Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Η αλεπού του μικρού πρίγκηπα




H μικρή αλεπού αγνάντευε τα χρυσά σπαρτά που ανεμίζανε ρυθμικά στις ριπες του λεβάντε. Το μικρό ύψωμα της επέτρεπε να κοιτάει όλο τον κάμπο μέχρι το βάθος του ορίζοντα εκεί που άλλοι κόσμοι και άλλοι άνθρωποι και ζώα ζουν. Το μάτι γλάρωνε μέχρι το τέλος του ορίζοντα, εκεί που θαρρούσε στιγμές πως έβλεπε τον  τοσοδά στρογγυλό πλανήτη του Μικρού Πρίγκηπα. Όπως της είχε πει ο μικρός πρίγκηπας υπάρχουν πολλοί κόσμοι και πολλών λογιών άνθρωποι.
«Υπάρχουν κακοί άνθρωποι αλλά υπάρχουν και καλοί. Ζώα δεν γνώρισα κακά» θυμάται της είχε πει.
Τα λόγια του τρέχαν στο μυαλουδάκι της και το ανεμοδούρισμα των σταχυών της έφερναν στη μνήμη τα χρυσά μαλλια του μικρού αγοριού. Ένα κόμπος ανέβαινε στο λαιμό της. Της έλειπε το μικρό αγόρι. Ήταν ο πίο καλός αωθρωπος που είχε γνωρίσει. Μέχρι τώρα μόνο ανθρώπους κακούς ήξερε. Την κυνηγούσαν όλοι να την σκοτώσουν. Την κυνηγούσαν για την γούνα της, την κυνηγούσαν για να μην πηγαίνει στα κοτέτσια, την κυνηγούσαν για να μην πηγαίνει κοντά στα σπίτια, την κυνηγούσαν όπου την έβρισκαν. Από τότε κάθε απομεσήμερο ανέβαινε σε αυτό το λόφο για να ξαναδεί το μικρό αγόρι. Ήξερε πως δεν ήταν ασφαλής να γυρνάει το πρώι με το φώς της μέρας. Της άρεσε η νύχτα και η ησυχία της. Η ασφάλεια που της έδινε το σκοτάδι. Το πρωι γυρνάνε άθρωποι και αυτό δεν είναι καλό.
Όμως είχε εξημερωθεί. Της έλειπε το αγόρι. Μετά από πολλή σκέψη και πολλές δοκιμές συμπέρανε πως τα μεσημέρια οι ανθρωποι κυκλοφορούσαν λιγότερο σε σχεση με τα πρωινά. Τους έβλεπε να τρώνε και να ξαπλώνουν ροχαλίζοντας κάτω από δέντρα, μέσα σε στάυλους και σε μαλακά κρεβάτια. Τα τουφέκια και τα δίκρανα τα είχαν παρατήσει δίπλα τους. Μαζί τους στη σιέστα και τα σκυλία τους. Δεν τα αδικούσε ήταν εξημερωμένα και αυτά. Αγαπόυσαν τα αφεντικά τους και θα κάναν τα πάντα γιαυτούς. Θα την κυνηγούσαν για να ευχαριστήσουν τους ανθρώπους
Θυμάται κάποτε είχε γνωρίσει ένα ταλαίπωρο σκυλο. Γέρασε δεμένος στην αλυσίδα. Χαντάκι είχε σκάψει γύρω του από τα πήγαινε έλα γύρω από τον πάσσαλο που ήταν δεμένος. Την πρώτη φορά όταν πήγε στο χωράφι που ήταν δεμένος δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Ήταν νύχτα κ τρύπωσε κάτω από το κοτσετσόσυρμα. Ο σκύλος την άκουσε, την μύρισέ και έτρεξε καταπάνω της. Ευτύχως η σκουριάσμενη αλυσίδα κρτησε το σκύλι και κράτησε και στη ζωή την μικρή αλέπου. Όταν κατάλαβε πως ο σκύλος ήταν δεμένος μπαινόβγανε άνετα σαν κυριά. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατιί δένουν σκυλιά σε ένα χωράφι.
Μετά από κάποιες επισκέψεις τον λυπήθηκε που γάβγιζε και χτυπιόταν έτσι ανούσια χωρίς καμία ελπίδα να ελευθερωθεί. Σταμάτησε μακριά του και τον ρώτησε.
«Δεν έχεις κουραστεί? Δεν βλέπεις πως δεν μπορέις να με πιάσεις?»
Ο σκύλος σάστισε, του μιλάει η αλεπού! Τόσα χρόνια κανένα ζώο δεν του μίλησε. Αλεπούδες, νυφίτσες, κουνάβια, φίδια όλα τον αγνοούσαν. Μπαίνανε, κάνανε την δουλεία τους και φέυγανε.
«Όχι όχι δεν θα κάτσω να ανοίξω κουβέντα με την πονηρή κλέφτρα» σκέφτηκε. Και ξαναξεκίνησε το άγριο γαβγισμά του.
«καλά,» είπε βαριεστημένα η αλεπού και έφυγε
Μετά από μερικά βράδια ήταν πάλι εκεί και ο σκύλος φυσικά που αλλού θα μπορούσε να είναι.
Γαβγίσματα τα γνωστά και φασαρία.
«Δεν κουράστηκες τόσα χρονιά?»
Ο σκύλος σταμάτησε το γάβγισμα. Η αλεπού του ξαναμίλησε! Δεν του είχε μιλησει κανείς ποτέ. Ουτε το αφεντικό του δεν του είχε μιλήσει ποτε. Αν δεν του έβαζε μια στο τόσο νερο ,η μια στο που και πού κάνα κόκαλο η ψωμί ήταν σίγουρος πως δεν θα ήξερε πως υπάρχει. Ποτέ δεν τον κοίταξε, φρόντιζε τις κότες και έφευγε. Όμως αυτή η παγαπόντισα αλεπου ήταν εκεί και τον κόιταγε. Τον κοίταγε σχεδόν λυπημένα θα ελεγε. Και του μιλούσε, ναι του μιλούσε!
«Κουραστηκα πολύ» ,είπε βραχνά με την σκυλίσια φωνη του
«Θελω να πεθάνω» συνέχισε.»Δεν αντέχεται η ζωή εδώ στην αλυσίδα. Κρύο ζέστη βροχή χιόνι εδώ στην αλυσίδα. Έγινα ένα με το σίδερο της αλυσίδας για να μην νοίωθω τιποτα. Μα κουράστηκα» επανέλαβε.
Η μικρή αλεπόυ έκανε να πλησιάσει.
