγον τάφο τους. Οκτώ μεσαιωνικές φιγούρες διασκορπίζονται στην Αθήνα του 21ου αιώνα που βασανίζεται από Φράγκους στον ρου της ιστορίας ακόμα. Μια πόλη που πληγώνεται για άλλη μια μέρα από τους ίδιους της τους πολίτες. Η ατμόσφαιρα από τα χημικά γνωστή, αποπνικτική και αρρωστιάρα κίτρινη. Κάδοι φλέγονται
σε παράταξη, πίσω από τους οποίους βρίσκονται νεαροί με κουκούλες και κράνη μοτοσυκλέτας, κραδαίνοντας μαδέρια, σίδερα και ό,τι άλλο πρόχειρο μπορούν να εκσφενδονήσουν απέναντι, στους σύγχρονους κατάφρακτους ιππότες των ΜΑΤ. Δύο πυροσβεστικά οχήματα περνάνε αργά και σταθερά μέσα από το πλήθος ουρλιάζοντας, δημιουργώντας μια αίσθηση χάους και ανεξέλεγκτου.
Φωτιές μικρές ή μεγάλες μαίνονται σε διάφορα σημεία. Ό,τι μπορεί να καεί, καίγεται και ό,τι δεν καίγεται, σπάει και ό,τι δε σπάει, ασχημαίνεται με έναν τρόπο. Αυτό είναι το νόημα του Χάους. Δε μένει τίποτα ακέραιο, τίποτα όρθιο, τίποτα άρτιο και όμορφο. Όλα καίγονται στον κλίβανο της νέας τάξης πραγμάτων.
«Πού είναι οι άλλοι;»
«Άσ’ τους, Μαρίνα μου, τώρα. Κάπου θα τρέξανε να κρυφτούν… πάμε», απαντάει αγκομαχώντας ο σύγχρονος οπλίτης.
«Ωραίος, ρε μεγάλε, έτσι! Τρέλλα, δικέ μου, και γαμώ τα κράνη!»
«Να οι μπάτσοι, ρίχτους με το τόξο. Τα σκυλιά του κράτους να ψοφήσουν», συνεχίζουν να λένε οι νεαροί, με τους οποίους έχει αναμειχθεί το ζευγάρι άθελά του.
«Πάμε!» ακούγεται από τον αρχιδιμοιρίτη και η ομάδα των ΜΑΤ εφορμά προς το μέρος τους, χτυπώντας τα γκλοπ στις ασπίδες. Δύο τρία δακρυγόνα εκτοξεύονται από τις πίσω διμοιρίες, κάνοντας τη διαφυγή ακόμα πιο βασανιστική.
Το ζευγάρι, κρατημένο χέρι χέρι, ακολουθεί τους έμπειρους σύγχρονους αντάρτες των πόλεων. Ποδοβολητά, τζάμια που σπάνε, φωνές πόνου, βρισιές, μυρωδιά καμμένου και δακρυγόνων, όλα σε ένα ολέθριο πακέτο ισοπέδωσης και τρομοκρατίας της ανθρώπινης υπόστασης. Ο σχεδόν πένητας νεαρός ηθοποιός που ζει σε κοινοβιακές συνθήκες με άλλους δύο συναδέλφους του σε ένα υπογειάκι στου Γκύζη και η κορασίδα φοιτήτρια, εκκολαπτόμενη ηθοποιός, μα προς το παρόν, ταπεινή γκαρσόνα, βρίσκονται στο κέντρο του κυκλώνα. Σε έναν κυκλώνα που αλέθει τα πάντα στον διάβα του, σαν τη μυλόπετρα που αλέθει το στάρι. Θύματα ένός συστήματος, πρωταγωνιστές στο θεατρικό που αφορά στην ίδια τους την ύπαρξη.
«Κουράστηκα», λέει ξελιγωμένη. «Δεν μπορώ να τρέξω άλλο. Ας με πιάσουν».
«Μη σταματάς! Θα μας τσακίσουν στο ξύλο. Δεν καταλαβαίνουν αυτοί».
«Σήκω, γενναία μου Αλεξία», της αποκρίνεται στοργικά και τη φιλάει στο μάγουλο, πίνοντας μαζί και τα δάκρυά της.
Την τραβάει σχεδόν με τη βία στο πρώτο στενό που συναντάει μπροστά του. Έχει ησυχία, σαν να βρήκαν μια όαση από αυτή την κολασμένη πόλη.
Κοντοστέκεται να πάρει μια ανάσα και να ελέγξει τον χώρο γύρω του.
«Να το τσογλάνι με το τόξο! Σπάστε του το κεφάλι!»
Σαν ηλεκτρισμός μεταφράζονται αυτές οι λέξεις στο κορμί του. Ο χρόνος έχει παγώσει… Μόνο η Ελένη που κραυγάζει, δίνει έναν πραγματικό τόνο στο σκηνικό.
Με τις ασπίδες προτεταγμένες, τρεις άνδρες των ΜΑΤ εφορμούν μανιασμένα στο ζευγάρι.
