"Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκήτατό μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος", έψελνε η νεκρώσιμη ακολουθία, βαριοπατώντας και φιδοσέρνοντας στα καλντερίμια του νησιού. Μυρόφόρες και εξαπτέρυγα και ανέσπερα φώτα, δίναν μια θριαμβευτική άλω στο πένθιμο σκηνικό.
Από πάνω τα κεριά ανακατεμένα με τον καπνό απο τα θυμιατά δημιουργούσαν μια Θιβετιανή αντμόσφαιρα.
"Χάρε Κρίσνα" μονολόγησε και λύθηκε σε λυπητερά γέλια. Με το υγρό και θολωμένο από το κρασί βλέμμα προσπαθούσε να ξεδιακρίνει κάποιον γνωστό στον σέμνοτυφο θρησκευτικό εσμό πιστών. Πιστών από πίστη, από ανάγκη, απο συνήθεια, άπιστων πιστών, κάθε λογής πιστός ήταν εκεί.
Θάταν δεν θάταν 4 μέτρα ύψος το ταρατσάκι της μονοκατοικίας. Θυμάται μικρός ακροβατούσε στο πρεβάζι, πιστεύοντας ακράδαντα στην Παντοδυναμία της Αθανασίας. Μα να μπροστά του περνάει και ο Θεός νεκρός. «Ο Θεός πέθανε, ο Μαρξ πέθανε και γω τελευταία δεν νοιώθω αρκετά καλα»... αυτό το αρχετυπικό αστικό σύνθημα του έρχεται στο μυαλό γραμμένο σε τοίχο της μεταπολιτευτικής Αθήνας.
Είχε πεθάνει και ο πατέρας την προηγούμενη έβδομάδα αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν έιχε καμία υστεροδοξία, δεν γράφτηκε σε τοίχους, δεν θα απασχολήσει την μελλοντική φιλοσοφική σκέψη. Ο κυρ Άγγελος δεν ήταν ο γιός του θεού, ήταν απλά ο γιός του παππά. Θνητός γεννήθηκε για να πεθάνει και όχι για να αναστηθεί θριαμβευτικά, θανάτω θάνατον πατήσας.
Με αυτά και αυτά αφαιρέθηκε από την πένθιμη συντροφιά. Πέρναγαν και οι τελευταίοι πιστοί. Ποιός ξέρει οι τελευταίοι είναι οι πιο άπιστοι από τους πιστούς η τυχαίο; Εξάλλου «οι πρώτοι έσσονται τελευταίοι» και πίσω.
Μόνος είχε κατέβει στο νησί σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνεχίσει το πρόγραμμα της ζωής σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μάλιστα τελευταία στιγμή γράφτηκε και στον αγώνα τρεξίματος που θα γινόταν την επόμενη Κυριακή μετά το Πάσχα. Θα ξεκίναγε από την Χώρα και θα διέσχιζε τις ξερολιθιές των άγονων υψωμάτων του νησιού. Δέκα χιλιόμετρα ήταν ο άγωνας και είχε να τρέξει από τότε που έκανε στίβο στην άλκιμη εφηβική ηλικία.
Ο κυρ Άγγελος έφυγε και δεν πρόλαβε να το καταλάβει. Τον κήδεψε κλείνοντας τον κύκλο μιάς γενιάς ανθρώπων που μεγάλωσαν με αξιοπρέπεια αρχές και ήθη άλλης εποχής. Έφυγε βιαστικά αφού δεν είχε κάτι άλλο να κάνει εκεί πέρα. Μόνος ήταν στην κηδεία, αυτός και ό νεκρός πατέρας του και λίγοι φίλοι του. Δεν ήθελε να καλέσει ξεχασμένους θείους και ξαδέλφια που τα λένε σε γάμους και κηδέιες. Ήθελε να τελειώνει με αυτή τη διαδικασία. Την θεωρούσε άσκοπη σπατάλη ενέργειας και χρημάτων.
Με το που τακτοποίησε τον πατέρα του στο μνήμα, έιχε ήδη φύγει με το μυαλό για το νησί. Ήταν σαν αποτέλεσε το κερασάκι σε μια καθημερινότητα εκπάγλου αθλιότητας στην πόλη.
Πάντα το νησί τον κατακυρίευε θετικά, παρόλο που δεν είχε ζήσει εκεί παρά μόνο λίγες μέρες διακοπών κάθε χρόνο.
Κόιταξε τα άστρα και συνειδητοποίησε πως αδιάκριτα φώτιζαν τα μυχια της ψυχής του προκειμένου να φωτιστούν και οι πιο ξεχασμένες του αναμνήσεις. Το σοκάκι έρμο και σκοτεινό σύντονο με το νεκρικό σκηνικό και την ασήκωτη ατμόσφαιρα. Ξάπλωσε στο χείλος του πρεβαζιού σε μια παλινδρόμηση της παιδικής παντοδυναμίας. Ήταν αθάνατος σαν τον Ναζωραίο και ο κυρ Άγγελος ζούσε εκεί ψηλα φώτιζε σαν αστέρι. Αποκοιμήθηκε στην γλυκιά δροσερή αγκαλιά της ανοιξιάτικης νύχτας.