«Μη» φώναξε σ σκύλος σχεδόν τρομαγμένος
«Μην πλησιάζεις θα σου κάνω κακό! Δεν έχω μαθει να με πλησιάζουν, δεν εχω μάθει να έχω φίλους. Να γαβγίζω μόνο και να δίωχνω, να τρομάζω, αυτό έχω μάθει»
Η αλεπού έμεινε λίγο εκεί ακίνητη και τον κοίταζε και ο σκύλος απολάμβανε το βλέμμα ενός άλλου πάνω του. Ύστερα η αλεπού σηκώθηκε να φύγει»
«Αντιο, θα ξαναέρθω»
Τις επόμενες φορές η αλεπού πλησίαζε περισσότερο το σκύλο. Της είπε το όνομά, την ιστορία του.
Ήταν κυνηγόσκυλο για κάποιο καιρό. Έτρεχε στα βουνά και στις πεδιάδες. Είχε πιάσει αρκετές αλεπούδες σαν και του λόγου της.
«Συγγνώμη» της απολογήθηκε
 «Όμως σύντομα έγινα αυτό που βλέπεις. Ένα τίποτα, ένα ζωντανό σκιάχτρο»
Η αλεπου ερχόταν πλέον κάθε βράδυ, ακόμα και τις νύχτες που δεν ήθελε κάτι να την φιλέψουν οι κοτούλες. Είχε έρθει ο χειμώνας και το κρύο το βράδυ ήταν δύσκολο για τον Ερμή.
«Ερμής είναι το όνομά μου» είχε πει περήφανα ο σκύλος
 Τον ζέσταινε αγκαλιά δίπλα διπλα το βράδυ. Του έλεγε ιστορίες για τα μέρη που είχε δεί από τις περιηγησεις της στη φύση. Τα μάτια του Ερμή που από τον καταρράκτη βλέπανε σκιές μόνο, γεμίζανε χρώματα από το κιτρινοπράσινο της φύσης και το μπλε του ουρανού. Έτρεχε μαζί της σε απάτητα μονοπάτια μακριά από την ξερή τάφρο γύρω από τα πόδια του. Ανέβαινε σε λόφους και σε πλαγιές, ψηλά εκεί περήφανος και ελεύθερος. Τότε που ήταν ο Ερμής το κυνηγόσκυλο. Ο Ερμής ο φτερωτός επειδή ήταν από τα πιο γρήγορα σκυλιά της περιοχής. Που και που μοιράζοταν και καμιά κότα μαζί της η του έφερνε ό,τι πρόχειρο είχε πίασει στο δάσος η αλεπουδίτσα.
Ξανάνιωσε ο Ερμήςς εκεί την αλυσίδα. Δεν ήταν μόνος πια. Άντεχε και μοιραζόταν τα βασανά του με κάποιον άλλο και αυτό έκανε τη ζωή του πιο υποφερτή. Κάποιες φόρες και όμορφη, ειδικά εκείνες τις στιγμές το σούρουπο που περίμενε να μυρίσει την γνώριμη μυρωδιά της φίλης του.
Την στολισμένη άνοιξη ένας πυροβολισμός το δείλι, την ώρα που πηγαινε στο καθορισμένο ραντεβού της την ταραξε. Ήταν προς τη μεριά του κοτετσιού του Ερμή και εκεί δεν κυνηγάνε ήξερε. Έτρεξε με την καρδιά να τρεχει πιο μπροστά από εκείνη. Εκεί κοντά στο σύρμα έκοψε ταχύτητα. Ειδε τον σκύλο ξαπλωμένο και έναν άνθρωπο από πάνω του να περνάει την καραμπίνα στον ώμο. Ήταν ή ώρα του Ερμή να ελευθερωθεί. Ο άνθρωπος έλυσε το νεκρό ζώο , του έβγαλε το πρόχειρο κολάρο και φάνηκαν τα σημάδια του χρόνιου μαρτυρίου του γύρω στο λαιμό του.
Ο Ερμής ήταν ελεύθερος και εκείνη τόσο φυλακισμένη στην απουσία του. Ήξερε πως δεν θα τον ξαναδεί πια. Έκανε καιρό για να φιλιώσει με την ιδέα πως δεν θα ξαναδεί το σκύλο. Κάθε βραδύ πήγαινε και καθόταν στην παρατημενη αλυσίδα. Το κοτέτσι είχε ερημώσει μα η αλυσίδα τις θύμιζε το δεσμό της με τον φίλο της. Πότε χαιρόταν και πότε λυπόταν για τον Ερμή. Δεν αποφάσιζε, ωσπου με τον καιρό έπαψε να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της και αποφάσισε οριστικά να χαρεί για τον φίλο της. Ήταν ελεύθερος πια σίγουρα.
Δεν ξαναπήγε από τότε στο μέρος όπου έζησε βασανίστηκε και ελευθερώθηκε ο σκύλος. Συνέχισε ετσι τη μοναχική ζωή της μακριά από ανθρώπους. Ήταν πια σίγουρη πως οι ανθρωποι είναι κακοί και καλό είναι να μένεις μακριά τους Και ήρθε αυτός ο μικρος πρίγκηπας, ένας άνθρωπος με χρυσά μαλιά και χρυσή καρδιά. Και τον αγάπησε σαν το σκύλολο και έφυγε και αυτός και δεν θα τον ξαναδεί ποτέ όπως τον σκύλο, τον Ερμη. Και τώρα τα χρυσά στάχια ήταν εκεί όπως η σκουριασμένη αλυσίδα να την δένουν με κάτι που έζησε κι έφυγε μακριά. Το είχε ξαναπεράσει αυτό όμως τώρα ήταν από την άλλη μεριά. Είχε εξημερώσει εκείνη τον σκύλο, τώρα την είχαν εξημερώσει και ηξερε πως αυτό ήταν κατι αγνό και όμορφο. Όπως το νερό κελαρίζει από τα βουνά και ρέει ήρεμα μέχρι τις πηγές, έτσι έρεε η καρδιά της όταν σκεφτόταν το μικρό πριγκηπα.
Με αυτές τι σκέψεις την έβρισκε το σούρουπο εκεί στο λοφάκι και σιγα σιγα σβήνανε τα χρυσά στάχυα όσο ο ουρανός έσβηνε τα φώτα του  και οι θύμησες και τα όνειρα αλληλοπλέκονται στο σκοτάδι σε ένα πάντρεμα αλήθειας και φαντασιας.
Σηκώθηκε στα τέσσερα ποδαράκια και σκέφτηκε να πάει  μια βόλτα το επόμενο πρωί στο κοτέτσι του Ερμή. Καιρό είχε να παέι και μια και το σκέφτηκε σήμερα, δεν ξέρει πως, απλά ηθελε να πάει κατά κει.
Έριξε μια τελευταία ματιά στα χρυσά μαλλιά που αρχιζαν να γίνονται μελί και κατηφόρησε με την καρδια γεμάτη λύπη, ελπίδα και αγάπη. Δεν ήξερε πιο από όλα να ξεχωρίσει.
