Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Επόμενη στάση Ακρόπολη



Το συμπίλημα ανθρώπων συνεχίζει το δρομολογημένο ταξίδι του πάνω στις ράγες. Έχουν φορέσει την κοινωνική τους μάσκα και έχουν βγει έξω στον κόσμο, στους ξένους. Όλοι μέσα στο βαγόνι, ζαμπούνηδες, βλοσηροί, χαμηλοθώρητοι, σε ένα αόρατο κέλυφος εσωστρέφειας και μοναξιάς .
Ο μεταλλικός όφις όμως δεν γνωρίζει τι συμβαίνει στα σπλάχνα του και δεν τον ενδιαφέρει. Σέρνεται κροταλίζοντας πάνω στις γραμμές, γογγύζοντας, θα έλεγε κανείς, σχεδόν δυσανασχετώντας, παράγοντας τον γνωστό ρυθμικό ήχο. Η είσοδος στο τούνελ κάνει τον θόρυβο πιο έντονο και ενοχλητικό, ενώ το απόλυτο σκοτάδι απέξω προσδίδει στη φωτισμένη άμαξα μια στίλβη που δεν της αξίζει.
Κάλλιστα μπορούν να το διαβεβαιώσουν και οι επιβάτες της, ότι τίποτα το εκθαμβωτικό δεν υπάρχει εκεί μέσα. Το μαύρο σκοτάδι δεν βοηθάει να κοιτάζει κάποιος έξω από το παράθυρο. Αναπόφευκτα, στρέφουν τα κεφάλια προς τα μέσα, στον απέναντι ή τον διπλανό που ήδη αισχυντηλά σε περιεργάζεται, διασταυρώνοντας απειροελάχιστα το βλέμμα, ενώ επιστρέφει στο αυτιστικό του κέλυφος. Έτσι, ο αμφιβληστροειδής συνεχίζει την περιπλάνησή του στον χώρο, μέχρι να βρει μια ασφαλή γωνιά.
Αυτή την ασφαλή γωνιά ψάχνουν και οι κόρες του Μανώλη. Ένα ουδέτερο νεκρό μέρος μέσα στο βαγόνι, στο οποίο μπορεί να καρφώσει το βλέμμα και να ξεκρεμάσει πάνω εκεί την αμηχανία του. Ο γέρος δίπλα του, οινοβαρής και αποκαρωμένος, αδιαφορεί για τις κοινωνικές σταθερές. «Και καλά κάνει», σκέφτεται ο ήρωάς μας. Κοιμάται του καλού καιρου, ροχαλίζοντας με θράσος, έχοντας στα πόδια του για συγχορδία κρουστών μια άδεια σχεδόν μπουκάλα που χόρευε στον ρυθμό του τρένου. Ο καλοστεκούμενος πενηντάρης απέναντί του έχει μια εφημερίδα μπροστά για παραπέτασμα, που δεν έχει κατεβάσει στιγμή και αποτελεί τον άνθρωπο-μυστήριο του βαγονιού. «Μήπως δεν είναι άνθρωπος..;»
Μα καλά, και πώς ξέρει ο Μανώλης πως είναι καλοστεκούμενος πενηντάρης; …γεννιέται το εύλογο ερώτημα.
Εντάξει, δεν είναι απόλυτα ακριβές ότι στα τούνελ, όταν κοιτάς προς το παράθυρο, δεν βλέπεις τίποτα... Βλέπεις το εσωτερικό του τρένου, αλλά μέσω του μυστικού καθρέφτη. Νοιώθεις, λες και τους παρακολουθείς από την κλειδαρότρυπα παράνομα, γι’ αυτό και όλοι στρέφουν το κεφάλι από το παράθυρο, να μην θεωρηθεί πως κατασκοπεύουν.
Όλοι λοιπόν έχουν βρει την ασφαλή γωνιά τους και έχουν αράξει το βλέμμα τους, εκτός από τον Μανώλη. Και αυτό το Μοναστηράκι-Ομόνοια είναι ατελείωτο, ούτε η διώρυγα της Μάγχης.
«Siemens».
«Ωωωπ, στάσου, τι είναι αυτό;» Τα μάτια του κολλάνε στη μεταλλική ταμπελίτσα στο τέρμα του βαγονιού. «Siemens», μονολογεί απο μέσα του, «παντού Siemens». Αυτή τη στιγμή είναι σε μια άτρακτο φτιαγμένη από τη γερμανική εταιρεία. Αυτή η άτρακτος βρίσκεται πάνω σε μια σταθερή τροχιά που δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την πορεία και ούτε μπορεί να παρέμβει ο ίδιος σε αυτό. Έτσι νοιώθει τη ζωή του, ένα όχημα που το τηλεκατευθύνουν, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να επέμβει στον χειρισμό του.
Τα φώτα σβηνουν απότομα, ενώ η αμαξοστοιχία χαμηλώνει ταχύτητα, μέχρι να σταματήσει τελείως. Απόλυτο πυκνό σκοτάδι, τόσο πυκνό, που νοιώθεις πως για να περάσεις, πρέπει να ανοίξεις δρόμο με τα χέρια σου. Το μυθολογικό χάος στη σύγχρονη εκδοχή του. Η αρχική βουβαμάρα δίνει τη θέση της σε ψιθύρους ανησυχίας.
«Τι έγινε; Χάλασε;»
Κάποιοι, πιο ανήσυχοι, αρχίζουν να φωνάζουν. Σιγά σιγά ανάβουν οι πρώτοι αναπτήρες. Η ατμόσφαιρα γίνεται κατανυκτική. Τα πρόσωπα αχνοφωτίζονται από τα τσακ-μάκια, παίρνοντας μια όψη μεταφυσική, με σοβαρή ή τρομαγμένη έκφραση. Είναι Δεκέμβρης και τα χνώτα των επιβατών σχηματίζουν λευκά απόνερα υπό το πελιδνό φως των αναπτήρων. Θα έλεγε κανείς πως αυτό το κρύο, σε συνδυασμό με τη μαυρίλα, είναι η ίδια η κόλαση. Ένας παγωμένος σκοτεινός τάφος, φτιαγμένος απο τη Siemens.
Ο λογισμός του Μανώλη καλπάζει πάνω από το μεταλλικό κουτί, πάνω από τους τόνους χώματος, τσιμέντου και σιδερένιου πλέγματος, ξανά πάνω στον οξυγονωμένο αέρα, μακριά από τον μαύρο αυτό τάφο.