«Είμαι ηθοποιός, δεν…»
Πίσω από τις σχισμές του αρχαιοελληνικού κράνους, τα μάτια του σαρώνουν τον χώρο, την απόσταση που τον χωρίζει από τους διώκτες του, το μέγεθος του καθενός, τον υπόλοιπο χώρο να κινηθεί. Δεν μπορεί να κάνει ελιγμό. Έχει εγκλωβιστεί στη στενή αλέα. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Η Ελένη έχει κρυφτεί από πίσω του, τρέμοντας σαν ζωάκι που σκιρτά το κορμί του πιασμένο στην παγίδα. Ο ιδρώτας ρέει αθρόα στο μέτωπό του. Οι κροταφικές φλέβες του χτυπάνε στον ρυθμό της καρδιάς του, πιεζόμενες από το μέταλλο του κράνους. Φοβάται, αλλά δεν τρέμει. Πατάει γερά. Αυτό το κράνος τον χαλυβδώνει. Οι αντίπαλοί του τον κοιτούν με μάτια που απορούν όσο πλησιάζουν. Σχεδόν φοβούνται πλέον, έτσι που στέκει αγαλμάτινος και αγέρωχος, σαν το μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Είναι ένας Έλληνας οπλίτης, χωρίς όπλο και δόρυ… Έχει όμως τόξο.
Εκατό φορές έχει κάνει αυτή τη σκηνή πρόβα για το θεατρικό. Η σωματική του ακεραιότητα είναι σε κίνδυνο. Η ίδια του η ζωή τον καλεί να πάρει το όπλο του.
Αστραπιαία τραβάει το τόξο από την πλάτη του, αρπάζει τη σαΐτα και τεντώνει τη χορδή μέχρι την άκρη, στην κόγχη του δεξιού του ματιού. Οι τρεις θηρευτές γίνονται θηράματα. Ένα χάδι στη χορδή και θα παίξει η πιο θανατηφόρα νότα, ξαμολώντας στον αέρα τον συριχτό της ήχο. Σημαδεύει τον αριστερό Ματατζή, έναν θεόρατο παιδοβούβαλο σαν αμυντικό του αμερικάνικου φούτμπωλ.
«Άσ’ το κάτω, φίλε. Δε θες να το κάνεις αυτό», λέει έχοντας υψωμένη την ασπίδα του και το κεφάλι χαμηλά.
«Μη, Αντώνη, μη», αναβοεί η Ελένη. «Άσ’ το κάτω... δεν αξίζει».
«Άσ’ το, αγόρι μου. Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό», προσθέτει στην παραίνεσή της ένας από τους αστυνομικούς.
Ο οπλίτης δεν απαντά. Έχει μάθει ότι δεν εμπιστευόμαστε ποτέ τον εχθρό. Στέκει εκεί ακίνητος, σταθερός, με μάτια κρυμμένα στη σκιά του κράνους και μόνο το ασπράδι του ματιού του διακρίνεται… Τρομακτικός αρχαίος πολεμιστής.
«Άσ’ το, αγάπη μου, όλα καλά», του ψιθυρίζει.
Το αριστερό χέρι χαλαρώνει την έκταση των μυών, ενώ η χορδή απομακρύνεται από το μάτι αργά… Η αγάπη είχε νικήσει τον πόλεμο.
Την επιούσα στις εφημερίδες, κάτι τέτοιο δεν ήταν φανερό: «Συνελήφθη νεαρός με τόξο στα χθεσινά επεισόδια…». Το κράνος και το τόξο, φωτογραφίες στα πρωτοσέλιδα.
Ο πόλεμος συνεχίζεται…

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Νύχτα Ελληνικής Ιστορίας


«…Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι…»
...σιγοψιθύριζε το αγαπημένο του τραγούδι, ενώ ο αέρας μαινόταν άγρια φραγγελώνοντας με μίσος τις κορυφές των δέντρων. Το χιόνι μόλις άρχιζε να πέφτει σε ριπές και ο θόρυβος από τα στοιχειά της φύσης ήταν τόσο εκκωφαντικός, σαν να είχε κατέβει ο θεός Πάνας να τρομάξει τους αγροίκους του δάσους. Η λογική, άθυρμα στα τερτίπια του σκότους, ένω το κρύο αποκτήνωνε τις εξωτερικές αισθήσεις και ο φόβος άγγιζε μόνο την καρδιά που ήταν ζεστή και παλλόμενη. Το αλύχτισμα των τσακαλιών και των λύκων αποτελεί μια παρήγορη συντροφιά. Είναι μια απόδειξη πως κάτι γήινο με σάρκα και oστά ήταν γύρω του, σε αντίθεση με αυτό το απόκοσμο τοπίο. Είναι και αυτές οι ιστορίες που άκουσε χθές στο καφενείο κάτω στο χωριό. Οι κρονόληροι του χωριού, τουλάχιστον έτσι τους θεωρούσε μέχρι τώρα, μιλούσαν για ξωτικά που μόλις τα αντίκρυζες, σου πάγωναν την ανάσα.