Το πρωί πλησιάζοντας στο κτήμα ακουσε θορύβους. Δεν το περίμενε πως είχε ξανά εκεί ζωή. Mπουσούλησε προσεκτικά με τα αυτιά στη ράχη τεντωμένα και γουρλωσε τα ματια πισω από το φράχτη. Ένα αγόρι με ξανθά μαλλια ήταν εκεί και περιεργαζόταν την άδεια αλυσίδα. Η καρδιά της γέμισε χρώματα και ρυθμό ξέφρενο. Γύρω της όλα χρωματίζονταν από το αγόρι με τα μαλλιά σαν στάχυ χρυσά.
Άστο αυτό κάτω» φώναξε ο πατέρας στο παιδί αυστηρά.
«Τι έδενες με αυτό μπαμπά? ρωτησε με αφέλεια το αγόρι.
«Τίποτα»  μουρμούρησε αδιάφορα ο άντρας συνεχίζοντας τις δουλειές εκεί στο κτήμα.
Η μικρή αλεπού μαγεμένη απολάμβανε την παρουσία του μικρού πρίγκηπα της. Ήξερε πως δεν ήταν ο ίδιος όμως με τα μάτια της ψυχής όπως την είχε μάθει έβλεπε πως το μικρο αυτό αγόρι είχε καλή καρδιά.
Το παιδί περιδιάβαινε άσκοπα στο κτημα και με την λαιμαργη περιέργεια της ηλικίας περιεργαζόταν το κάθε τι. Μια άκρη στο σύρμα της περίφραξης γινόταν για εκείνο μια μεγάλη ανακάλυψη. Μια πέτρα με ένα συνηθισμένο σχήμα μπροστα στα παιδικά ματία μεταμορφωνόταν στον πιο λαμπερό ρουμπίνι. Ο στρατός από μυρμήγκια και οι φωλιά τους μια λαμπερή παρέλαση. Ήταν αγνή καρδια του παιδιού, δεν είχαν προλάβει οι μεγαλοι να του τη χαλάσουν. Τα παρατηρούσε αυτά η αλεπού και έβλεπε στο παιδι την καρδία του μικρού πρίγκηπα.
Ξάφνου βρέθηκε μπροστά του. Δεν κουνήθηκε δεν έτρεξε να κρυφτεί. Τον κοίταζε στα μάτια με θαυμασμό και συγκίνηση. Το παιδί κοντοστάθηκε.
Μια αλεπού!» σκέφτηκε. Για μια στιγμή γύρισε να το πει στον πατέρα του, αλλά του ήρθαν στο μυαλό οι ουρές αλεπούδων στο σπίτι και ξαναγύρισε προς το ζωο. Ήταν ακόμα εκεί και τον κοίταζε.
«Γεια σου»! σκέφτηκε να του πει η αλεπού, όμως δεν μίλησε. Δεν ήθελε να τον τρομάξει. Μόνο έτρεξε λίγο πιο μακριά και σταμάτησε κοιτώντας τον. Σαν να του ελεγε να τον ακολουθήσει. Και το αγόρι την ακολούθησε. Τον πήγε στον αγαπημένο της λόφο και κάτσανε διπλά δίπλα κοιτώντας τη γη και τον ουρανό. Την αρμονια ης φύσης.
Που μένεις « τον ρωτησε
Το αγόρι τα χασε!
Μιλάς? Σχεδόν φώναξε με απορία.
«Αν με ακούς , μιλάω» απάντησε ήρεμα το ζώο.
Χάρηκε πολύ το αγόρι. ¨ήταν το πιο απίθανο που του είχε συμβεί.
«Μένω στο χωριό πιο κάτω» απάντησε με φυσικότητα πια.
«Μοιαζεις με ένα παλιό μου φίλο» είπε η αλεπού με νοσταλγία κοιτάζοντας μία τα στάχια και μια τα χρυσα μαλλια του παιδιού.
«Φίλο σου? Άνθρωπο όπως εγώ?» ρώτησε δύσπιστα το αγόρι, συνειδητοποιώντας ξανά πως μιλάει με μια αλεπού.
«Ναι ήταν ένα αγόρι με χρυσά μαλλια σαν τα δικα σου και στην ηλικία σου περίπου. Είχε έρθει από έναν άλλο πλανήτη. Ένα πολύ μικρό πλανητη που είχε ένα μόνο κόκκινο τριαντάφυλλο» συνέχισε.
«Με εξημέρωσε» είπε καμαρώνοντας και «εγώ εξημέρωσα το σκύλο σας»
«Ποιο σκύλο μας? Τι σημαίνει εξημερώνω» ρωτησε με αφέλεια το παιδί.
«Είχατε ένα σκύλο στο κτήμα δεμενο»
Δεν το ξερα» απάντησε ο μικρός
«Του έκανα παρέα και τον εξημέρωσα» Δηλαδή του έμαθα να κάνει παρέα με άλλους. Δεν ήμουν πια μια αλεπού από τις τόσες που ερχόντουσαν στο κοτέτσι. Ημουν η φίλη του, η δικιά του αλεπού»
«Και εγω εχω εξημερώσει τότε» απαντάει με ενθουσιασμό ο μικρός
«Εχω τον Αζορ τον ρινοκερο!» είπε γουρλώνοντας τα μάτια
Έχεις ημερώσει ρινόκερο?» ρωτησε χαμογελώντας η αλεπού
«Εεε είναι ενα κουκλάκι» αποκρίθηκε με ντροπή το παιδί.» Μα είναι δικο μου!»
«Θες να γίνουμε φίλοι» ρώτησε η αλεπο’υ λαχταρώνας την απάντηση
«Ναι!»είπε χωρίς δισταγμό
Αλέξη!!» ακούστηκε από μακριά ο πατέρας του
Που είσαι?»
Πρέπει να φύγω είπε με μυστικό τονο το παιδί
«Θα σε ξαναδώ? τον ρώτησε η αλεπού
Βεβαια!» είπε και έφυγε τρέχοντας αφήνοντας την αλεπού να αγναντευει τα χρυσα μαλλια του να χάνονται και μετά να αγναντέυει τα χρυσά στάχυα μέχρι που έγιναν μελί και μετά σκούρα και μετά μάυρισαν. Έπειτα κοιταξε ένα αστέρι στον ουρανό και σαν να είδε ενα κόκκινο τριαντάφυλλο. Την πηρέ ο ύπνος εκεί ήρεμα στην αγκαλιά του φωτισμένου θόλου. Ήταν ευτυχισμένη.
Οι μέρες πέρασαν και το παιδί δεν φανηκε. Ο πατέρας ερχόταν κάθε μέρα και ξανάστηνε το παρατημένο κοτέτσι. Νέος σκύλος πήρε τη θέση του Ερμή και σιγά σιγα γεμισε κακαρίσματα το κτήμα. Παέι σχεδόν μήνας που είδε για μια και μόνο φορά το φίλο της. Έκανε να κινήσει για το χωριό, όμως ξέρει εκεί πως έχουν όπλα και πως οι αλεπουδες στο χωριο δεν είναι καλοδεχούμενες. Εκεί δεν εχει παιδικές καρδιές, μόνο μίσος και βόλια. Θεώρησε φρόνιμο να μείνει εκεί που ήταν.