Ήδη έχουν περάσει δέκα λεπτά μέσα σε αυτό το έρεβος και δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Οι αναπτήρες σιγά σιγά αρχίζουν να αδειάζουν, μαζί με την ψυχραιμία του φοβισμένου έμψυχου φορτίου. Από τα μεγάφωνα ακούγεται ο μηχανοδηγός με καθησυχαστική φωνή, να προτρέπει όλους να παραμείνουν ψύχραιμοι και υπομονετικοί. Η βλάβη σύντομα θα αποκατασταθεί.
Ο ηλικιωμένος στο βάθος, κάτω από το ταμπελάκι «Siemens», χαλαρώνει τη γραβάτα και μετά η μορφή του εξαφανίζεται, καθώς η φλόγα του αναπήρα παραδίπλα πεθαίνει. Ακούγεται πια μόνο η παρακλητική φωνή του για λίγο νερό, καθώς αισθάνεται άδειος από αέρα. Πολλοί επιβάτες έχουν ανοίξει τα κινητά τους, σε μια προσπάθεια να μεταφέρουν στο αρχέγονο σκοτάδι λίγο πολιτισμό. Ο χώρος πλέον μοιάζει σαν διαστημική άτρακτος, χιλιάδες μίλια μακριά, σε έναν παγωμένο και σκοτεινό γαλαξία.
Το νερό δεν έχει έρθει ακόμα. Φαίνεται, υπάρχει έλλειψη σε αυτόν τον διαστημικό σταθμό και ο θεός Πάνας αρχίζει να κατηφορίζει την πλαγιά με σάλαγο, κάνοντας τον γερο-άνδρα να είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Αναβοά βοήθεια, διασπείροντας τον φόβο και στους συνεπιβάτες του. Ο πανικός ειναι εδώ.
Ο Μανώλης αρχίζει να νοιώθει τους πνεύμονές του ανίκανους να εισπνεύσουν την απαραίτητη ποσότητα οξυγόνου, ενώ ο κόμπος στο στομάχι μεγαλώνει την αγωνία του. Ο κύριος στο βάθος, απ’ όσο μπορεί να διακρίνει, είναι πλέον ξαπλωμένος στο πάτωμα, καθώς δυο-τρεις είναι από πάνω του προσπαθώντας να τον συνεφέρουν. Τα χέρια του τα νοιώθει υγρά περιέργως, παρά το κρύο, την ίδια στιγμή που όλα μέσα στο βαγόνι αρχίζουν να μοιάζουν με φίλμ ταινίας που κυλάει μπροστά στο ανήμπορο σώμα του. Ο χώρος αρχίζει να στενεύει ασφυκτικά, ενώ οι χιλιάδες τόνοι που βρίσκονται από πάνω ήδη βαραίνουν τους ώμους του, σε σημείο που θέλει να γονατίσει. Νοιώθει να συμπιέζεται ανάμεσα στο μέταλλο και το τσιμέντο.
Τραβάει τον μοχλό αυτόματου ανοίγματος των θυρών με όλη του τη δύναμη. Πίσω του βρίσκονται πεσμένες στο πάτωμα δύο νεαρές που έτυχε να βρίσκονται ανάμεσα σε αυτόν και τη σωτηρία του.
Πλέον επικρατεί ένα πανδαιμόνιο, ενώ κεφάλια ξεπροβάλλουν από τα παράθυρα των άλλων βαγονιών. Δεν τον νοιάζει τίποτα. Λίγο ακόμα να είχε μείνει μέσα και θα είχε πεθάνει. Κι έξω όμως δεν είναι πολύ καλύτερα. Είναι στριμωγμένος ανάμεσα στο τσιμέντο του τούνελ και το μέταλλο του βαγονιού. Η ανάσα του ίσα ίσα φτάνει για να οξυγονώσει το μουδιασμένο κορμί του. Παλεύει για τη ζωή του, ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι με το ένα χέρι το μέταλλο και το τσιμέντο με το άλλο, τυφλός Σαμψών στην τελευταία παράστασή του.
Έτσι ακριβώς, όπως χαροπαλεύει μια ζωή μέχρι τώρα, στα τριάντα του χρόνια, μεταξύ σφύρας και άκμονος. Ποτέ η ζωή δεν ήταν απλόχερη μαζί του και ποτέ ο ίδιος δεν πίστευε πως άξιζε κάτι καλύτερο από αυτό που ήδη είχε, το τίποτα. Δεν είχε οικογένεια, ρίζες. Δεν είχε σπίτι, γειτονιά. Για χρήματα, ούτε για αστείο. Το μόνο που κατείχε ήταν η ίδια του η ζωή, το σαρκίο του. Ένα τίποτα δηλαδή. Όπου κι αν βρέθηκε, κατάλαβε ότι η ζώη ενός ανθρώπου δεν μετράει. Βέβαια, καμιά φορά σκεφτόταν αυτά που του έλεγε ο παπα-Γρηγόρης, τότε που ερχότανε να εξομολογήσει τα παιδιά του Ορφανοτροφείου.
«Ουδείς γνωρίζει τι τέξεται η επιούσα, παιδιά μου. Να έχετε πίστη και υπομονή.»
Πίστη και υπομονή... Μα από την πολλή υπομονή του είχε βγει η πίστη και τούμπαλιν...
«Ρε, τρελός είσαι, πού πας;»
Μόλις είχε περάσει δίπλα από το κουβούκλιο του μηχανοδηγού που του φώναζε κατακόκκινος, ενώ οι μύες του προσώπου και του λαιμού είχαν συσπαστεί σε τέτοιο σημείο που έμοιαζε παραμορφωμένος. Φυσικά το σκοτάδι και η τρομάρα του ήρωά μας δεν του επέτρεπαν να θαυμάσει αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας που βρυχάται πίσω του, όλο και πιο πίσω, όλο και πιο βαθειά, καθώς ξεμάκραινε από τον συρμό.
Από μικρός αναρωτιόταν τι θα γίνει αν πατήσει άνθρωπος πάνω στις γραμμές. Η κυρα-Μορφία, μια ευγενική γριούλα με λευκό περιποιημένο κότσο και πολύχρωμο φουλάρι στο λαιμό, του έλεγε κάθε Κυριακή απόγευμα που τον γύρναγε στο ορφανοτροφείο, πως πρέπει να προσέχει πολύ, γιατί, αν πέσει, θα τον κάψει το ρεύμα. Και όταν έμπαινε μέσα στο βαγόνι, πόσο πολύ ήθελε να τραβήξει αυτόν τον μοχλό, να δει τι θα γίνει. Όμως δεν του έκανε καρδιά να στενοχωρήσει την κυρα-Μορφία που ήταν τόσο καλή μαζί του. Του έφτιαχνε όμορφα φαγητά και γλυκά. Κάθε μεσημέρι Παρασκευής που ερχόταν και τον έπαιρνε από τον Πειραιά, του έφερνε ζεστό ζυμωτό αφράτο ψωμί με μορταδέλα. Αφού έτρωγε λαίμαργα το κολατσιό του, πηγαίνανε στο Φάληρο, στο λούνα-παρκ, να μπούνε στο αγαπημένο του τρενάκι του τρόμου. Την καημένη, πόσο τρόμαζε κάθε φορά που δυο φώτα ερχόντουσαν με ταχύτητα από την αντίθετη μεριά του σκοτεινού τούνελ.