‘Ωρέ γκζάνι, σι λέω τα έχω δει με τα ίδια μι τα στραβάδια, αερκά δυο μέτρα ύψος, λευκά σαν τσι μουστάκα του Αποστόλη...!’ Γελια στην παρέα... ‘Τα είχα ανταμώσει ένα σούρουπο ανήμερα τσι Παναγιάς. Μα τον Άι Αθανάσιο πετούσαν πάνω απί τη γη δυο σπιθαμές και άλλαζαν χρώματα, πότε τσι γης και πότε του ουρανού.’
‘Ναι’, συμπληρώνει ο κυρ-Θωμας, ‘εμένα μου μίλησε κιόλας.’
‘Σγα μην σι φίλησε κιόλα...’!! Χαμός στη γεροντοπαρέα. Γέλια και πειράγματα συνεχίζονταν, με τα ρικνωμένα πρόσωπα των γερόντων να παίρνουν μια γλυκειά εφηβική σπιρτάδα.
‘Ήμουν στα χωράφια, σας λέω. Είχε πέσει το σύθαμπο και τα μάζευα σγα σγα. Τότε μια άσπρη φωτιά πιτάγεται απτη γη και μι
αγγίζει όλο το σώμα. Μούρθε θερμασιά και πιπκώθκα κατάχαμα. Μια φωνή γυναικεία μου είπε κάτις σε γλώσσα ξενική. Ασκώνομαι και τρέχω σαν τρελός. Δυο βδουμάδες έκαμα να πάω πάλι!!...’
‘Ξέχασες να μας ειπείς για το χεσμένο βρακί σι, ωρέ λιουλιουβίγκα!!!’ Σχολική τάξη το καφενείο. Γελια πηγαία από τα βάθη της κοιλιάς, σε συνδυασμό με χρεμετίσματα των γερασμένων πουλαριών, έκαναν την ατμόσφαιρα εορταστική και ιλαρή.
Τώρα όμως, μόνος εδώ στην πυκνή νύχτα, με τη σόμπα υγραερίου να πνέει τα λοίσθια, τα πράγματα δεν είναι για γέλια. Το φεγγάρι, μεγάλος απών της αποψινής παράστασης και ο διάστικτος έναστρος ουρανός με τη στιλβωμένη του φορεσιά είναι τόσο μακριά από τούτη τη θλιβερή και παγωμένη λιθόδμητη σκοπιά.
Νοιώθει μια κόπωση μεταφρασμένη στο σώμα του σε ζαλάδα που τον ταλαιπωρεί όλη μέρα και τώρα που νοιώθει γλίσχρος και ουδαμινός στο απέραντο έρεβος της φύσης και της ύπαρξης, αυτή η αδιαθεσία επιτείνεται ακόμη περισσότερο. ‘Ορεσιπάθεια’, είπε ο γιατρός του στρατοπέδου. ‘Η αρρώστια του βουνού, Στρατηγάκη, μην ανησυχείς, όλοι το παθαίνουν εδώ από το υψόμετρο. Θα συνηθίσουν τα πνευμόνια σου το μειωμένο οξυγόνο από τη χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση. Ανάπνεε σταθερά και αργά, χωρίς να βιάζεσαι.’
Από απέναντι, μια διάπυρη καύτρα φεγγοβολά, διαρρηγνύοντας τη ζοφερή νύχτα. Ανακουφισμένος, παρατηρεί τον μαγικό τρόπο που ανάβει και πεθαίνει μέσα στο σκοτάδι. Χαίρεται που απέναντι υπάρχουν άνθρωποι. Δεν είναι Τούρκοι αλλόθρησκοι, απόγονοι του Μωάμεθ του Πορθητή και του Κεμάλ. Είναι άνθρωποι και αυτή τη νύχτα των ξωτικών, οι άνθρωποι είναι σύμμαχοι.
Ένα μήνα περίπου είναι που είχε πάρει τη μετάθεση.
‘Θα καλοπεράσεις, Στρατηγάκη’, του είπε ο λοχίας στη μονάδα.
Το κρύο και αυτή η αρρώστια του βουνού, μαζί με τη μοναξιά, του φέρνουν στον νου τον παππού. Ήρωας του έπους της
Αλβανίας ο παππούς. Οι ιστορίες του είχαν μέσα κρύο, μοναξιά και κακουχίες, αλλά και ανθρώπινη αυταπάρνηση, υπέρβαση του φυσιολογικού και μαχητικότητα για να κρατήσουν το πνεύμα θαλερό και το κορμί ζεστό. Κάτι από αυτά τα συστατικά τα έχει τώρα και εδώ εν έτει 2000. ‘Η ιστορία επαναλαμβάνεται’, σκέφτεται και χαμογελά. Η θαλπωρή και η ασφάλεια της μαντεμένιας σόμπας του δωματίου που άκουγε τις ιστορίες, του τυλίγουν το κορμί.