Εξημέρωσε τον νέο σκύλο. Ήταν πολύ ευκολο πια, το είχε ξανακάνει. Είχε φαγητό όποτε ήθελε, ζουσε ήσυχα χωρίς κινδύνους. Όμως της ελειπε το αγορι.
Ο μικρός είχε αρρωστήσει βαριία. Ένα μήνα ήταν στο κρεβάτι από πνευμονία
«Από του Χάρου τα δόντια τον γλυτώσαμε» άκουγε την μανα του να λεει στους γείτιονες.
Κοιταζε το παράθυρο και λαχταρούσε να δει μια κοκκινη φουντωτη ουρά να δρασκελιζει στην αυλή. «Αραγε θα ζει» αναρωτιόταν. «Η θα την έχουν τουφεκίσει» ξανασκεφτόταν με ανησυχιά μεγάλη.
Ένα βράδυ καθώς σεργιάνιζε σιγουρη προς το δείπνο της και την παρέα του νεου τους εξημερωμένου φιλου κάτι αναπαντεχο συνέβη. Έξω από το φράχτη επίασε την ούρα της μια παγίδα που είχε βάλει ο αντρας. Ήταν μια λύση να ξεπαστρέψει αυτό το ζώο που θερίζει τις κότες του. Ούρλιαζε η μικρή αλεπού από πονο και αγωνία και καλούσε σε βοήθεια το σκύλο. Που να την βοηθησει όμως το δεμένο σκυλί. Δεμένοι και οι δύο με τους πιο απάνθρωπους τρόπους από ανθρώπινο χέρι. Πάσχιζε η αλεπού να απελευθερωθει μα τα δόντια της παγίδας δαγκωναν με ατσαλινη δύναμη.
Το πρωί ο αντρας έτρεξε στην παγίδα και θυμωμένος βρηκε μια ουρά μονο
Το μεσημέρι σπίτι γυρνώνταντας ο γιος  ειδε την ουρά που είχε φέρει ο παέρας του.
«Που την σκότωσες» ρώτησε έτοιμος να κλαψει, μα το κρυψε.
«Μακάρι να το σκότωνα το δαιμονισμένο. Στο κτήμα. Εκοψε την ουρα του και έφυγε» απάντησε φουρκισμένος
Το παιδί άνοιξε την πόρτα και βγήκε
«Που πας?» του φωνάζει η μανα. «Αύριο είπαμε θα βγείς»
«Έιμαι καλά μαμα μην ανησυχείς» απαντησε χωρις να κόψει βήμα
Ο ανηφορικός δρόμος για το κτημα ήταν δύσκολος στη φάση αναρρωσης που βρισκοταν. Δεν ήξερε που να ψαξει. Πήγε  στο κοτέτσι αλλά δεν είχε ιδέα που να κοιτάξει να την βρει αλλού. Του ήρθε μια τρελλή ιδεα.
«Ξέρεις που έιναι» ρώτησε το σκύλο»
Το σκυλί σάστισε! Δεν πιστευε πως τον έβλεπε και τον ρώταγε.
«Λύσε με και θα την βρω με την όσφρησή μου»
Ξεκίνησαν το ψαξιμο. Μπρος ο σκύλος, ξοπισω ο μικρός
Δεν πήγαν μακριά και το σκυλί ξετρύπωσε την τραυματιμένη αλεπού.
Τους είδε και άρχιζε να κλαιει. Ειχαν έρθει να την βρούνε. Κάποιος νοιάστηκε γαιυτην. Ένα αγόρι που την είχε εξημερώσει ξανά και ενας σκύλος που τον είχε ξανά εξημερώσει.
Το αγόρι την πήρε με απέραντη προσοχη και φροντιδα στην αγκαλιά του και κατηφόρισαν και οι τρεις εξημερωμένοι φίλοι στο σπίτι. Στη συνέχεια το αγόρι εξημέρωσε τους γονείς του και δεν επέτρεψε ποτέ ξανά στον πατέρα του να πιάσει οπλο.
Φυτέψανε μια κόκκινη τριανταφυλλιά εκεί στον μικρό κήπο και η μικρή αλεπού ένοιωθε πως είχε επιτέλους βρει τον πλανήτη του μικρου πρίγκηπα.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Aπόστολος


Αγκάλιασε την βαριά πέτρα και την έσφιξε δυνατά στο στήθος όπως η μάνα σφίγγει το σπλάχνο της. Δεκατέσσερα κιλά  παγωμένου λευκού γρανίτη καταπλάκωνε το παλλόμενο στήθος που φούσκωνε ακανόνιστα σαν την θάλασσα γύρω του που μαινόταν. Κοίταξε  προς την στεριά και τίποτα πιά δεν τον συνέδεε με εκεί. Τα λευκά κύματα τριγύρω του ξεπηδάγαν σαν αφιονισμένες Μαινάδες που τον καλούσαν στον ξέφρενο χορό τους. Μόνο η γαλήνια βουβή αγκαλιά του βυθού μπορεί να τον ξεκουράσει απο αυτή την φρενίτιδα της ύπαρξής του.