Η γη σείεται κάτω από τα πόδια του, λες και οι γραμμές αποκτούν ζωή. Ίσα που προλαβαίνει να κολλήσει την πλάτη του στον υγρό τσιμεντένιο τοίχο, χτυπώντας με δύναμη το κρανίο του. Τα αγριεμένα φώτα περνούν σαν φλεγόμενα βέλη ξυστά του, κοιτώντας τον με απορία. Το κολασμένο ουρλιαχτό της κόρνας του τρένου σίγουρα ήταν μεταλλαγμένες βρισιές και κατάρες του μηχανοδηγού. Το ογκώδες μηχάνημα έσπρωχνε όλον τον αέρα στα πλευρά του φιδόσυρτου κορμιού του, χαστουκίζοντας με λύσσα την ανθρώπινη ταπετσαρία και μετά, άρχισε επιτέλους να απομακρύνεται, παίρνοντας μαζί του τον ορυμαγδό. Μόλις είχε καταλάβει τι πέρναγε η κυρα-Μορφία.
Η αποβάθρα στο βάθος θαμποφαίνεται πλέον, μαζί και κάποιοι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται πάνω της.
«Ρε συ, δεν θα το πιστέψεις! Μόλις ανέβηκε ένας τύπος από κάτω, από τις γραμμές!!», λέει η κυρία που μιλάει στο κινητό της.
Ο φτωχοντυμένος νεαρός αργά αργά προχωράει προς την έξοδο κοιτώντας χαμηλά. Η προηγούμενη κινητικότητα του σταθμού έχει δώσει τη θέση της σε μια φωτογραφική αποτύπωση, όπου γυρισμένα κεφάλια με μαρμαρωμένες εκφράσεις κοιτάζουν εξεταστικά και απορημένα τον περίεργο εκείνο αγύρτη.
Επιτέλους, έξω στον φρέσκο αέρα! Εισπνέει βαθειά και κάθεται σε ένα παγκάκι. Έχει ήδη σουρουπώσει και χρειάζεται να βρει ένα απάγκιο να αποσπερίσει με τη μιζέρια του. Μόλις σήμερα είχε λήξει η φιλοξενία του στον ξενώνα αστέγων. Τέσσερις μήνες είχε μείνει εκεί. Είχε ένα πιάτο φαΐ και μια σκέπη. Κάθε μέρα στη γύρα για δουλειά, ό,τι δουλειά να ’ναι. Χτύπησε όλες τις πόρτες, όλα τα κουδούνια, όλα τα τηλέφωνα. Υποσχέσεις, αρνήσεις ευγενικές, προσβολές, αοριστίες, περιστασιακά μεροκάματα της πείνας. Να ζήσει ήθελε, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν ή δεν μπορούσε να νοιαστεί.
«Κρίση, φίλε μου, άσε το τηλέφωνό σου κι αν υπάρχει κάτι, θα σε πάρουμε».
Δεν είχε κινητό όμως. Το είχε πουλήσει πριν δύο χρόνια, τότε που είχαν ζορίσει τα πράγματα και ο μεγάλος κατήφορος είχε ξεκινήσει. Φαύλος κύκλος η ιστορία. Σαν την κινούμενη άμμο, όσο πιο πολύ προσπαθείς, τόσο πιο βαθειά σε ρουφάει.
Τώρα, ξαπλωμένος πάνω στο παγκάκι, μακριά από το σιδερενιο φίδι της Siemens, ένοιωθε ήρεμος, παραδομένος. Και η κινούμενη άμμος ήταν καλή μαζί του, δεν τον ρούφαγε πιο κάτω. Τον είχε χωμένο μέχρι τον λαιμό, ήσυχο, παθητικό, να περιμένει άργα το τέλος του.
Πρώτη νύχτα που θα μείνει έξω στον δρόμο. Τόσα χρόνια κάπως τα βόλευε από ίδρυμα σε ξενώνα ή δημόσιο υπνωτήριο. Πότε πότε που είχε μια σχετικά σταθερή δουλίτσα, νοίκιαζε και ένα διαμερισματάκι, απ’ όπου κατέληγε να φεύγει νύκτωρ κυνηγημένος.
«Φίλε, έχεις ενα τσιγαρο;»
Η σιωπή και το υποτιμητικό, μαζί με έκφραση αηδίας, βλέμμα του κυρίου με την μπεζ καπαρντίνα, τον έκανε να καταλάβει για τα καλά ότι αυτή η περίοδος θα είναι η χειρότερη και πιο αδίστακτη της ζωής του. Έπρεπε να επιβιώσει, τουλάχιστον αυτό ήθελε ακόμα.
Οι επόμενες ημέρες κυλούν με τον ίδιο αρρωστιάρικο ρυθμό. Ο αγώνας καθημερινός για να δει το φως της επόμενης ημέρας.
Το λημέρι του ήταν εκεί κοντά στον σταθμό, όπου είχε απλώσει το χαρτόκουτο Siemens που είχε βρει στα σκουπίδια. Αυτό το χάρτινο κρεβάτι, μαζί με μια στίβα κουβέρτες που του είχαν δώσει μερικοί ευγενικοί εθελοντές, ήταν το σπιτικό του. Δεν είχε κλειδί για να μπει, μονάχα τα άφηνε δίπλα στο στασίδι του Χρήστου, του περιπτερα. Ροβόλαγε από κει και σεργιανιζε όλη την Αθήνα. Περπατούσε αργά, με τα μάτια χαμηλωμένα να μην βλέπει τα πρόσωπα που τον είχαν ξεχάσει και τον προσπερνούσαν αδιάφορα. Κάτω το βλέμμα, για να βρει κάτι που για εκείνον θα είχε αξία. Κάποιο κέρμα που θα του εξασφάλιζε ένα καφεδάκι, μια τυρόπιτα. Πακέτα τσιγάρα με ξεχασμένα κάνα-δυο μέσα ή ακόμα και γόπες σχεδόν άθικτες, από βιαστικούς και αγχώδεις καπνιστές. Όλη τη μέρα κάτω το κεφάλι, γιατί έτσι έμαθε πως μπορεί να ζήσει.