Ήταν στο ύψωμα 731 ο παππούς Αντώνης, στις Θερμοπύλες που δεν έπεσαν, όπως λέγαν οι παλιοί. Οι μελανοχιτώνες του Μουσολίνι ήθελαν με κάθε κόστος το στρατηγικό αυτό σημείο. Ο βομβαρδισμός του περιπαθούς λόφου και των ηρωικών υπερασπιστών του, δριμύς.
‘Κρανίου τόπος, Νικήτα, παιδί μου. Ο Αρμαγεδδώνας ο ίδιος, τους ρουφιάνους τους μακαρονάδες. Δεν άφησαν κλαρί όρθιο.’
Φανταζόταν τότε δίπλα στη ραστώνη της ζεστής σόμπας και στην αβρή αίσθηση της μάλλινης βελέντζας που απλωνόταν κάτω από το ξαπλωμένο παιδικό κορμί του μάχες σώμα με σώμα. Πελώριοι Έλληνες πολεμιστές, διασταυρωμένα κορμιά σε έναν άφρονα χορό μίσους και επιθυμίας για επιβίωση, με τρομαγμένους Ιταλούς μακαρονάδες. Άκουγε τόσο δυνατά την κραυγή ‘ΑΕΡΑ’, μέχρι που έβλεπε τον κουρνιαχτό από τα ποδοβολητά των προελαυνόντων Ελλήνων. Κλαγγές μετάλλου, φωνές πόνου, φόβου και αρειμάνιας έξαψης, ποτισμένες με αίμα, ιδρώτα και σωματικά υγρά, διανθισμένες με ριπές πυροβόλων όπλων, φούσκωναν την καρδιά του μικρού παιδιού για περιπέτεια και σκοτείνιαζαν τα βουρκωμένα μάτια του ηλικιωμένου άνδρα.
‘Το βράδυ, αποκαρδιωμένοι, δεν είχαμε ούτε δύναμη να φάμε μια μπουκιά μπομπότα. Τη γιαγιά σου σκεφτόμουν που με περίμενε στο σπίτι στα Τρίκαλα. Αυτό με κράτησε ζωντανό και το κονιάκ που ζέσταινε τα σπλάχνα και ξεγέλαγε τον φόβο.’
Απροειδοποίητα, ένας πυροβολισμός βιάζει την ησυχία της νύχτας. Ο αέρας είχε κοπάσει, όμως το χιόνι και το κρύο φρόντιζαν να θυμίζουν στον Νικήτα την πιθανότητα η κόλαση να
είναι μια διαβολικά παγωμένη κατάσταση και όχι καζάνια που βράζουν.
Αρπάζει το όπλο που είχε παρά πόδας και βάζει το παγωμένο μέταλλο του κράνους στο αναίσθητο από το κρύο κρανίο του. Προσπαθεί να αφουγκραστεί τη νύχτα. Τα δάχτυλά του, αγκυλωμένα από την παγωνιά, ψαχουλεύουν την σκανδάλη, χωρίς να είναι σίγουρος για την αφή του.
Hareketsiz!!
Ριπές πυροβολισμών ακούγονται από κοντινή απόσταση. Η βολίδα φωτίζει τη νύχτα, δημιουργώντας μια λαμπερή ουρά σαν μια φονική πυγολαμπίδα. Πολλές φονικές πυγολαμπίδες ορμάνε η μια προς την άλλη, πετώντας με ασύλληπτες ταχύτητες. Γονατίζει πίσω από το τοιχίο. Το ύψωμα 713 ανασύρεται ζωντανό από τη μνήμη του μπροστά στα μάτια του.
‘Θεέ μου!’, λέει πνιχτά.
Οι πυροβολισμοί ακούγονται πιο αραιά, αλλά με μια ακολουθία ρυθμική ο ένας με τον άλλο. Φαίνεται οι Τούρκοι φαντάροι καταδιώκουν δουλέμπορους, μαζί με το εμπόρευμά τους. Τα ξωτικά του δάσους έχουν κρυφτεί. Είναι η ώρα των ανθρώπων, των πιο παράξενων πλασμάτων της γης…
Τα φώτα του τζιπ πέφτουν πάνω στη σκοπιά.
‘Στρατηγάκη, είσαι καλά;’
‘Μάλιστα, λοχαγέ. Μάλλον οι Τούρκοι εντόπισαν καραβάνι με λαθρομετανάστες.’
‘Εσύ, ο Αντωνάκης και ο Γραβιάς, κατεβείτε στο ποτάμι και ψάξτε την περιοχή. Μην τους αφήσετε να περάσουν. Τον νου σας, μην κάνετε μαλακίες και μου φέρουν το πτώμα σας. Θα το αφήσω να το φάνε τα τσακάλια.’
Γίνεται ένας πρόχειρος έλεγχος του οπλισμού και οι απαραίτητοι φακοί ανάβουν για να φωτίσουν την κάθοδο τους στο ανήλιο μέρος που κατοικούν οι Μοίρες.
‘Πάμε, παιδιά’, ακούγεται μια διστακτική φωνή.