Δεν κατάλαβε πως είχε φτάσει σε αυτή την  απεγνωσμένη στιγμή της ζωής του. Μόνος μεσοπέλαγα σχεδόν, σε μιά  βαρκούλα να επιπλέει σαν παιχνιδάκι στην μπανιέρα ενός παιδιού έτοιμο να ανατραπεί από στιγμή σε στιγμή. Μαζί  του για μοναδική παρέα ένα παγωμένο κομμάτι γρανίτη. Το χε σκεφτεί μέρες θα αγκάλιαζε την πέτρα και θα βούταγε παρέα. Όπως οι παλιοί σφουγγαράδες βουτάγανε αγκαλιά με την σκανταλόπετρα. Θα πηγαίνανε παρέα κατευθείαν στον πάτο. Και να άλλαζε γνώμη και λιγοψυχούσε στα μισά της διαδρομής, η πέτρινη ταφόπλακα θα τον είχε παέι ήδη τόσο βαθειά που δεν θα προλάβαινε να ανέβει. Είχε το τέλειο σχέδιο. Θα πάλευε να ανέβει στην επιφάνεια με αποτέλεσμα πανικόβλητος να υπεραναπνέει. Λίγο θα κρατούσε το βάσανο. Μετά θα έπεφτε σε λήθαργο και θα έχανε τις αισθήσεις του και θα βούλιαζε σιγά σιγά στο σκοτάδι. Ένα ξύλινο κουφάρι τον χώριζε από τον υγρό τάφο του. Μέσα του παζάρευε η ζωή και ο θάνατος. Σκεφτόταν μήπως να κάτσει μέσα στην βάρκα  να τον πάρει η ψυχρή Τραμουντάνα εκεί που φύσαγε. Ποιός ξέρει που θα τον έστελνε. Μπορεί στην Σπιναλόγκα , μπορεί σε κάποια απόμερη ακτή της Μαύρης Ηπείρου. Όπως και να χει η μοίρα κάπου στο διάολο θα τον έστελνε. Του φαινόταν τελικά η πιο δίκαιη λύση.  Η ειμαρμένη θα έριχνε τα ζάρια και όπου κάτσει. Το  πάχλωμο φεγγάρι του έριχνε λυπητερές ριπές του ισχνού φωτός του. Το χτύπημα του κινητού τον κάνει να αναπηδήσει ξαφνιασμένος χάνοντας την ισορροπία του και μαζί του και το σκαρί να πάλλεται σαν σε τρικυμία. Τρόμαξε πολύ που θα έπεφτε παραλίγο μέσα στην θάλασσα. Πόσο αστείο του φάνηκε..Ένας αποφασισμένος αυτόχειρας μεσοπέλαγα που φοβήθηκε μήπως πέσει στην θάλασσα και πνιγεί. To λυπημένο πρόσωπό του μεταμορφώθηκε αστραπιαία σε ένα προσωπείο Αιάντιου γέλωτος. Ένας ημιπαράφρων εκέι στην άκρη του πουθενά. Η μήπως ήταν τελείως τρελλός. Η αλήθεια είναι πως χρόνια μπαινόβγαινε σε κλινικές είτε αποτοξίνωσης, είτε τρελλάδικα. Από τότε που είδε τον αδελφό του να διαμελίζει σχεδόν τον πατέρα του με τον μπαλτά του χασάπικου άλλαξε μέσα του και έξω.
Η κοκκινομάλλα Δήμητρα πάντα ήταν το επίκεντρο των σχολίων από την πρώτη παιδική της ηλικία. Σχόλια θαυμασμού, σχόλια χλευαστικά, σχόλια που ταίριαζαν σε ένα όμορφο αλλά περίεργο της φύσης.
Στην εφηβεία ένοιωθε λες και είναι κάποια από τους Χmen. Τα φλογοκόκκινα μαλλιά της με τις κοκκινοπές πιτσίλες διάσπαρτες στο προσωπό της την έκανα τουλάχιστον αξιοπρόσεκτη και σπάνια εκεί στο χωριό της Μεγαλόνησου. Τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια χρωμάτιζαν με κάτι ακόμα πιο εξωπραγματικό την εμφάνισή της σε συνδυασμό με το λευχείμωνο δέρμα της. Σαν πίνακας υπερεαλιστικής απεικόνισης ξεπρόβαλε τραβώντας άθελα τα βλέμματα. ¨Ηταν μια όμορφη ψηλή γυναίκα σαν από ταινία Βίκινγκ ,ήταν όμως και ξεχωριστή και κάθε τι ξεχωριστό, κάθε τι που δεν ανήκει στον μέσο όρο δέχεται επιθέσεις ρατσισμού, διάκρισης. Το ξεχώριστό πάντα κουβαλάει μόνο του την ιστορία του, αμυνόμενο απέναντι στους πολλούς, στον κανόνα, τον μέσο όρο. Άριστη μαθήτρια πάντα, λάβή για σχόλια τύπου το φρικιό είναι εξωγηίνη με υπερφυσικές ικανότητες απομνημόνευσης.
«Το πράμα σου είναι κόκκινο;» ήταν μια κλασσική ερώτηση που θα συναντούσε στην εφηβική και ενήλικη ζωή. Η απάντηση «δεν θα το δείς πότε μαλάκα» ήταν πια η αγαπήμένη της. O μόνος που το είδε τελικά ήταν ο Αποστόλης. Ο Αποστόλης ο καμμένος, έτσι λέγαν όλοι για τον χαρακτήρα του. Δεν ήταν κακός, δεν είχε κάτι που θα έλεγες πως ξόφθαλμα είναι αρνητικό. Απλά ήταν κλείστος με περίεργες μεταφυσικές αντιλήψεις, αλλόκοτο ντύσιμο, άκαιρες και άκυρες αντιδράσεις στα κοινωνικά σήματα. Κατεστραμμένος λένε από το αλκοόλ τα ναρκωτικά και τον Θεό μέσα του. Ψηλός ογκώδης, σχεδόν τρομακτικός με μακριά πουκάμισα μέχρι το γόνατο και κολάν παντελόνι μεταλλάδικο με αρβύλα. Τα καπέλα του και γενικότερα τα αξεσουάρ στο κεφάλι ήταν μια πανδαισία και ένα καθημερινό μικρό πανηγύρι για την τοπική κοινωνία. Γενικά ήταν ο τύπoς που σίγουρα δεν περνάει απαρατήρητος. Σαν ένα πολύ ιδιάιτερο κτίσμα σε μια γειτονία με προκάτ ομοιόμορφα σπίτια. Δεν ήταν μαζικής παράγωγής, ήταν ένας και ξεχωριστός.  Αυτό την τράβηξε, η μοναδική του τρέλλα. Η αυθεντική του κόπια σε έναν κόσμο καρμπόν. Πως να δεχτεί αυτός ο κόσμος την διαφορετικότητα. Και πως να καταπιεί και ο Αποστόλης την μοναξιά της μοναδικότητάς του.
Έκτη δημοτικού πήγαινε θυμάται και η εικόνα του σφαγιασμένου πατέρα του είναι είναι πάντα σαν οπτικό χαλί ο,τί και αν κάνει. Μια άλικη σκηνή σφαγείου ερχόταν αστραπιαία και εξαφανιζόταν μπροστά στα μάτια του. Θυμάται την γάτα που έγλειφε το αίμα εκεί δίπλα στο ανθρώπινο σφαχτό και χρόνια τον ταλαιπωρούσε ναυτία. Τον αδελφό του δεν τον ξανάδε ποτέ, μήτε αυτός, μήτε κανάς άλλος. Διάφορες οι ιστορίες σε όλη την περιφέρεια. Πως έφυγε στο εξωτερικό, πως αυτοκτόνησε , ακόμα και πως ζει και βαζιλεύει σαν κατασυρροήν δολοφόνος σε όλη την Ελλάδα. Αρέσουν τέτοιες θλιβερές καταστροφές στον κοσμάκη. Ψωμοτύρι στην ψέυτικη ασφάλεια που χτίζουν όλοι γύρω τους, ξορκίζοντας το κακό στους άλλους.