Καμιά φορά άραζε εκεί στην πλατεία στον σταθμό του Μοναστηρακίου. Εκεί που είχε βγει πριν ένα μήνα μέσα απο τα έγκατά του. Χάζευε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν βιαστικός για κάποιο λόγο ή χωρίς λόγο. Προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις τους, να βρει με τι ασχολούνται, πού πηγαίνουν και τι σόι άνθρωποι είναι. Ένας ηδονοβλεψίας χαρακτήρων και ζωών.
Να, αυτός ο χαρτογιακάς με τον τετράγωνο δερμάτινο χαρτοφύλακα και το γκρι σακάκι φωνάζει από μακριά πως είναι δικηγόρος. Με την περιποιημένη φράντζα του και την φρεσκοξυρισμένη μούρη του, …τον φαντάζεται ήδη στο δικαστήριο να αγορεύει γεμάτος έπαρση και πονηριά.
Και εκείνος ο γέρος με το καρό καβουράκι, νέος μιας άλλης εποχής. Περπατάει αγέρωχος προς τα παλαιοπωλεία. Συνταξιούχος ναυτικός, πρωτος μηχανικός στα γκαζάδικα, έχει φάει το αλάτι της θάλασσας με το κουτάλι. Μέσα στα καζάνια, στην κοιλιά του πλοίου, σε θερμοκρασίες κολάσεως. Τώρα απολαμβάνει τη δύση της ζωής του. Ντυμένος κομψά, με το σακάκι, τη γραβάτα και το μάλλινο γιλεκάκι, πηγαίνει να ρίξει μια ματιά για τη συλλογή του με τα γραμματόσημα. Αγαπημένα του, αυτά των βασιλιάδων της Ελλάδος, τότε που, όπως λέει η πατρίδα, είχε κορώνα στο κεφάλι της και δεν ήταν παραπαίδι των Ευρωπαίων…
Να σου και δύο σχολιαρόπαιδα. Τρέχουν με φωνές και σπρωξίματα ο ένας στον άλλο. Μαυροντυμένοι με φούτερ, αθλητικά παπούτσια και τα σακίδια στην πλάτη. Αμούστακα μειράκια, θερμόαιμα αγοράκια που εκτονώνονται σαν νεαρά μοσχαράκια, με σπρωξιές εν μέσω φωνών, βρισιών και πειραγμάτων. Δύο νέοι που ελπίζουν σε έναν κόσμο που έχει χάσει την ελπίδα του.
Έχει πολλή ζωή ο σταθμός, τόση που, κάθε φορά όταν νοιώθει πως τελειώνει η δική του, έρχεται εδώ για να βρει κίνητρο να συνεχίσει. Πολλές μέρες τίποτα δεν τον συγκινεί. Νοιώθει πως θέλει να ξαναμπεί στα έγκατα του σταθμού, περιμένοντας τα δύο κίτρινα πυρωμένα μάτια από το βάθος να περάσουν πάνω από το κορμί του.
Όλα τα μαγαζιά, απο την Ομόνοια μέχρι τον Κεραμεικό, τον ξέρουν. Σε όλους έχει ζητήσει δουλειά και έχει κάνει για το μεροκάματο όλες τις δουλειές. Από σερβιτόρος, λαντζέρης, μεταφορέας, αχθοφόρος, αποθηκάριος. Πάντα κάτι έβρισκε κουτσά στραβά. Αυτά τα καταραμένα δύο χρόνια, τίποτα. Κάποιοι έβλεπαν την ανέχειά του και του έδιναν κανένα ψιλό. Βλέπεις, η νέα τάξη πραγμάτων, μαζί με τον τομαρισμό και τη φιλαυτία, γεννάει και συμπόνοια προς τον πλησίον σε μερικές περιπτώσεις. Τι να κάνει λοιπόν; Δεν το γούσταρε, αλλά άπλωνε το χέρι και δεχόταν τον οβολό. Πέρναγε και από τα συσσίτια στις εκκλησίες της περιοχής. Δεν είχε παράπονο από φαγητό, τον ξεγέλαγε τον καταπιόνα του… Στην αρχή αισθανόταν άβολα, όταν περίμενε στην ουρά στο πεζοδρόμιο υπό το βλέμμα των περαστικών. Μετά συνήθισε, όλα συνηθίζονται. Το σκοτάδι συνηθίζεται, αρκεί να έχεις τα μάτια κλειστά... Και έκλεινε τα μάτια και περίμενε στην ουρά, έκλεινε τα μάτια και ονειρευότανε κουλουριασμένος πάνω στο Siemens χαρτόκουτό του...
Ξεχειμώνιασε λοιπόν εκεί πάνω στο πεζοδρόμιο, στον σταθμό στο Μοναστηράκι, περιμένοντας , όπως και όλη η Ελλάδα την επόμενη δόση...
Και η δόση ήρθε, τουλάχιστον για εκείνον. Ο Χρήστος, ο βιβλιοπώλης, του πρότεινε να δουλέψει στη μικρή επιχείρησή του στη Ρόδο. Τον είχε συμπαθήσει τον Μανωλιό, όπως τον έλεγε. Έβλεπε ότι ήταν έμπιστο και φιλότιμο παλικάρι και χαιρόταν που του έδινε μια ανάσα ζωής. Είχε μερικά ενοικιαζόμενα δωμάτια και ήθελε κάποιον στο πόδι του, όσο αυτός θα πηγαινοερχόταν στην Αθήνα. Πραγματικά, από την ώρα που ο Χρήστος του ανακοίνωσε το νέο, έκανε τη συνηθισμένη του βόλτα στην Αθήνα με ψηλά το κεφάλι. Μετά από μήνες παρατήρησε πόσα μαγαζιά είχαν κλείσει, αλλά και πόσο χρώμα υπήρχε σε αυτόν τον κόσμο που συρρικνωνόταν. Το ζεστό εκείνο πρωινό ένοιωσε τις ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν ευεργετικά τα κόκαλα και την ύπαρξή του όλη, αφήνοντας πίσω τον παγωμένο χειμώνα και το χάρτινο κρεβάτι του.
Το ταξίδι για το νησί ήταν μια πολύ πρόσχαρη διαδικασία. Ένοιωθε τόσο έμπλεος συναισθημάτων ευχαρίστησης, αγαλλίασης και ελπίδας. Για πρώτη φορά στήθηκε σε ουρά για να παρει φαγητό και δεν ένοιωσε ντροπή. Βλέπεις, ο άγιος Χρήστος τον είχε χαρτζιλικώσει καλά.
Κατεβαίνοντας στο λιμάνι, όλα του φάνηκαν περιλουσμένα με μια ιλαρή φωτεινότητα, μαζί και ο ίδιος, τρισόλβιος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Αν ήταν εκεί ο Κολοσσός της Ρόδου, σίγουρα θα ζήλευε το μεγαλείο του.