Οι πυροβολισμοί στο μεσοδιάστημα έχουν σταματήσει. Κλάμα μωρού ακούγεται.. Η οιστρηλασία των όπλων και της βίας στον κολοφώνα της…
‘Μαλάκες, προσέχετε, είναι και μωρά μαζί.’
Συνεχίζουν την κατάβαση της απότομης πλαγιάς πνευστιώντες. Συνοφρυωμένα πρόσωπα, με τον φόβο φωλιασμένο στην κόρη των ματιών τους, αναγκάζοντάς την σε πλήρη μυδρίαση. Ευτυχώς, η νύχτα θα κάνει το καθήκον της και δεν θα προδώσει το μυστικό. Ενδεδυμένοι το σκοτάδι, δείχνουν αδίστακτοι, πολύπειροι πολεμιστές. Μαύροι Κέρβεροι, ορκισμένοι να περιφρουρήσουν τα εδάφη της Μητέρας Ελλάδας.
Δεν είναι τρία φοβισμένα μειράκια, τρία παιδιά που μόλις πρόσφατα αποχωρίστηκαν την πατρική εστία. Είναι απόγονοι των Σπαρτιατών, των θριαμβευτών του Μαραθώνα και των επικών μαχητών της Κορυτσάς.
Μια ευκλεής νύχτα προδιαγράφεται. Το κισμέτι τους, όπως θάλεγαν οι απέναντι, εξυφαίνει το δικό του πέπλο, ενώ τα ξωτικά χαμογελούν σαρδόνια, βλέποντας τα έργα των ανθρώπων.
Το ικτερικό αδύναμο φως των παλιών φακών πέφτει πάνω σε μια κουλουριασμένη φιγούρα. Γογγύζει βουβά, ενώ τα μακριά μαλλιά καλύπτουν το πρόσωπο, μια ταλαιπωρημένη ψυχή στη ρίζα ενός πελώριου κορμού. Ικέτης, μπροστά στα πόδια ενός παγανιστικού Θεού.
‘Ίνγκλις;’
‘Χέστη ρε, σιγά μη μιλάει αγγλικά. Σήκωσέ τη να πάμε να φύγουμε από δω.’
‘Έχει δίκιο ο Κώστας, Γραβιά. Μάλλον τους χάσανε και οι Τούρκοι. Εμείς θα σώσουμε τη χώρα από τους λαθρομετανάστες;’
Το ημιαυτόματο όπλο σκορπά το φονικό του υλικό προς κάθε κατεύθυνση. Τρέχουν να καλυφθούν πίσω από τα δέντρα.
Ησυχία…
Η γυναίκα, ακίνητη, δεν κλαίει πια. Θυσία στον αιμοδιψή Θεό.
Το κορμί του έχει γίνει ένα με τον κρύο κορμό. Πώς ίδρωσε έτσι με τόσο κρύο; ‘Πού είναι οι άλλοι γαμώτο;’
Δεν τολμά να τους καλέσει. Στέκει εκεί αποσβολωμένος, σιωπηλός. Τα άστρα δεν φαίνονται πια και η νύχτα, πιο πνιγερή
από ποτέ. Η ομίχλη έχει έλθει για συντροφιά, μάλλον δουλειά των ξωτικών.
‘Να προσέχεις, αγόρι μου. Εκεί πάνω γίνονται πολλά και τα κρύβουν’, του λέει η μάνα του.
Δάκρυα ζεστά κυλούν στα παγωμένα ζυγωματικά του. Φοβάται, είναι ένας πιτσιρικάς με όπλο και κράνος. Δεν είναι ο Λεωνίδας ούτε ο Καραϊσκάκης. Θέλει να τρέξεις στη μάνα του. Τα πόδια του, μυρμηγκιασμένα από το κρύο και τον φόβο, δεν σαλεύουν. Νοιωθει σαν τον Κούρο, τον μαρμαρωμένο νεανία, …τόσο ζωντανός, τόσο νέος, μα και τόσο μαρμαρωμένα νεκρός. Αν κουνηθεί ένα βήμα, κάποιο ξερόκλαδο θα μαρτυρήσει τη θέση του. Επικεντρώνεται στην ακοή του. Τίποτα, ...μόνο το βουητό της αγωνίας στα αυτιά του.
Από μικρό, η αναμονή τον τρέλαινε. Δεν μπορεί να περιμένει άλλο εκεί. Νοιώθει πως θα μείνει για πάντα στο παγωμένο δάσος. Θέλει να τελειώνει με αυτό, δεν αντέχει άλλο. Ορμάει προς τα εκεί που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί.
Ο παππούς θα ήταν πραγματικά υπερήφανος, άξιος συνεχιστής της ένδοξης παράδοσης ο Νικήτας. Προτεταμένο το όπλο... Ξεχύνεται αλαλάζοντας άναρθρη κραυγή για να ξορκίσει τον φόβο, τα ξωτικά, τους δουλέμπορους, το σκοτάδι, …τον εαυτό του τον ίδιο…
Η λάμψη από απέναντι, σαν φλας που αστράφτει για την τελευταία φωτογραφία. Η σφαίρα διαπερνά την τραχεία, διακόπτοντας βίαια τον αλαλαγμό. Γονατίζει απνευστί και ξαπλώνει άψυχος στο ελληνικό χώμα, νεκρός φρουρός. Σιωπή θανάτου στο δάσος με τα αερικά.
