Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Φίλος δίχως όνομα





O Ζήσης, ο ελληνικός ποιμενικός, έπαιζε ανέμελα με το μικρό κατσικάκι που δεν είχε ακόμα απογαλακτιστεί από τη μαμά του. Τι κυνηγητά, τι κουτουλιές του έδινε το μικρό με τα ανύπαρκτα κέρατά του! Κατρακυλούσε στη μοσχομυριστή πλαγιά, γεμάτη φασκόμηλο και θυμάρι. Ξωπίσω τους και οι μέλισσες ζουζούνιζαν νευριασμένα που τις παρέσερναν βίαια στον διάβα τους και μαζί τους και τα φυτά που τρυγούσαν.
Η φύση ολόγυρα μύριζε άνοιξη και τα χρώματα της γης με του ουρανού ανακατώνονταν σε ένα χαρμόσυνο πανηγύρι. Οι κουδούνες από τις ενήλικες κατσίκες χτυπούσαν ασυντόνιστα σαν να σήμαιναν και αυτά την Ανάσταση της γης μέσω της άνοιξης.
Το Πάσχα είχε φτάσει και όλοι στο χωριό ετοιμάζονταν να γιορτάσουν και την Ανάσταση του Χριστού. Μεγάλη Πέμπτη ξημέρωνε και οι χωριανοί  από πρωί στις ετοιμασίες για τα Πασχαλινά καλούδια. Τα σπίτια μυρίζανε κουλούρια σμυρνέικα, ενώ οι κατσαρόλες γεμίζανε αβγά για να βαφτούν.
Ο Ζήσης συνόδεψε το αφεντικό του μέχρι τον φίλο του το κατσικάκι που καθόταν δίπλα στη μάνα του. Ο μεσήλικας αγρότης το άρπαξε από το σβέρκο για να το μεταφέρει στον πρόχειρο σταύλο. Ανησυχία και ένταση από το κοπάδι. Βέλαζε το μικρό μακριά από την μάνα, βέλαζε κι αυτή και έτρεχε ανήσυχη χωρίς σκοπό. Γάβγιζε κι ο Ζήσης αμήχανα, θέλοντας να πιστεύει πως κάποιο παιχνίδι παίζουν.
Το ξύλινο μάνταλο έκλεισε, κλειδώνοντας μέσα το μικρό μέχρι την επαύριο της θυσίας του. Το Μεγάλο Σάββατο έφτασε και οι καμπάνες της πρώτης Ανάστασης ηχούσαν σε όλη την πλάση διθυραμβικά.
Το ξυλινο μάνταλο άνοιξε και μπήκε μέσα ο κτηνοτρόφος, μαζί του και ο Ζήσης. Το μικρο ήταν εκεί νηστικό και απότιστο δύο μέρες. Κούνησε την ουρά ο Ζήσης από χαρά που είδε τον μικρό του φίλο. Κούνησε την ουρίτσα του το μικρό χωρίς όνομα κατσικάκι, όχι από χαρά, αλλά από πόνο και αγωνία. Ένας τελευταίος σπασμός στα πόδια και αυτό ήταν.
Ο Ζήσης δεν κατάλαβε σε τι ήταν μάρτυρας. Μύρισε το αίμα που έτρεχε ζεστό από τον λαιμό του ανώνυμου μικρού του φίλου. Δεν κουνήθηκε, δεν σάλεψε το μικρό κορμάκι.
Χωρίς όνομα, χωρίς δικαίωμα στη ζωή, χωρίς αιτία καταδικάστηκε εις θάνατον.
Την επομένη, όλο το χωρίο γιόρτασε την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Ο Ζήσης συνέχισε τη ζωή του στο βουνό. Είχε βρει έναν άλλο μικρό φίλο…Έναν ακόμη φίλο χωρίς όνομα.