Το μέρος γρήγορα το αγάπησε και τον αγάπησε. Ήταν Απρίλης όταν έφτασε και ήδη, μέσα στον ολάνθιστο Μάη είχε γνωρίσει όλο το λιμάνι της Ρόδου. Είχε αποκτήσει μια καθημερινότητα, ένοιωθε πως ανήκει κάπου. Όταν τέλειωνε τις δουλειές από τα δωμάτια, κατέβαινε στο λιμάνι να πιει το καφεδάκι του δίπλα στη θάλασσα. Μίλαγε με όλους τους γνωστούς και λάτρευε να πιάνει κουβέντα με αγνώστους από διπλανά τραπέζια. Ρούφαγε με μανία όλες τις πληροφορίες για τις ξένες χώρες, που μάθαινε από τους τουρίστες, και το βράδυ, όταν ξάπλωνε, οργάνωνε από ένα ταξίδι. Πότε έπινε το καφεδάκι του στις παρυφές του Πύργου του Άιφελ, πότε περπάταγε μέσα στα λιθόδμητα σοκάκια της αιώνιας πόλης. Άλλοτε, περπάταγε μέχρι και πάνω στον επιβλητικό όγκο του Μεγάλου Τείχους στη μακρινή Ανατολή.
Σε μια από αυτές τις καθημερινές συναντήσεις στο λιμάνι, γνώρισε την Άνγκελα. Ξανθή τριανταπεντάρα Γερμανίδα, από την επαρχία του Μούνχεμπαχ, με κοφτερά χαρακτηριστικά και ροδαλό δέρμα. Ειδικά όταν σε εκείνη την πρώτη τους βόλτα της έπιασε το χέρι και την τράβηξε κοντά του, εκείνη κοκκίνισε τόσο που ο Μανώλης νόμιζε πως θα εκραγεί! Από τότε την φώναζε «ντοματούλα». Η Άνγκελα ήταν κόρη πλούσιας οικογένειας. Είχε σπουδάσει νομικά, αλλά η κύρια ασχολία της ήταν η διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας. Είχε την οικονομική και χρονική δυνατότητα να μείνει στο Γκρίχελαντ όλο το καλοκαίρι και το έκανε. Ίσως να ήταν η μόνη αγαπητή Γερμανίδα σε όλο το νησί και αυτό, χάρη στον Μανώλη. Όλοι οι κάτοικοι του νησιού ήταν εξαγριωμένοι με τους Γερμανούς και την πολιτική που ασκούσαν στην Ελλάδα. Το νησί πενθούσε τουριστικά εδώ και αρκετά χρόνια και η πληρότητα των καταλυμάτων καθε χρονιά χειροτέρευε. Δεν έλειπαν πλέον και τα επεισόδια εις βάρος Γερμανών, όταν η νύχτα και το ποτό αναλάμβαναν εργασία. Σε ένα από αυτά τα επεισόδια είχε χρειαστεί να παρέμβει και ισχυρή αστυνομική δύναμη. Έκτοτε, το Υπουργείο Τουρισμού της Γερμανίας έστειλε κατευθυντήριες οδηγίες να αποφεύγεται σαν ταξιδιωτικός προορισμός η Ελλάδα του χάους, όπως την αποκάλεσε η Bild.
Η πρώτη μανιασμένη σοροκάδα χτύπησε το νησί και μαζί της πέταξαν και τα τελευταία αεροπλάνα γεμάτα τουρίστες, σαν άλλα αποδημητικά πουλιά. Η Άνγκελα άρχιζε να αναπολεί με νοσταλγία την πατρίδα της, ενώ ο Μανώλης άρχιζε να αναπολεί με πόνο την χαρτόκουτά του, καθώς η σεζόν έφτανε στο τέλος της και έπρεπε καπου να ξεχειμωνιάσει. Το απόγευμα στο καφέ είχε γίνει μελαγχολικό. Φύσαγε και τα κύματα χτυπούσαν μανιασμένα τον λιμενοβραχίονα. Άφριζαν και ξάσπριζαν πάνω στο τσιμέντο που έστεκε εκεί, αλύγιστος κυματοθραύστης, προστάτης του λιμανιού από τα θεριά της φύσης. Πλέον η κίνηση στο κοσμοπολίτικο επίνειο από μικρά και μεγάλα πλοία είχε μηδενιστεί. Φαίνεται πως ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί και μαζί με τον κύκλο των εποχών, έκλεινε και ένας κύκλος ζωής. Έπρεπε να σκεφτεί τι θα κάνει απο δω και πέρα. Η Άνγκελα τον παρακαλούσε να επιστρέψει μαζί της στη Γερμανία, όμως εκείνος ήθελε να μείνει στην Ελλάδα. Ένοιωθε ήδη αρκετά νομάδας μέσα στην ίδια του τη χώρα, μέσα στην ίδια του τη ζωή, δεν άντεχε και τη ρετσινιά του μετανάστη σε μια χώρα που θα τον κοίταζαν καχύποπτα σαν τον παρειά της Ευρώπης.
Ο αποχαιρετισμός στο αεροδρόμιο βουβός, παγωμένος σαν τον χειμώνα που πλησίαζε. Λίγες κουβέντες, χωρίς καμιά υπόσχεση για το μέλλον. Ήξεραν και οι δυο πως ήταν η τελευταία φορά που τα μάτια τους ευθιάζονταν μεταξύ τους. Την κοίταξε από την κορυφή μεχρι τα νύχια με μια χορταστική ματιά θύμησης. Έκλεισε αυτή την εικόνα στο μυαλό του, τη φίλησε μουδιασμένα, γύρισε και έφυγε. Αυτό ήταν το υπέροχα πικρό τέλος. Όλη αυτή η περίοδος ήταν μια όαση. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και ολοφύρεται, έκδοτος πλέον στην τρικυμία των παθών της ψυχής. Θρηνεί για τη ζωή που τόσα χρόνια είχε χάσει, για το παρόν που τέλειωσε και το μελλον που απέρριψε. Ξέρει πως η μητέρα Ελλάδα δεν έχει να θρέψει τα παιδιά της. Ξέρει ότι τα στέλνει να ξενοδουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί. Όμως επιλέγει να μείνει εδώ, στη γνωστή φτώχεια του, σε μια χώρα που βουλιάζει στο χάος της παγκοσμιοποίησης, παρασύροντας μαζί της, στα τρίσβαθα αυτής της αβύσσου, το ένδοξο παρελθόν της, σαν άλλος μεγαλοπρεπής Τιτανικός, τόσο ασήμαντος και μικρός στον απέραντο μεγάλο Ωκεανό.