‘Ο στρατιώτης, Στρατηγάκης Νικήτας του Αθανασίου, κάτοικος Νεοχωρίου Τρικάλων, που υπηρετούσε σε μονάδα στον Έβρο, τραυματίστηκε θανάσιμα χθες στις 04:30 τα ξημερώματα, λόγω εκπυρσοκρότησης του όπλου του την ώρα της υπηρεσίας του ως θαλαμοφύλακας.’
Η ελληνική σημαία, τυλιγμένη στρατιωτικά, παραδόθηκε στη νηπενθή πετρωμένη μητέρα. Ο γιος της είχε πέσει υπηρετώντας την πατρίδα. Δεν έπρεπε να θρηνεί και ας μη μάθαινε ποτέ το
πώς και το γιατί. Μια μικρή γιορτή είχε στηθεί για τον πεσόντα. Ο μικρός αδερφός του, ο Κωνσταντίνος, κρατάει το μικρό φορητό
cd που παίζει το ρέκβιεμ του Νικήτα.
‘…Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω...’
Τα ακροδάχτυλα σφίγγουν τη σημαία. Το κεφάλι έγειρε και τα δάκρυα της μάνας πότισαν τη γαλανόλευκη…
‘Αθάνατος..!!’, φωνάζουν οι παρευρισκόμενοι και η μεγάλη αγκαλιά της Μητέρας Ελλάδας τον υποδέχεται για πάντα στα σπλάχνα της…


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

H φάτνη των ζώων


  

Χρόνια είχε να ρίξει τόσο χιόνι στο νησί. Το πάλλευκο τοπίο περιτριγυρισμένο από το χειμωνιάτικο μπλε της θάλασσας δημιουργούσε εικόνα κάποιοι παγόβουνου στην Ανταρκτική. Ανήμερα Χριστουγέννων  και οι κάτοικοι στο ορεινό χωριό είχαν σηκωθεί από νωρίς. Πριν ακόμα χαράξει είχαν ξεκινήσει το φτυάρισμα των αυλών και των μονοπατιών του χωριού.
Οι γηραιότεροι παρόλο τον χιονιά ξεκινούσαν για την εκκλησία . Εκεί τους περίμενε ο παπά Αργύρης  ο πάπας των χωριών του μισού νησιού. Που να πρωτοπάει ο καημένος και ποιο εκκλησάκι να προλάβει να λειτουργήσει. Οι σταλακτίτες  κρέμονταν στην είσοδο του μισοφωτισμένου ναού ενώ μια πρόχειρη φάτνη είχε φτιαχτεί από τον Αργύρη τον ξυλουργό. Λίγα ξύλα λίγα άχυρα λίγο μεράκι και η βοήθεια της Αναστασίας της  καλλιτέχνισας και να σου μια φάτνη σεμνή και ταπεινή σαν του μικρού Χριστούλη.
Άρχισε να ξημερώνει για τα καλά και ο Κυρ Χρηστάκης ο καντηλανάφτης χτυπούσε χαρωπά την καμπάνα.
«Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει»
έψελνε ο παπάς κοιτώντας  με φλογερό  μάτι τους αργοπορημένους. Οι μωρομάνες αναμαλλιασμένες με τα μικρά τους αγκαλιά στέκονταν γύρω από τα κηροστάσια για να βρουν λίγη ζεστασιά. Από πάνω η Πλατυτέρα των ουρανών στον μικρό θόλο του ναού χαμογελαστή, θαρρείς τους σκέπαζε όλους. Ένα μικρό ξύλινο παραπέτασμα χώριζε το ιερό από τους πιστούς . Λιτό χωρίς έγλυφες χαράξεις και περίτεχνα σκαλίσματα. Πάνω του αποτυπωμένες με λαϊκή τεχνοτροπία δυο αγιογραφίες του Χριστού και του Αγίου Νικόλαου  που ήταν και ο νοικοκύρης του ναού αυτού.
Όλοι ήταν εκεί αυτό το παγωμένο χριστουγεννιάτικο πρωινό. ‘Oλοι έκτος από τον Αποστόλη τον  λογιστή. Πρόσφατα είχε επιστρέψει στην γενέτειρα του. Την σιχάθηκε την Αθηνά. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά χώρισε. Δεν τον κράταγε κάτι πια κάτω στον τρελότοπο όπως έλεγε την πρωτεύουσα. Ήρθε στο χωριό και ξανάνοιξε το λογιστικό του γραφείο στην πρωτεύουσα του νησιού. Σουλούπωσε το πατρικό του σπίτι που ήταν ετοιμόρροπο σαν παλιό αρχοντικό και άρχισε να ασχολείται με τη γη, τη φύση και τον εαυτό του.