Σημασία έχει πάντως πως η οικογένεια του από τότε διαλύθηκε. Η μάνα του έπεσε στο κρεβάτι και δεν συνήλθε ποτέ. Οι συγγενείς κόψαν τα μουσαφεριλίκια και τα πολλά πολλά και εκείνος έκοψε την έπαφή με την πραγματικότητα. Γνώρισε τον μαγικό κόσμο του ποτού και αργότερα της πρέζας. Βασιλιάς δικτάτορας γινόταν ευθύς μόλις έπινε και γκρεμιζόταν τις επόμενες ώρες βίαια από τον θρόνο του.
Η εικόνα του καθημαγμένου πατέρα σαν φλάς φωτογραφικής μηχανής του τύφλωνε τα μάτια και το μυαλό. Μπαινόβγανε στις ψυχιατρικές κλινικές και τις αποτοξινώσεις ανάλογα με την ταμπέλα του ψυχοσυναισθηματικά διαταραγμένου ή του αλκοολικού πολυχρήστη.
Κάπου εκεί στα 30 του χρόνια αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος. Εκεί όλους τους δέχονταν αγγέλους και δαίμονες. Ποτέ δεν πίστεψε, όμως μπήκε σε πρόγραμμα. Έζησε εδραία και ασκητικά με ένα τρίβωνα για ρούχο. Ο πνευματικός του τον αγκάλιασε και τον ξαναζέστανε σαν άνθρωπο. Του μπάλωσε με υπομονή και μαεστρία την τρύπα που χε στην καρδιά. Ξαναβρήκε ένα πατέρα ένα φάρο στήριξης και αγάπης. Δεν είχε γνωρίσει πιο άγιο άνθρωπο. Ο πατέρας Σίμωνας κοιμήθηκε έπειτα από 6 χρόνια από όταν σκαρφάλωσε στην μονή. Ο πόνος του μεγάλος μα ο θανατος του δεύτερου πατέραείιχε μια λογική, μια φυσική πορεία στο δρόμο της ζωής κάτι που τον πικροπαρηγορούσε.
Συνέχισε το προγραμμά του με τα αξημέρωτα εγερτήρια, τις παρακλήσεις, τις μετάνοιες και την επίμοχθη εργασία στα αμπέλια. Προσπάθησε να μείνει στο πλάνο να μην ξαναδεί άλλους ανθρώπους από την Βαβέλ από κάτω του. Του έλειπε ο γέρος.  Άρχισε να πεζοπορεί ώρες πάνω στις λιόπυρες πέτρες του Αθωνικού βουνού. Προσευχή στον δικό του Θεό ,πεζοπορία, διακονίες προσευχή και πεζοπορία. Ανέβαινε η ψυχή του κει πάνω στα  βουνά, στο σκαλοπάτι του Θεού. Ενοιωθε ώρες ώρες τόσο κοντά σαν τον πρωτόπλαστο της Δημιουργίας του Μιχαήλ Άγγελου. Ξαναγενήθηκε εκεί στην πέτρα της πίστης. Άρχισε σιγά σιγά να τρέχει σαν τότε που έφηβος είχε αποκτήσει αυτή την λόξα και τον κοιτάγανε σαν τον τρελλό του χωριού. Τι άτιμη που είναι η μοίρα, τα επόμενα χρόνια δεν άργησε να τους το επιβεβαιώσει… Ξέπνοος σκαρφάλωνε τις αιχμηρές ακρολιθιές κει πάνω στον δικό του Θεό και Σωτήρα της ζωής του. Γέμιζαν τα πνευμόνια του θυμάρι και ρίγανη και το μπλε σκούρο του Αγαίου του προκαλούσε το βλέμμα μέχρι το πέρα το παντοτινό. Συλλογιζόταν τον αδερφό του, την ανίερη του πράξη τα γιατί. Θα τον συγχωρούσε ποτέ, γιατί τον σκότωσε; άραγε να ζούσε; Και δώστου ξανά το μυαλό στα πόδια να το τσαλαπατήσουν να μην σκέφτεται πια τίποτα παρά μονο τον Θεό μπροστά του την Φύση με το μπλέ το γαλανό και το πράσινο.
Αλκοολίκι του χε γίνει η ποδόστρατα σαν τα ναρκωτικά γλυκό και ανεβαστικό. Ήταν στιγμές που ένοιωθε όμορφα, γεμάτος ζωή ενέργεια και ελπίδα και η ενασχόληση του αυτή πολύ τον συντηρούσε και τον τράβαγε από τον γκρεμό. Ήταν στιγμές που αγνάντευε από το μοναχικό κελί του το σούρουπο την μαύρη θάλασσα και σαν τον Αιγέα ήθελε να βουτήξει στα νερά της να χαθεί.
Και να σου τώρα μεσοπέλαγα σαν βασιλιάς απαρηγόρητος θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Σε μία ονειρική κατάσταση πλέον αναπολεί τις στιγμές γνωριμίας, του τότε που έιχε κατέβει απο το μοναστήρι. Έιχε αποφασίσει να γυρίσει στο χωριό, στον τόπο του εγκλήματος. Έιχε χρέος σε αυτή την μαρμαρωμένη μάνα. Έμεινε κάμποσο και γνώρισε εκεί την κοκκινομάλλα. Μάλλον την ξαναγνώρισε αφού η αρρωστημένη αχλή της παιδικής και πρώιμης ενήλικης ζωής του δεν του είχε επέτρεψει να δει πως αυτο το κορίτσι, τώρα γυναίκα, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τον αφουγκραστεί ειλικρινά. Σαν το γυναικείο αντίστοιχο του γέροντα μέντορά του. Μόνο που είχε ένα ακόμα καλό. Του ξύπνησε το άρσενικό μέσα του την επιθυμία για επαφή και άγγιγμα.
Ξανάνοιωσε ολοκληρωμένος άνθρωπος δημιούργημα Θεού και Γης,   αέρα και χώματος, ψυχής και σάρκας. Μα ήταν γραφτό να φύγει και να σβήσει  μακριά του σαν την κόκκινη λάβα που πετρώνει και πεθαίνει στην κρύα θάλασσα. Έτσι και τα κατακόκκινα μαλλιά της έσβησαν ένα απομεσήμερο στο Λιβικό πέλαγος. Κανέις δεν είδε κανείς δεν άκουσε. Δεν ξαναγύρισε από το μεσημεριανό μπάνιο της, όταν τον αποχαιρέτησε ενώ εκείνος ραχάτιζε στο κρεβάτι. Βυθίστηκε στην λήθη της θάλασσας αφήνοντας στην παραλία μια πετσέτα, ένα αντηλιακό και τα γυαλιά ηλίου της. Πράγματα τοσο καθημερινά και ασήμαντα μα πλέον τα μόνα που τον συνέδεαν με την θύμηση της την μυρωδιά της και τον ήχο της φωνής της.