Οι ετοιμασίες της επιστροφής μηχανικές κα άχρωμες. Φεύγει σαν τον κλέφτη, χωρίς να αποχαιρετίσει κανέναν, δεν έχει διάθεση και λυπάται γι’ αυτό. Ποτέ δεν του άρεσαν οι αποχαιρετισμοί.
Βαρέθηκε να αποχαιρετά ανθρώπους, σπίτια, δωμάτια, δρόμους. Νομάδας, αυτό ήταν πάντα, νομάδας εσωτερικού.
Το πλοίο βαθαίνει σιγά σιγά και η Ρόδος εξαφανίζεται σαν την Ατλαντίδα μέσα στη θάλασσα. Βυθίζεται στα κύτταρα του μυαλού του και χάνεται στη λήθη. Μένει στην πρύμνη, ενώ ο αέρας του ανακατεύει τα μαλλιά, μέχρι να μην μπορεί να διακρίνει ούτε μια γωνιά του νησιού, να μην βλέπει τίποτα. Από το τίποτα έρχεται, στο τίποτα πηγαίνει. Δεν τον περιμένει κανείς και τίποτα. Στο σαλόνι του πλοίου χαζεύει τις ειδήσεις. Το δελτίο αναφέρεται στο πρόβλημα της ανεργίας που βασανίζει τη χώρα και τη γενικότερη ύφεση. Ξέρει πως τον περιμένει η σκληρη επιβίωση
Η μπουκαπόρτα ανοίγει, παράγοντας ένα μεταλλικό κροτάλισμα, δείχνοντάς του τον δρόμο προς την έξοδο.«Πού να πάω», σκέφτεται. Περπατάει νωθρά, με σκυμμένο το κεφάλι. Νοιώθει για τα καλά την ανάσα του θλιμμένου μαύρου σκύλου στο πρόσωπο του. Η απόγνωση έχει επιστρέψει θριαμβευτικά.
Τρέχει γρήγορα στον σταθμό του ηλεκτρικού. Έχει βρει τη λύση. Το ταξίδι σύντομο. Έχει κατέβει ήδη στο γνωστό του Μοναστηράκι και πηδά από την πλατφόρμα κάτω στις ράγες. Τρέχει προς τα κει, όπου πριν από μερικούς μήνες ήθελε να ξεφύγει. Τρέχει μέσα στο τούνελ. Το πεπρωμένο του έρχεται με ταχύτητα να τον συναντήσει. Η λύση τελικά στο αδιέξοδο και την απόγνωση έχει βρεθεί. Τρέχει με αγαλλίαση, με ανοιχτά τα χέρια, σαν να θέλει να αγκαλιάσει τον παγωμένο μεταλλικό όγκο που έρχεται με ταχύτητα προς το μέρος του. Η απόσταση που τους χωρίζει μειώνεται και οι κραδασμοί του εδάφους που αγκομαχά υπο το βάρος του σιδερένιου φιδιού, φτάνουν στα πόδια του. Ο θόρυβος γίνεται εκκωφαντικός. Τα φώτα αναβοσβήνουν σχεδόν με απόγνωση, ενώ το μακρόσυρτο σφύριγμα ακούγεται σαν παρακλητική απορία. Είναι ανυποχώρητος, πατάει γερά και τρέχει με όλη του τη δύναμη. Η στιγμή έχει φτάσει. Νοιώθει σχεδόν στο πρόσωπό του το παγωμένο μέταλλο.
Η γλώσσα της Άνγκελα, παγωμένη και υγρή, τον ξυπνάει από το όνειρο. Πετάγεται και σκουπίζει το πρόσωπό του αντανακλαστικά.
«Άτιμη, με έκοψες στο καλύτερο», λέει χαμογελώντας ο γκριζομάλλης άστεγος, ενώ χαϊδεύει το μακρύ τρίχωμα του σκυλιού. Εκείνη ανταποδίδει τα χαμόγελα κουνώντας ρυθμικά την ουρά.
Πάνε τόσα χρόνια που γύρισε από τη Ρόδο και το ίδιο όνειρο τον επισκέπτεται αραιά και πού, αλλά με διαχρονική συνέπεια.
Σηκώνεται και διπλώνει το χαρτονένιο κρεβάτι του. Σε λίγα λεπτά αρχίζουν να ξυπνάνε και οι άλλοι γύρω του. Ο σταθμός στο Μοναστηράκι έχει γεμίσει αστέγους, καθώς είναι πλέον χώρος ύπνου για τους άστεγους αυτής της χώρας.
Κάθε μέρα το ίδιο γνώριμο σκηνικό. Έρχονται τα λεωφορεία και μαζεύουν κόσμο για το εργοστάσιο της Siemens στην Πειραιώς. Κάθε μέρα όποιος προλαβαίνει, μπαίνει για μεροκάματο. Γι’ αυτό, μαζί με τα λεωφορεία, έρχονται και λεωφορεία με ιδιωτικη αστυνομία που δεν διστάζει να πυροβολεί με λαστιχένια πυρά για να διατηρήσει την τάξη.
Ο Μανώλης είχε κουραστεί πια να συμμετέχει σε αυτήν την καθημερινή αρένα του Κολοσσαίου. Προτιμά να κάνει τη βόλτα του στην Ακρόπολη που οι περισσότεροι κατα καιρούς κατακτητές, όπως και οι τωρινοί, έχουν σεβαστεί. Μάλιστα, έχουν επιστρέψει εδώ και χρόνια όλα τα αρχαία πίσω και φαίνεται να έχουν μπει τα πράγματα στη θέση τους. Μια μεγάλη νίκη για την Ελλάδα, όπως λέγανε τότε οι εφημερίδες.
Τα νεκρά αυτά μάρμαρα, για έναν ανεξήγητο λόγο, του δίνουν ζωή. Το χώμα των ένδοξων προγόνων του ζεσταίνει την καρδιά. Περπατάει παρέα με την Άνγκελα, ευθυτενής και περήφανος, πάνω στον ιερό βράχο, τηβενοφόρος μεσήλικας και απαγγέλλει γελώντας με πικρία:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς!»

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

MIA OIKOΓΕΝΕΙΑ


«Έχει πεθάνει δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πάμε να φύγουμε.»
Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το ξαπλωμένο στην άσφαλτο σώμα, άρχιζε σιγά σιγά να πηγαίνει στον προορισμό του. Ο καθένας την δουλεία του και η ζωή συνεχίζεται .
«Κοίτα μαμά αναπνέει!».
Ο τετράποδος ετοιμοθάνατος αδέσποτος δανείστηκε μια ζωή από τις εφτάψυχες αλανιάρες γάτες που είχαν περάσει τόσα μαζί στους δρόμους και έπαιζε τα ρέστα του για την ζωή του.