Οι επόμενες μέρες συνοδέυτηκαν απο μοναξιά και προπόνηση για να πετύχει τον τερματισμό. Πεζοπόρησε την διαδρομή κομματάκι κομματάκι ακούγοντας μουσικές της εφηβείας του.
Το βράδυ της Ανάστασης δεν σηκώθηκε καν από το κρεβάτι να δει τα βεγγαλικά και τα κεριά που ξεχύθηκαν πάλι στους δρόμους. Δεν υπήρχε κάτι πρωτότυπο πλέον σε αυτό.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ακόμα πιο ήσυχα. Ο κόσμος είχε επιστρέψει μετά την πασχαλινή άδεια και το νησί είχε ξαναβυθιστεί στην ησυχία του. Δειλά δειλά τρεχόπερπάτησε σήμερα την διαδρομή και ενοιωσε ξανά αθάνατος, αφού παρόλη την αιμάσσουσα σχεδόν προσπάθεια, ήταν ακόμα ζωντανός.
Τα υπόλοιπα βράδυα κύλισαν το ίδιο, παρέα με τα κουτσομπόλικα αστέρια και τον Γέρο και την Θάλασσα ανάγνωσμα.
«¨Οπως και ναναι ο αγέρας είναι φίλος μας. Και η απέραντη θάλασσα, με τους εχθρούς και τους φίλους.
Και ύστερα από λίγο:
Και το κρεβάτι είναι φίλος μου..Ναι το κρεβάτι είναι μεγάλο πράμα το κρεβάτι.. Εύκολα είναι όλα όταν νικηθείς. Ποτέ δεν ήξερα πόσο εύκολα ήταν...
Και τι σε νίκησε γέρο! Φώναξε
Τίποτα..!ξεφώνισε ύστερα από λίγο. Μόνο που ξανοίχτηκα τόσο πολύ..»
Έκλεισε το βιβλίο και βούτηξε σε μια αυτομαστιγωτική θύμηση του πατέρα που έκανε φίλο το κρεβάτι και νικήθηκε
Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ στην σκοτεινή κάμαρα μακριά από τα λάιμαργα μάτια των αστεριών.
Το πρωί πήγε στον αγώνα και νίκησε το κρεβάτι. Το νίκησε για τον γέρο του και ορκίστηκε να μην το κάνει ποτέ φίλο του
Από πάνω τα κεριά ανακατεμένα με τον καπνό απο τα θυμιατά δημιουργούσαν μια Θιβετιανή αντμόσφαιρα.
"Χάρε Κρίσνα" μονολόγησε και λύθηκε σε λυπητερά γέλια. Με το υγρό και θολωμένο από το κρασί βλέμμα προσπαθούσε να ξεδιακρίνει κάποιον γνωστό στον σέμνοτυφο θρησκευτικό εσμό πιστών. Πιστών από πίστη, από ανάγκη, απο συνήθεια, άπιστων πιστών, κάθε λογής πιστός ήταν εκεί.
Θάταν δεν θάταν 4 μέτρα ύψος το ταρατσάκι της μονοκατοικίας. Θυμάται μικρός ακροβατούσε στο πρεβάζι, πιστεύοντας ακράδαντα στην Παντοδυναμία της Αθανασίας. Μα να μπροστά του περνάει και ο Θεός νεκρός. «Ο Θεός πέθανε, ο Μαρξ πέθανε και γω τελευταία δεν νοιώθω αρκετά καλα»... αυτό το αρχετυπικό αστικό σύνθημα του έρχεται στο μυαλό γραμμένο σε τοίχο της μεταπολιτευτικής Αθήνας.
Είχε πεθάνει και ο πατέρας την προηγούμενη έβδομάδα αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν έιχε καμία υστεροδοξία, δεν γράφτηκε σε τοίχους, δεν θα απασχολήσει την μελλοντική φιλοσοφική σκέψη. Ο κυρ Άγγελος δεν ήταν ο γιός του θεού, ήταν απλά ο γιός του παππά. Θνητός γεννήθηκε για να πεθάνει και όχι για να αναστηθεί θριαμβευτικά, θανάτω θάνατον πατήσας.
Με αυτά και αυτά αφαιρέθηκε από την πένθιμη συντροφιά. Πέρναγαν και οι τελευταίοι πιστοί. Ποιός ξέρει οι τελευταίοι είναι οι πιο άπιστοι από τους πιστούς η τυχαίο; Εξάλλου «οι πρώτοι έσσονται τελευταίοι» και πίσω.
