Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Ω γλυκύ μου έαρ



"Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκήτατό μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος", έψελνε η νεκρώσιμη ακολουθία, βαριοπατώντας και φιδοσέρνοντας στα καλντερίμια του νησιού. Μυρόφόρες και εξαπτέρυγα και ανέσπερα φώτα, δίναν μια θριαμβευτική άλω στο πένθιμο σκηνικό.
Από πάνω τα κεριά ανακατεμένα με τον καπνό απο τα θυμιατά δημιουργούσαν μια Θιβετιανή αντμόσφαιρα.
"Χάρε Κρίσνα" μονολόγησε και λύθηκε σε λυπητερά γέλια. Με το υγρό και θολωμένο από το κρασί βλέμμα προσπαθούσε να ξεδιακρίνει κάποιον γνωστό στον σέμνοτυφο θρησκευτικό εσμό πιστών. Πιστών από πίστη, από ανάγκη, απο συνήθεια, άπιστων πιστών, κάθε λογής πιστός ήταν εκεί.
Θάταν δεν θάταν 4 μέτρα ύψος το ταρατσάκι της μονοκατοικίας. Θυμάται μικρός ακροβατούσε στο πρεβάζι, πιστεύοντας ακράδαντα στην Παντοδυναμία της Αθανασίας. Μα να μπροστά του περνάει και ο Θεός νεκρός. «Ο Θεός πέθανε, ο Μαρξ πέθανε και γω τελευταία δεν νοιώθω αρκετά καλα»... αυτό το αρχετυπικό αστικό σύνθημα του έρχεται στο μυαλό γραμμένο σε τοίχο της μεταπολιτευτικής Αθήνας.
Είχε πεθάνει και ο πατέρας την προηγούμενη έβδομάδα αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν έιχε καμία υστεροδοξία, δεν γράφτηκε σε τοίχους, δεν θα απασχολήσει την μελλοντική φιλοσοφική σκέψη. Ο κυρ Άγγελος δεν ήταν ο γιός του θεού, ήταν απλά ο γιός του παππά. Θνητός γεννήθηκε για να πεθάνει και όχι για να αναστηθεί θριαμβευτικά, θανάτω θάνατον πατήσας.
Με αυτά και αυτά αφαιρέθηκε από την πένθιμη συντροφιά. Πέρναγαν και οι τελευταίοι πιστοί. Ποιός ξέρει οι τελευταίοι είναι οι πιο άπιστοι από τους πιστούς η τυχαίο; Εξάλλου «οι πρώτοι έσσονται τελευταίοι» και πίσω.
Μόνος είχε κατέβει στο νησί σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συνεχίσει το πρόγραμμα της ζωής σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μάλιστα τελευταία στιγμή γράφτηκε και στον αγώνα τρεξίματος που θα γινόταν την επόμενη Κυριακή μετά το Πάσχα. Θα ξεκίναγε από την Χώρα και θα διέσχιζε τις ξερολιθιές των άγονων υψωμάτων του νησιού. Δέκα χιλιόμετρα ήταν ο άγωνας και είχε να τρέξει από τότε που έκανε στίβο στην άλκιμη εφηβική ηλικία.
Ο κυρ Άγγελος έφυγε και δεν πρόλαβε να το καταλάβει. Τον κήδεψε κλείνοντας τον κύκλο μιάς γενιάς ανθρώπων που μεγάλωσαν με αξιοπρέπεια αρχές και ήθη άλλης εποχής. Έφυγε βιαστικά αφού δεν είχε κάτι άλλο να κάνει εκεί πέρα. Μόνος ήταν στην κηδεία, αυτός και ό νεκρός πατέρας του και λίγοι φίλοι του. Δεν ήθελε να καλέσει ξεχασμένους θείους και ξαδέλφια που τα λένε σε γάμους και κηδέιες. Ήθελε να τελειώνει με αυτή τη διαδικασία. Την θεωρούσε άσκοπη σπατάλη ενέργειας και χρημάτων.
Με το που τακτοποίησε τον πατέρα του στο μνήμα, έιχε ήδη φύγει με το μυαλό για το νησί. Ήταν σαν αποτέλεσε το κερασάκι σε μια καθημερινότητα εκπάγλου αθλιότητας στην πόλη.
Πάντα το νησί τον κατακυρίευε θετικά, παρόλο που δεν είχε ζήσει εκεί παρά μόνο λίγες μέρες διακοπών κάθε χρόνο.