Είχε χρόνο για περπάτημα στην ύπαιθρο που έγινε τρέξιμο στην πορεία. Το νησί μεγάλο και πευκόφυτο με πολλά ορεινά και παραθαλάσσια μονοπάτια. Είχε όρεξη πηγαινε παραλία. Ήθελε μοναξιά και απομόνωση έτρεχε στο βουνό.
Το πρωί τον είδε ο γείτονας του ο κυρ Αγγελής ο χήρο,ς να φεύγει αξημέρωτο για το εκκλησάκι του Α η Λία.
«Σε κάνα 2 ώρες θάμαι πίσω είπε»
« θα τα πούμε στον Αϊ Νικόλα»
Αυτά είπε και χάθηκε τρέχοντας  πάνω στην  άχνη κουραμπιέ του πυκνόστρωτου χιονιού.
Το εκκλησάκι του Αϊ Ηλία ήταν ένα εκκλησάκι από τα βυζαντινά χρόνια, τότε κει πάνω υπήρχε ένα κεφαλοχώρι. Βρισκόταν ψηλά σε ένα  αλίκτυπο βράχο,  κρεμασμένο στην άκρη του γκρεμού. Το χωρίο αυτό ήταν ένα ασφαλές σημείο για τους κατοίκους που προφυλάσσονταν από τις επιδρομές των πειρατών. Με τα χρονιά ο οικισμός εγκαταλείφθηκε. Μόνο το εκκλησάκι υποτυπωδώς συντηρείται και μια φορά το χρόνο ,άντε δυο, αν έχει κουράγια ο πάπας λειτουργείται.
Η θέα του είναι ονειρική με το Αιγαίο να αγκαλιάζει το μάτι και όλες τις αισθήσεις μέχρι την άκρη του  ορίζοντα. Από κάτω γλαρόνια κρώζουν και έχουν χτίσει φωλιές ξεχειμωνιάζοντας.
Η πρόσβαση ειδικότερα με αυτό τον καιρό πολύ δύσκολη.
Λόγω του χιόνια και ο Μαθιός ο τσοπάνης είχε κατέβει από το χειμαδιό από τον φόβο μην αποκλειστεί μέρες από το πυκνό χιόνι που υπομονετικά ξάπλωνε πάνω στη γη. Τα ζώα του τα έχει στη μικρή πεδιάδα που κάνει ή ράχη του βράχου πηγαίνοντας για τον Αϊ-Λια. Τρόμαξε το βραδύ από τις διαθέσεις του καιρού και κατηφόρισε. Φόρτωσε τις σκάφες με σανό και φίλησε τα κατσίκια του ένα ένα ελπίζοντας να τα βρει ζωντανά όταν θα επέστρεφε.
Η λειτουργία είχε τελειώσει και τα μαντάτα πως ο λογιστής δεν είχε επιστρέψει τρέχαν πιο γρήγορα από τον παγωμένο βόρια που ξύριζε σκέπες και δέντρα.
«Να οργανώσουμε μια ομάδα να τον κατεβάσουμε» πρότεινε ο Μαθιός εκεί στο πρόχειρο συμβούλιο που στήθηκε γύρω από την φουφού του καφενείου.
«Όποιος βγει με τέτοιο καιρό εκεί πάνω θα φάει το κεφάλι του» έλεγαν εκείνοι που κοιτούσαν τη δουλειά τους.
«Ελπίσουμε να έχει βρει κατάλυμα στο εκκλησάκι. Έχει τσακμάκι , κεριά να ανάψει μια μικρή φωτιά να ζεσταθεί και μόλις μαλακώσει ο καιρός ανεβαινουμε»ελεγαν οι πιο μετριοπαθείς.
«Να καλέσουμε την ΕΜΑΚ» πρότεινα αυτοί που ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν…
«Η ομάδα διάσωσης θα  είναι εδώ αύριο στην καλύτερη, ποιο ελικόπτερο να πετάξει με τέτοιο καιρό?»
Ο Μαθιός όμως δεν άντεχε την αδιαφορία και την φιλαυτία.  Ήταν τα τύπος συμπονετικός ευθύς και παλληκάρι.
«Εγώ θα πάω, περίμενετε εσείς την θεια πρόνοια» είπε και έφυγε.
ΟΙ υπόλοιποι γύρισαν το βλέμμα στη θαλπωρή της φωτιάς και στη σιγουριά του καφενείου. Ντραπήκαν που δεν μπορούσαν να τον ακολουθούσουν. Ονόμασαν την ντροπή λογική και καβούκιασαν γύρω από την φωτιά που έκαιγε τα πρόσωπά τους, ενώ μέσα στα σωθικά τους έκαιγε η φωτιά της αμφιβολίας για την απόφασή τους.
Ο βοσκός ήξερε καλά το δρόμο. Φορτώθηκε όλα τα απαραίτητα, πηρέ φαγώσιμα κουβέρτα έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε.