Προσπάθησε να ξανακολλήσει το εαυτό του. Αλήθεια πάλεψε σκληρά. Πεζοπόρησε σε όλη την ελλάδα διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα σαν προσκυνητής στον δρόμο του Απόστολου Παύλου. Ένα σακίδιο με μια αλλαξιά για εκείνον και μια πετσέτα, ενα αντηλιακό και ένα ζευγάρι γυαλιά για εκείνη. Πήγε στα πιο αποκομμένα χωριά και μοναστήρια. Σε βουνά αφιλόξενα και ακροθαλασσιές ήμερες. Δεν είχε κάτι να τους διδάξει, να τους πεί. Δεν ήταν κάποιος σοφός του κόσμου. Η ιστορία του όμως στη ζωή και ο αγώνας του, μια βιωματική σοφία. Όλοι τον δεχτήκανε με αγάπη και καλοσύνη. Είχε βρεί σε αυτό το ταξίδι του 3 χρόνια τώρα, την ειρήνη με τον κόσμο. Τους είχε συγχωρήσει, δεν γνώριζαν ποιός είναι.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να συγχωρήσει στον εαυτό του είναι η κατάρα του να πεθαίνουν και να χάνονται αυτοί που αγαπάει.
Εδώ τέλειωνε το ταξίδι του. Γνώρισε τον Θεό, τον Θάνατο την Αγάπη, αυτό που λενε ζωή. Δεν είχε άλλα να μάθει. Όταν έλυσε την βάρκα από τον κάβο είχε αποφασίσει να συναντήσει τον Χάροντα.
Μα είχε ξεχάσει να πάρει κέρμα.
Το σκάφος του λιμενικού έριξε πάνω στο γκρί της βάρκας του ένα  εκτυφλωτικό φως σαν απο μηχανής θεός.
Η πέτρα έπεσε από τα χέρια του σαν κάτι ξένο. Καποιος εκεί πάνω ή μέσα του, ποιός ξέρει ήθελε να μείνει…
Είχε ακόμα πολλους δρόμους του κόσμου να πορευτεί σαν άλλος Απόστολος.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

O Ωκεανός και ο Ταύρος


Τα μελτέμια είχαν αρχίσει να πολιορκούν την καλοκαιρινή ραστώνη και οι πρώτες ανάσες του φθινοπώρου άγγιζαν τις ακτές. Φύκια αναμαλλιασμένα μπλεκονται το ένα με το άλλο στην πάλη των κυμάτων με την αμμουδερή ακτή. Τα σύννεφα σαν ταινία σλαντς έκρυβαν και συσκότιζαν τον ήλιο την μια. Και την άλλη όλα ήταν φωτεινά και καλοκαιρινά, χρυσά και αιώνια.
‘Ήταν το πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό, η πρώτη επίσημη φυγή από το σπίτι. Δυό ανεπίσημες που είχαν μεσολαβησει ήταν ανούσιοι παιδικοί τσαμπουκάδες. Προτιμησε να φύγει μόνη χωρίς παρέα για ασφάλεια. Όχι πως δεν αναζήτησε αλλά να οι ημερομηνίες και οι υποχρεώσεις του καθενός δεν συνέπεφταν με την λαχτάρα της για φευγιό. Δεν το εψαξε πολύ, ούτε έμεινε σε αυτό. Έκλεισε τα εισιτήρια και αναχωρησε. Μόνη σε αυτό το πρώτο ταξίδι.
Η Ιβηρική χερσόνησος και η κουλτούρα της πάντα την τράβαγε. Οι άνθρωποι, τα χρώματά τους, η γη και ο ήλιος. Και τώρα ήταν εκεί στην βόρεια Ισπανία στην Παραλία των καθεδρικών ναών. Υψώματα βράχων διατρητα από την θάλασσα δημιουργούσαν τεράστιους θόλους και πελώριες αψίδες ενώ από κάτω τους κυλούσαν τα ρηχά νερά. Περπατούσε και πλατσούριζε εκεί μαζί με άλλους επισκέπτες στα ρηχά νερα και περιδιάβαινε κάτω από τη σκιά των φυσικών βραχωδών θόλων.
Μόλις είχε φτάσει στο μικρό χωριό και την καλοσώρισαν οι οικοδεσπότες του καταλύματος που είχε κάνει κράτηση. Η χώρα των Βασκων ήταν όπως την είχε ονειρευτεί. Καταπρασινη  να καταβρεχεται από τα σκούρα νερά του Ατλαντικού. Βορειοευρωπαική κατά τόπους με κάστρα και νησίδες. Τα Πυρηναία από την άλλη μεριά με τους ογκώδεις σχματισμούς τους δημιουργούν μια φυσική κοιλότητα οπόυ εκεί κατοικεί και έιναι ζωντανή μια γλώσσα και κουλτούρα χιλιάδων ετών σε πέισμα ομογενοποίησης και διεθνοποιησης.
Εσερνε τα πόδια στην μαλακή άμμο και χαζευε τα ακροδαχτυλα της που χανονταν και αναδύονταν κάτω από την ψιλή αμμο και τον λεπτό υμένα της θάλασσας.
Ξαφνικά τα βήματα της κοπηκαν αναγκαστικά καθως αντίκρισε μπρος τα της δυο αντρικά γυμνά πόδια.
«Γεία σας δάχτυλά «είπε ο νεαρός άντρας που δεν είχε σηκωσει το κεφάλι του αλλά κοιταζε κάτω στη χώρα της πατούσας.
Θέλετε να γνωριστούμε?»συνέχισε
Η Ειρήνη χαμογέλασε και τον ρώτησε που κατάλαβε πως είναι ελληνίδα.
«Οι απρόσεκτες ελληνίδες έχουν ανοιχτές τις τσάντες τους φορτωμένες στην πλάτη και τα υπαρχοντά τους μαρτυρούν πολλά. Το βιβλίο σου με ελληνικό τίτλο που έχασκε στη μισάνοιχτη τσάντα ήταν αρκετό»
Η κοπέλα έβγαλε αμήχανη την τσάντα και έκλεισε το φερμουάρ.
Ειρηνη» συστήθηκε και έτεινε το χέρι.
Σωτήρης» χαρηκα δεσποινις.
Ήταν κοντούλης μάλλον, με μαυρα μαλλια που έφτανα σχεδόν στους ώμους. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και χρωματιστα σαν κομμάτια χαλαζία και η έκφρασή τους ήταν σταθέρη και καθησυχαστική.
Μονη?
Ναι ήρθα καποιές μέρες μόνη» απαντησε φοβισμένα χωρίς να καταλάβει γιατί το έκανε.
Φωνές πολλές ακούστηκαν σε διάφορες γλώσσες μαζί με ένα βουήτο σαν ο Εγκέλαδος να πλησιάζει. Ο Σωτήρης την σπρώχνει με τα δύο του χέρια στην απέναντι μερία και ο ίδιος πέφτει προς τα πίσω. Η παραλία σαν να είχε χωριστεί γιαυτούς τους δύο πια.