«Ναι αναπνέει μαμά!» Περίεργοι περαστικοί ξανακοιτούσαν. Κάποιοι επαιρνα τηλέφωνα. Στην Αστυνομία, την Πυροσβεστική, στο Δήμο. Όλοι αναρμόδιοι.
«Πάρτε μια φιλοζωική!»Η φιλοζωική δεν απαντάει και ο σκύλος εξακολουθεί να παλέυει για την επόμενη ώρα. Φαίνεται να συνέρχεται και ματαια παλέυει να σταθεί στα πόδια του. Ανήμπορος και φοβισμένος μάχεται να σηκωθεί. Τα πίσω πόδια του δεν τον υπακούν.
Παλεύει να συρθεί κάτω από ένα αμάξι. Η μητέρα του Αντώνη τον αρπάζει από το γκρί  βρώμικο περιλαίμιο. «Μπράβο μαμά» φωνάζει το παιδί. Με την βοήθεια δύο ακόμα ατόμων το σκυλί βρίσκεται στο πόρτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου στο δρόμο για έναν κτηνίατρο.
«Δεν θα ξαναπερπατήσει» η επίσημη ανακοίνωση από τα χείλη του ειδικού. Το λευκό βανάκι  εκείνη τη στιγμή που μιλάνε για την μόνιμη αναπηρία του ζώου συνεχίζει εκείνη την ίδια ώρα τις μεταφορές του. Για εκείνον τον οδηγό δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τον χτύπησε και έφυγε. Σκύλος είναι τι να κάνει. Πετάχτηκε και δεν πρόλαβε. Μετά που να τον πήγαινε σκέφτηκε. Πέντε λεπτά κράτησε αυτό και επανήλθε στη ζωή όπως την ήξερε.
«Καλύτερα να του κάνουμε ευθανασία. Έιναι μεγάλο ζώο και δεν θα έχει καλή ποιότητα ζωής.»
Ο μικρός από το αναπηρικό του καρότσι κοίταζε την μητέρα του με τεράστια παρακλητικότητα στα μάτια, δακρύζοντας.
Μαμά μην τον σκοτώσουμε, ενώ ο σκύλος ήσυχος πάνω στο μεταλλικό εξεταστικό τραπέζι κουνούσε τα φρύδια του πότε από δω πότε από κεί προσπαθώντας να αφουγκραστεί και να καταλάβει τι αποφασίζουν με την τύχη του.
«Όπως θα έχετε παρατηρήσει εμείς στην οικογενειά μας δεν συνηθίζουμε να θανατώνουμε τους ανάπηρους» απάντησε η μητέρα και συνέχισε «και αυτός ο σκύλος είναι μέρος της οικογενειάς μας από σήμερα»


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΜΑΥΡΟΣ



Δεν είχε νούμερο φορεμένο, απλά με ακολούθησε από τον Τύμβο του Μαραθώνα, σαν μια καρμική συνάντηση να εξελισσόταν. Λες και είχε βγει για ενα long run και είπε να το τρέξει μαζί με κόσμο για να μην είναι μόνος του. Μεσήλικας, καλοστεκούμενος, με κάτασπρο δόντι. Εντύπωση μου έκανε πώς ξεχώριζε, σε αντίθεση με τα μαύρα που φορούσε. Δεν λέγαμε κουβέντα, απλά πήγαινε δίπλα μου, σαν να ήταν ένας καλά προετοιμασμένος pacer. Δεν μιλάγαμε, μόνο καμιά φορά προπορευόταν ελάχιστα και φαινόταν το ασπράδι του ματιού να ελέγχει πίσω αν ακολουθώ. Ήταν μια περίεργα ευχάριστη παρέα στο μοναχικό αυτό ταξίδι μου μέχρι το Καλλιμάρμαρο.
Πρώτη φορά έτρεχα αυτή την απόσταση και φοβόμουν. Δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω μέχρι εκεί. Στην αφετηρία σκεφτόμουν τι ωραία που θα ήταν να είχα παρέα έναν συντρέχτη. Τα μοναχικά μεγάλα τρεξίματα, εντάξει, βγαίνανε, αλλά εδώ, στο καινούργιο και άγνωστο, θες μια παρέα. Και, να σου, αυτός ο τύπος ο περίεργος, ο σιωπηλός. Σαν να με περίμενε εκεί, στην αναστροφή του Τύμβου για να με συνοδεύσει.
Είχαμε φτάσει μέχρι τον Ημι και βρισκόμουν σε καλή κατάσταση. Περπάτησα λίγο εκεί στην τροφοδοσία. Περπάτησε δίπλα μου. Είπα να τον ρωτήσω το όνομά του, αλλά μετά σκέφτηκα, τι σημασία έχει; Όλοι πρέπει να έχουν ένα όνομα; Ήταν εκεί και αυτό μου έφτανε, χωρίς συστάσεις και περιορισμούς κοινωνικούς. Του έδωσα νερό και το δέχτηκε με ευχαρίστηση. Δεν μίλησε, αλλά μου είπε ευχαριστώ. Φαίνεται δεν του άρεσαν τα λόγια, αλλά οι πράξεις. Αρχισε να αυξάνει το βήμα σαν να μου έλεγε «αρκετό χρόνο χάσαμε παρασυρμένοι στις μουσικές και το νταβαντούρι της στιγμής». Εκστασιασμένος εγώ από τη μοναδικότητα της εμπειρίας, ξεχάστηκα. Εκείνος όμως είχε στόχο. Τον ακολούθησα.. Φαινόταν πως ήξερε τι κάνει. Άρχισε να ανηφορίζει.. Είχα διαβάσει ξανά και ξανά γι’ αυτό το κομμάτι, αλλά ποτέ δεν περίμενα να είναι τόσο δύσκολο. Τρόμαξα. Ήθελα να γυρίσω να τον ρωτήσω πως νοιώθει, όμως ντράπηκα. Τα μάτια του καρφωμένα στον ορίζοντα, σαν να έκανε νοητική πρόβα τερματισμού. Στο 25 άρχισα να περπατάω. Ξεμάκρυνε ο
συνοδοιπόρος. Άρχισαν να με προσπερνάνε αρκετοί δρομείς, πολύχρωμοι, με ευφάνταστα σύνολα, κουβαλώντας ο καθένας τη δική του ιστορία για το πώς έφτασε μέχρι εδώ...
Ο ήλιος ρίχνει κάθετα τις ριπές του πλέον και εγώ παραδομένος του αφήνομαι. Τον βλέπω στην κορυφή της ανηφόρας να με περιμένει. Του κάνω νόημα να φύγει, δεν μου αντιγνέφει. Έχει κάτσει κάτω και με περιμένει. Τον φτάνω σιγά σιγά σιγά περπατώντας και του δίνω νερό από το καυτό μπουκάλι μου. Μου λέει ευχαριστώ με τον τρόπο του, τον ευχαριστώ και γω με ένα αδέξιο νεύμα του κεφαλιού.