Θα περνούσε πρώτα  από τα κατσικάκι του να δει τι κάνουν.
Το μονοπάτι είχε πια 30 και πόντους χιόνι και στα 500 μετρά υψόμετρο που ήταν το ξωκλήσι «μήτε ο θείος μήτε ο διάολος ξέρει ποσό χιόνι θα χει», σκέφτηκε.
Όμως αυτό τον έκανε ακόμα πιο πολύ να επιταχύνει το βήμα του στο πυκνό χιόνι συλλογιζόμενος τον άτυχο δρομέα αποκλεισμένο εκεί πάνω
«Και αν είχε πάθει κάνα ατύχημα, αν είχε πέσει και είχε χτυπήσει;»
Με το μυαλό στο κακό γόγγυζε και ανέβαινε. Σε 1 ώρα ξυλιασμένος αλλά με την φλόγα της αλληλοβοηθείας να καίει τα μάγουλά του είχε φτάσει στο χειμαδιό. Τα ζωάκια όλα στριμωγμένα το ένα στο άλλο ζεσταινόντουσαν με τα χνώτα και τη θερμοκρασία του κορμιού τους.
«Βαστάτε μαναράκια μου» είπε και έκλεισε με προσοχή την ξύλινη προχειροφτιαγμένη πόρτα
«Θα φτιάξω μια άλλη πόρτα που να μην μπάζει το κρύο «σκέφτηκε και έφυγε.
Είχε μεσημεριάσει μα ο ήλιος πουθενά.
Ο αέρας κατάφατσα τον μαστίγωνε ενώ μαζί με το χιόνι δημιουργούσε μια αερομίχλη. Το εκκλησάκι έστεκε ακόμα μακριά και και άρχιζε να αμφιβάλλει για το εγχείρημα του
Συνέχισε δυνατά μα ο δρόμος πηχτός και παγωμένος στο χιόνι. Καλά που φόρεσε αυτές τις μπότες  που του χε χαρίσει ένας αλπινιστής κάποτε που είχε επισκεφτεί το  νησί για πεζοπορία.
Κοντοστάθηκε για λίγο και έβγαλε από το σακί με δυσκολία μια μπουκιά λαδόψωμο. Πάγος γινόταν θαρρούσε στο στόμα του.
«Μα που τούρθε και αυτού του χριστιανού τέτοια μέρα και με τέτοιο καιρό να πάει για τρέξιμο?» Συλλογιζόταν
Τι είναι τάχα κάνας πρωταθλητης?Και οι πρωταθλητές έχουν μυαλό δεν θα έβγαιναν έξω με αυτό τον χιόνια.»
Με αυτές τις σκέψεις ξαναφορτωνόταν το σάκκο ώσπου ακούει μια ανθρώπου φωνή.
«Βοήθεια βοήθεια!!»
Ο αέρας τον ξεγελούσε και δεν μπορούσε να εντοπίσει τον ήχο.
«Εδώ γυρνά γυρνά!»
Ήταν ο τρελλό λογιστής!
Ξαπλωμένος στο χιόνι τυλιγμένος με μια αλουμινοκουβέρτα που είχε προνοήσει να πάρει  μαζί του
Τρέχει στο μέρος του και  αντικρίζει ένα μπλαβιασμένο άνθρωπο.
«Τι έκανες μωρέ παλαβέ?? Του λέει ο βοσκός με στοργή και ανακούφιση
Τον σηκώνει στου ώμους, σαν κούτσουρο παγωμένο ήταν ο χριστιανός.
Δεν είχε ποδιά να κινήσει δεν ένοιωθε τίποτα.
Τον ξάπλωσε στην αλουμινοκουβερτα  έβαλε και από πάνω του την κουβέρτα τη μάλλινη που είχε πάρει και άρχισε να τον σέρνει πάνω στο παχύ χιόνι. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα για το χειμαδιό και μετά από μισή ώρα είχαν φτάσει στην πόρτα των ζωντανών.
Άνοιξε την πόρτα και τον έσπρωξε όπως όπως ανάμεσα στις στριμωγμένες κατσίκες.
Του έβγαλε τα παγωμένα ρούχα , είχε προνοήσει να φέρει αλλαξιά.
Έτρεμε σύγκορμος ο  παθών και προσπαθούσε να αγκαλιάσει τα ζεστά κορμιά των ζώων που τον δέχτηκαν σαν δικό τους. ¨Ενα ταμπλό βιβάν της Γέννησης, ένα στιγμιαίο θρησκευτικό και στοργικό αποτύπωμα της ανεκρίζωτης σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο.
Σαν τον Χριστό στη φάτνη πέρασε τη  νύχτα ο  Αποστόλης ο λογιστής  κουλουριασμένος ανάμεσα στα χνώτα και την θέρμη των ζώων. Η άδολη αγάπη του συνανθρώπου και η ανιδιοτελής αγάπη των κτηνών  που τον δεχτήκαν στην αγκαλιά τους του έσωσαν τη ζωή εκείνη την μέρα των Χριστουγέννων.