Το ενός τόνου ζώο πέρασε με ταχύτητα ανάμεσα τους και βούτηξε με εκκωφαντικό παφλασμό στη θαλασσα που άφρισε από την σύγκρουση. Ο κατατρομαγμένος τάυρος άρχισε να κολυμπάει με ζηλευτή ικανότητα στα αβαθή. Ο μάυρος όγκος έπλεε με αρμονία προκαλώντας τα πιο ευαισθητα αντανακλαστικα των συναισθημάτων. Μια τρομαγμενη ύπαρξη σε ένα ταξίδι που δεν έχει επιστροφή.
Είσαι καλά» την ρωτησε
Η Ειρήνη χωρίς ακόμα να εχει ενωθεί με τον πραγματικό χρόνο τον ευχαρίστησε μουδιασμενα.
Μόλις σηκώθηκε από την  αμμουδιά άρχισε να κλαιει τρομαγμένη.
Ο ξένος άντρας που τώρα πια ήταν τόσο οικείος την πήρε αγκαλιά.
Ησύχασε δεν υπάρχει πλέον κάτι που να σε απειλεί. Είσαι ασφαλής την καθυσήχασε.
‘Ομως εκεινος δεν έιναι αποκρίθηκε κοιτώντας τον μαυρο όγκο να ξεμακράινει με το κεφάλι σε έκταση έξω από το νερό.
Ένα σκάφος του λιμένικου πλησίασε το ζώο και εκείνο έκανε απεγνωσμένους ελιγμούς. Τρεις πυροβλισμοι ακουστηκαν και σιγα σιγα το κοκκινο ηλιοβασίλεμα που έσβηνε πάνω στη θάλασσα ήρθε σε αρμονία με το κόκκινο αίμα του ζώου.
Το κουφάρι του σύρθηκε από το σκάφος δεμένο προς τα ρηχά.
Ξέπνοο επέπλεε νεκρό και τιμωρημένο γιατί ζητησε την ελευθερία του.
Είχε ξεφύγει από ένα εκτροφείο αρκετα χιλιομετρα μακριά πριν βρεθειίνα βουτήξει στα νερα του Ωκεανού όπου τον υποδέχθηκε. Τώρα Η Γη και ο Ουρανός τον καλοσώρισαν στο νέο του σπίτι. Λυτρωμένος και ελευθερος.
Έτσι ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι η Ειρήνη και Ο Σωτήρης ο σωτήρας της, γίνανε ζευγάρι. Δεν ξέχασαν ποτε τα μουγκρητά αγωνίας και φόβου του ζώου. Επέστρεψαν στην ίδια παραλία το επόμενο καλοκαίρι και αφησαν πλεούμενο φαναράκι στον Ωκεανό. Σε θύμηση της γνωριμίας και του άδικου θανατου.
Ετσι είναι η ζωή την ίδια στιγμη της χαρας έρχεται η λύπη. Και ο Ωκεανός χαρας και λύπης απέραντος….

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Φίλος δίχως όνομα





O Ζήσης, ο ελληνικός ποιμενικός, έπαιζε ανέμελα με το μικρό κατσικάκι που δεν είχε ακόμα απογαλακτιστεί από τη μαμά του. Τι κυνηγητά, τι κουτουλιές του έδινε το μικρό με τα ανύπαρκτα κέρατά του! Κατρακυλούσε στη μοσχομυριστή πλαγιά, γεμάτη φασκόμηλο και θυμάρι. Ξωπίσω τους και οι μέλισσες ζουζούνιζαν νευριασμένα που τις παρέσερναν βίαια στον διάβα τους και μαζί τους και τα φυτά που τρυγούσαν.
Η φύση ολόγυρα μύριζε άνοιξη και τα χρώματα της γης με του ουρανού ανακατώνονταν σε ένα χαρμόσυνο πανηγύρι. Οι κουδούνες από τις ενήλικες κατσίκες χτυπούσαν ασυντόνιστα σαν να σήμαιναν και αυτά την Ανάσταση της γης μέσω της άνοιξης.
Το Πάσχα είχε φτάσει και όλοι στο χωριό ετοιμάζονταν να γιορτάσουν και την Ανάσταση του Χριστού. Μεγάλη Πέμπτη ξημέρωνε και οι χωριανοί  από πρωί στις ετοιμασίες για τα Πασχαλινά καλούδια. Τα σπίτια μυρίζανε κουλούρια σμυρνέικα, ενώ οι κατσαρόλες γεμίζανε αβγά για να βαφτούν.
Ο Ζήσης συνόδεψε το αφεντικό του μέχρι τον φίλο του το κατσικάκι που καθόταν δίπλα στη μάνα του. Ο μεσήλικας αγρότης το άρπαξε από το σβέρκο για να το μεταφέρει στον πρόχειρο σταύλο. Ανησυχία και ένταση από το κοπάδι. Βέλαζε το μικρό μακριά από την μάνα, βέλαζε κι αυτή και έτρεχε ανήσυχη χωρίς σκοπό. Γάβγιζε κι ο Ζήσης αμήχανα, θέλοντας να πιστεύει πως κάποιο παιχνίδι παίζουν.
Το ξύλινο μάνταλο έκλεισε, κλειδώνοντας μέσα το μικρό μέχρι την επαύριο της θυσίας του. Το Μεγάλο Σάββατο έφτασε και οι καμπάνες της πρώτης Ανάστασης ηχούσαν σε όλη την πλάση διθυραμβικά.
Το ξυλινο μάνταλο άνοιξε και μπήκε μέσα ο κτηνοτρόφος, μαζί του και ο Ζήσης. Το μικρο ήταν εκεί νηστικό και απότιστο δύο μέρες. Κούνησε την ουρά ο Ζήσης από χαρά που είδε τον μικρό του φίλο. Κούνησε την ουρίτσα του το μικρό χωρίς όνομα κατσικάκι, όχι από χαρά, αλλά από πόνο και αγωνία. Ένας τελευταίος σπασμός στα πόδια και αυτό ήταν.
Ο Ζήσης δεν κατάλαβε σε τι ήταν μάρτυρας. Μύρισε το αίμα που έτρεχε ζεστό από τον λαιμό του ανώνυμου μικρού του φίλου. Δεν κουνήθηκε, δεν σάλεψε το μικρό κορμάκι.
Χωρίς όνομα, χωρίς δικαίωμα στη ζωή, χωρίς αιτία καταδικάστηκε εις θάνατον.
Την επομένη, όλο το χωρίο γιόρτασε την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Ο Ζήσης συνέχισε τη ζωή του στο βουνό. Είχε βρει έναν άλλο μικρό φίλο…Έναν ακόμη φίλο χωρίς όνομα.