Κόιταξε τα άστρα και συνειδητοποίησε πως αδιάκριτα φώτιζαν τα μυχια της ψυχής του προκειμένου να φωτιστούν και οι πιο ξεχασμένες του αναμνήσεις. Το σοκάκι έρμο και σκοτεινό σύντονο με το νεκρικό σκηνικό και την ασήκωτη ατμόσφαιρα. Ξάπλωσε στο χείλος του πρεβαζιού σε μια παλινδρόμηση της παιδικής παντοδυναμίας. Ήταν αθάνατος σαν τον Ναζωραίο και ο κυρ Άγγελος ζούσε εκεί ψηλα φώτιζε σαν αστέρι. Αποκοιμήθηκε στην γλυκιά δροσερή αγκαλιά της ανοιξιάτικης νύχτας.
Οι επόμενες μέρες συνοδέυτηκαν απο μοναξιά και προπόνηση για να πετύχει τον τερματισμό. Πεζοπόρησε την διαδρομή κομματάκι κομματάκι ακούγοντας μουσικές της εφηβείας του.
Το βράδυ της Ανάστασης δεν σηκώθηκε καν από το κρεβάτι να δει τα βεγγαλικά και τα κεριά που ξεχύθηκαν πάλι στους δρόμους. Δεν υπήρχε κάτι πρωτότυπο πλέον σε αυτό.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ακόμα πιο ήσυχα. Ο κόσμος είχε επιστρέψει μετά την πασχαλινή άδεια και το νησί είχε ξαναβυθιστεί στην ησυχία του. Δειλά δειλά τρεχόπερπάτησε σήμερα την διαδρομή και ενοιωσε ξανά αθάνατος, αφού παρόλη την αιμάσσουσα σχεδόν προσπάθεια, ήταν ακόμα ζωντανός.
Τα υπόλοιπα βράδυα κύλισαν το ίδιο, παρέα με τα κουτσομπόλικα αστέρια και τον Γέρο και την Θάλασσα ανάγνωσμα.
«¨Οπως και ναναι ο αγέρας είναι φίλος μας. Και η απέραντη θάλασσα, με τους εχθρούς και τους φίλους.
Και ύστερα από λίγο:
Και το κρεβάτι είναι φίλος μου..Ναι το κρεβάτι είναι μεγάλο πράμα το κρεβάτι.. Εύκολα είναι όλα όταν νικηθείς. Ποτέ δεν ήξερα πόσο εύκολα ήταν...
Και τι σε νίκησε γέρο! Φώναξε
Τίποτα..!ξεφώνισε ύστερα από λίγο. Μόνο που ξανοίχτηκα τόσο πολύ..»
Έκλεισε το βιβλίο και βούτηξε σε μια αυτομαστιγωτική θύμηση του πατέρα που έκανε φίλο το κρεβάτι και νικήθηκε
Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ στην σκοτεινή κάμαρα μακριά από τα λάιμαργα μάτια των αστεριών.
Το πρωί πήγε στον αγώνα και νίκησε το κρεβάτι. Το νίκησε για τον γέρο του και ορκίστηκε να μην το κάνει ποτέ φίλο του

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Τόσο απλά



«Τόσα και τόσα γράφτηκαν για την κρίση. Μια κρίση που εφευρέθηκε για μια ακόμη φορά στο όνομα του κέρδους. Δεν κομίζω γλαύκας ες τας Αθήνας. Το μόνο που κάνω είναι να προσθέσω κι εγώ τη δικιά μου οπτική σε αυτό που συμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων εδώ και σε όλη την Ευρώπη».
«Αγάπη μου, έφτασα… Συγνώμη που άργησα, αλλά είχε πολλή κίνηση!»
Κατάχλωμος ο μέχρι πριν από λίγο σοβαρός ομιλητής, πίνει μια γουλιά νερό, προκειμένου να συνέλθει από το σοκ της έλευσης της συζύγου του.
«Συνέχισε, αγάπη μου, συνέχισε!» συμπληρώνει η ξανθιά κυρία, μεγαλώνοντας τον τρόμο μέσα του, αλλά και τη θυμηδία στην αίθουσα.
«Θα σκάσεις, μωρή, επιτέλους να ακούσουμε τον άνθρωπο;»
«Σε ποιον μιλάς έτσι, μωρή κωλόγρια;» ανταπαντά.
Μύλος αρχίζει να γίνεται εκεί μέσα. Ο μέχρι πρότινος πρωταγωνιστής και τιμώμενο πρόσωπο δεν πιστεύει στα μάτια του. Κανείς δεν ασχολείται μαζί του πλέον. Όλοι θυμωμένοι μέσα στην αίθουσα, θύματα της πιο άγριας κρίσης.
Σηκώνεται και αποχωρεί διακριτικά. Στην έξοδο βλέπει το διαφημιστικό σταντ… «“Η κρίση στα μάτια μας”. Το νέο βιβλίο του Κώστα Αυγεράκη».