Αποφασίζω να τρεχοπερπατήσω και φτάνουμε παρέα στον Γέρακα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.. Έχουμε φτάσει τόσο μακριά και είμαστε τόσο μακριά από τον τερματισμό.
Στον σταθμό στο Carrefour σταματάω, ρίχνω νερό στο πρόσωπο να ρυθμίσω τη θερμοκρασία μου που έχει βαρέσει κόκκινα. Οι δαίμονες μου είναι εκεί.. Η εγκατάλειψη μου κάνει ματάκια, μια όαση με νερά και αιώρα κάτω από δέντρα είναι μπροστά μου.
Τον έχασα, δεν τον βλέπω γύρω μου. Έχασα και την τελευταία μου ικμάδα. Είμαι έτοιμος να κάτσω. Το πούλμαν-σκούπα είναι έτοιμο να με καταπιεί.
Μου γαβγίζει από κάπου που δεν μπορώ να τον δω. Ψάχνω απέλπιδα να τον βρω. Νάτος, εκεί απέναντι, στον άλλο πάγκο, να δέχεται τα χάδια των εθελοντών. Εβένινος, μακρύτριχος, με μια λευκή καρδιά στο στήθος. Μου γαβγίζει επίμονα, με φωνάζει. Πρώτη φορά μου μιλούσε αυτές τις ώρες. Τρέχω και τον χαϊδεύω εγκάρδια, όχι αδέξια. Είναι φίλος μου και τον ευχαριστώ που στέκεται πλάι μου.
Πάμε για το 32, εκεί που αρχίζει ο αγώνας όπως είχα διαβάσει.. ή τελειώνει..
Μέσα στη γενική μου ψυχονοητική κατάπτωση, ακονίζω το μυαλό και αποσπώ την προσοχή από τα σμπαραλιασμένα μου πόδια να του βρω ένα όνομα.
Μπλακ, Ροκυ, Λεο, όλα τα συνηθισμένα όνοματα μου περνάνε από το μυαλό, καθώς ο εγκέφαλος έχει χάσει από νωρίς τη μάχη της γλυκόζης από τους μυς που κουβαλάνε το φορτίο μου.
Προσπαθώ.. Θορ, Μπομπ, Ρεξ. Μπαααα..
Ακούω τα τύμπανα κάτω από τη γέφυρα, εκκωφαντικός θόρυβος, πλησιάζουμε με τον..
Άστο, δεν μπορώ να συγκεντρωθω με τόση φασαρία και κούραση
Τρέχει στους τυμπανιστές, γαυγίζει, παίζει, ξεσηκώνει τον κόσμο περισσότερο. Οι θεατές από πάνω του σφυράνε, γελάνε, χαίρονται.
Ακόμα κι εγώ με συλλαμβάνω να συσπώ τους μυς του προσώπου σε μια προσπαθεια κλαυσίγελου.
Να, κατηφόρα μπροστά! Κόσμος, πολιτισμός και απερίγραπτη κούραση.
Ο Μπεν, μπααα, Τζακ, όοοχι.. Δεν γίνεται να είμαι τόσο χάλια και να μην μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο!
Περπατάω με διαλείμματα τρεξίματος.. Ο σκύλος τρέχει πάνω κάτω, κάνει κόλπα με τον κόσμο και έρχεται να μου ρίξει καμιά ματιιά να δει πώς είμαι.
«Κάνε τα δικά σου, αγόρι μου, την παλεύω», του αχνοφωνάζω.
«36 χλμ», λέει μια ταμπέλα. Να γελάσω ή να κλάψω?
Νερά και κόκα κόλα. Του δίνω λίγο κοκα κόλα, γλείφεται με λαιμαργία. Μια εθελοντής του δίνει λίγο από ένα σάντουιτς που κραταει στο χέρι. «Εμένα;», σκέφτηκα.., αλλά δεν τόλμησα να το πω.
Συνεχίζουμε εγώ κι αυτός, μάλλον αυτός κι εγώ.. Είμαι ένας κομπάρσος στο σκηνικό. Η σκηνή ειναι όλη δική του.
Με παρασύρει μέχρι τη Φειδιππίδου. Κόσμος περιμένει εκεί. Δύο φίλοι που θα έρχονταν να με δουλέψουν, είναι εκεί, συνεπείς. Δεν θα το ‘χαναν με τίποτα το χάλι μου.
«Πώς είσαι έτσι, ρε μαλάκα; Γέρασες», και γέλια μέσα από την κοιλιά!
Πού να γελάσω! Με ό,τι δύναμη μου απομένει τους κάνω την γενετήσια χειρονομία και συνεχίζω περήφανα απελπισμένος, με τον Μαύρο στο κατόπι.
Ναι, Μαύρος, μ’ αρεσει το όνομα! Αυθεντικό, λιτό και κλασικό σαν τη διαδρομή που με μαστιγώνει αλύπητα.
Ηρώδου του Αττικού, χαμος, κόσμος, νομίζω πως είμαι πρώτος.. Δεύτερος δηλαδή, ο Μαύρος πάντα προπορεύεται.
Κάνω και ένα high 5 δειλά! Άχτι το ’χα!
Ατελείωτη η κατηφόρα, κάτι έχουν προσθέσει!
Με περιμένει στην είσοδο, με τη γλωσσάρα την κατακκόκινη στο πάτωμα.
Πατάμε ταρτάν. Μαγεία! Δεν το πιστεύω τι έχω καταφέρει. Μα τι λέω! Δεν τα κατάφερα μόνος μου, δεν θα τα είχα καταφέρει μόνος.
Τερματίζω, οι δικοί μου με φωναζουν από τις εξέδρες.
Σέρνομαι να τους αγκαλιάσω, μου έχει μείνει λίγο ακόμα δύναμη.
Τους λέω για τον Μαύρο.
Μα πού είναι; Ψάχνω με το μάτι όλο τον χώρο, πουθενα! Αρχίζω να τρέχω προς διάφορες κατευθύνσεις να τον βρω.
Αλήθεια, πού βρίσκω τη δύναμη; Δεν υπάρχει γύρω μου.
Μια απελπισία με πιάνει, τι θα απογίνει αυτό το έρημο ζώο;
Σας παρακαλώ, αν τον δείτε σε καποιο κυριακάτικο τρέξιμό σας και σας ακολουθήσει, μην τον αφήσετε να χαθεί.
Υιοθετήστε τον και εκείνος θα σας ακολουθήσει μέχρι το Καλλιμάρμαρο, μέχρι την άκρη του κόσμου...