Μόνος είχε κατέβει στο νησί σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνεχίσει το πρόγραμμα της ζωής σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μάλιστα τελευταία στιγμή γράφτηκε και στον αγώνα τρεξίματος που θα γινόταν την επόμενη Κυριακή μετά το Πάσχα. Θα ξεκίναγε από την Χώρα και θα διέσχιζε τις ξερολιθιές των άγονων υψωμάτων του νησιού. Δέκα χιλιόμετρα ήταν ο άγωνας και είχε να τρέξει από τότε που έκανε στίβο στην άλκιμη εφηβική ηλικία.
Ο κυρ Άγγελος έφυγε και δεν πρόλαβε να το καταλάβει. Τον κήδεψε κλείνοντας τον κύκλο μιάς γενιάς ανθρώπων που μεγάλωσαν με αξιοπρέπεια αρχές και ήθη άλλης εποχής. Έφυγε βιαστικά αφού δεν είχε κάτι άλλο να κάνει εκεί πέρα. Μόνος ήταν στην κηδεία, αυτός και ό νεκρός πατέρας του και λίγοι φίλοι του. Δεν ήθελε να καλέσει ξεχασμένους θείους και ξαδέλφια που τα λένε σε γάμους και κηδέιες. Ήθελε να τελειώνει με αυτή τη διαδικασία. Την θεωρούσε άσκοπη σπατάλη ενέργειας και χρημάτων.
Με το που τακτοποίησε τον πατέρα του στο μνήμα, έιχε ήδη φύγει με το μυαλό για το νησί. Ήταν σαν αποτέλεσε το κερασάκι σε μια καθημερινότητα εκπάγλου αθλιότητας στην πόλη.
Πάντα το νησί τον κατακυρίευε θετικά, παρόλο που δεν είχε ζήσει εκεί παρά μόνο λίγες μέρες διακοπών κάθε χρόνο.
Κόιταξε τα άστρα και συνειδητοποίησε πως αδιάκριτα φώτιζαν τα μυχια της ψυχής του προκειμένου να φωτιστούν και οι πιο ξεχασμένες του αναμνήσεις. Το σοκάκι έρμο και σκοτεινό σύντονο με το νεκρικό σκηνικό και την ασήκωτη ατμόσφαιρα. Ξάπλωσε στο χείλος του πρεβαζιού σε μια παλινδρόμηση της παιδικής παντοδυναμίας. Ήταν αθάνατος σαν τον Ναζωραίο και ο κυρ Άγγελος ζούσε εκεί ψηλα φώτιζε σαν αστέρι. Αποκοιμήθηκε στην γλυκιά δροσερή αγκαλιά της ανοιξιάτικης νύχτας.
Οι επόμενες μέρες συνοδέυτηκαν απο μοναξιά και προπόνηση για να πετύχει τον τερματισμό. Πεζοπόρησε την διαδρομή κομματάκι κομματάκι ακούγοντας μουσικές της εφηβείας του.
Το βράδυ της Ανάστασης δεν σηκώθηκε καν από το κρεβάτι να δει τα βεγγαλικά και τα κεριά που ξεχύθηκαν πάλι στους δρόμους. Δεν υπήρχε κάτι πρωτότυπο πλέον σε αυτό.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ακόμα πιο ήσυχα. Ο κόσμος είχε επιστρέψει μετά την πασχαλινή άδεια και το νησί είχε ξαναβυθιστεί στην ησυχία του. Δειλά δειλά τρεχόπερπάτησε σήμερα την διαδρομή και ενοιωσε ξανά αθάνατος, αφού παρόλη την αιμάσσουσα σχεδόν προσπάθεια, ήταν ακόμα ζωντανός.
Τα υπόλοιπα βράδυα κύλισαν το ίδιο, παρέα με τα κουτσομπόλικα αστέρια και τον Γέρο και την Θάλασσα ανάγνωσμα.
«¨Οπως και ναναι ο αγέρας είναι φίλος μας. Και η απέραντη θάλασσα, με τους εχθρούς και τους φίλους.
Και ύστερα από λίγο:
Και το κρεβάτι είναι φίλος μου..Ναι το κρεβάτι είναι μεγάλο πράμα το κρεβάτι.. Εύκολα είναι όλα όταν νικηθείς. Ποτέ δεν ήξερα πόσο εύκολα ήταν...
Και τι σε νίκησε γέρο! Φώναξε
Τίποτα..!ξεφώνισε ύστερα από λίγο. Μόνο που ξανοίχτηκα τόσο πολύ..»
Έκλεισε το βιβλίο και βούτηξε σε μια αυτομαστιγωτική θύμηση του πατέρα που έκανε φίλο το κρεβάτι και νικήθηκε
Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ στην σκοτεινή κάμαρα μακριά από τα λάιμαργα μάτια των αστεριών.
Το πρωί πήγε στον αγώνα και νίκησε το κρεβάτι. Το νίκησε για τον γέρο του και ορκίστηκε να μην το κάνει ποτέ φίλο του