«Τι ντροπή!» σκέφτεται. «Τι άτιμος που είμαι», αναλογίζεται με σοβαρότητα. «Πήγα κι εγώ να εκμεταλλευτώ τον φόβο και την ανασφάλεια του κόσμου για να πάρω κι εγώ μερίδιο από την πίτα». Πετάγεται στη μέση του δρόμου, προκειμένου να σταματήσει το επερχόμενο ταξί. Το χέρι σε έκταση, όρθιο, για να σιγουρευτεί πως δεν θα το χάσει. Θέλει να φύγει από εκεί οπωσδήποτε.
«Καλησπέρα. Πού πάμε;»
«Λυκαβητό».
Έχει πέσει ήδη το σκοτάδι. Κοιτάει το ρολόι του. Τέτοια ώρα θα υπέγραφε τα πρώτα αντίτυπα στους θαυμαστές του, σκέφτεται. Τι ξεδιάντροπος! Θα πούλαγε άλλο ένα βιβλίο για την κρίση, λες και αυτό θα έλυνε τα προβλήματα του κόσμου.
Το ταξί αρχίζει να φιδοσέρνεται στις ανηφόρες του λόφου. Νομίζεις πως άλλαξες πόλη. Τα δέντρα κυριαρχούν στο φόντο. Πάντα του άρεσε ο Λυκαβητός. Είχε όμως χρόνια να έρθει. Από τότε που έμπλεξε με τα κοινά.
Πάει και κάθεται σε μια άκρη, από όπου έχει πιάτο όλη την Αθήνα, την Αθήνα της κρίσης, φωτισμένη, υπέροχη. Από πάνω από το κεφάλι του ο Λυκαβητός αγέρωχος, φωτεινός, ενώ απέναντι λάμπει η επιβλητική και μεγαλοπρεπής Ακρόπολη. Μια Αθήνα που από ψηλά δεν θυμίζει σε τίποτα μια πόλη που ζει σε όρους κρίσης.
Το ζευγαράκι δίπλα χαριεντίζεται αδιαφορώντας γι’ αυτό το σκηνικό που απλώνεται στα πόδια του, αδιαφορώντας για όλο το σκηνικό τρόμου που έχει στηθεί στην πάλαι ποτέ περήφανη αυτή Δημοκρατία.
Γυρνάει το βλέμμα του στην αλάνα του θεάτρου του Λυκαβητού. Άλλο ένα ζευγαράκι, αυτή τη φορά σκύλων, τρέχει με ανοιχτό το στόμα σαν να χαμογελούν τόσο ανέμελοι και ευτυχισμένοι.
Πόσο ηλίθιος νιώθει που πήγε κι έγραψε άλλο ένα βιβλίο γι’ αυτά που δεν μπορεί να κάνει ο κόσμος για την κρίση. Που δεν έγραψε για τα απλά που μπορεί να κάνει για να νιώσει καλά… να έρθει μια βόρτα στον Λυκαβητό, να ερωτευτεί, να αγαπήσει, να φροντίσει ένα ζώο.
Το τηλεφωνό του χτυπάει τόση ώρα μανιασμένα και το έχει αγνοήσει. Τον έχει συνεπάρει η απλότητα αυτής της σκέψης του.
«Χρήστο, πού είσαι, αγάπη μου; Συγνώμη γι’ αυτό που έγινε. Εγώ δεν…», ακούγεται απολογητικά η γυναικεία φωνή.
Ξανακοιτάζει μπροστά του όλη αυτή την απλότητα της νυχτερινής Αθήνας και χαμογελάει.
«Μην ανησυχείς. Καλό μου έκανες! Πάντα καλό μου κάνεις, έστω και με τον δικό σου θορυβώδη τρόπο. Σ’ αγαπώ. Θα έρθω
σε λίγο σπίτι. Προς το παρόν ξαναγνωρίζομαι με την Αθήνα της κρίσης.
Κλείνει το τηλέφωνο, ρουφάει μια τζούρα αττικό ουρανό και ξεκινάει να περπατάει προς τον κατηφορικό δρόμο της επιστροφής.
Νιώθει ερωτευμένος με τα πάντα… με την πόλη, τη γυναίκα του, τα πεύκα γύρω του, ακόμα και με εκείνον τον ενοχλητικό πόνο στην άρθρωση του ώμου που απέκτησε πρόσφατα, στα πενήντα έξι του χρόνια.
Ο δρόμος της επιστροφής φαίνεται μακρύς. Τι όμορφα! Έχει τόσα πράγματα να ερωτευτεί εν μέσω