Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Η αλεπού του μικρού πρίγκηπα




H μικρή αλεπού αγνάντευε τα χρυσά σπαρτά που ανεμίζανε ρυθμικά στις ριπες του λεβάντε. Το μικρό ύψωμα της επέτρεπε να κοιτάει όλο τον κάμπο μέχρι το βάθος του ορίζοντα εκεί που άλλοι κόσμοι και άλλοι άνθρωποι και ζώα ζουν. Το μάτι γλάρωνε μέχρι το τέλος του ορίζοντα, εκεί που θαρρούσε στιγμές πως έβλεπε τον  τοσοδά στρογγυλό πλανήτη του Μικρού Πρίγκηπα. Όπως της είχε πει ο μικρός πρίγκηπας υπάρχουν πολλοί κόσμοι και πολλών λογιών άνθρωποι.
«Υπάρχουν κακοί άνθρωποι αλλά υπάρχουν και καλοί. Ζώα δεν γνώρισα κακά» θυμάται της είχε πει.
Τα λόγια του τρέχαν στο μυαλουδάκι της και το ανεμοδούρισμα των σταχυών της έφερναν στη μνήμη τα χρυσά μαλλια του μικρού αγοριού. Ένα κόμπος ανέβαινε στο λαιμό της. Της έλειπε το μικρό αγόρι. Ήταν ο πίο καλός αωθρωπος που είχε γνωρίσει. Μέχρι τώρα μόνο ανθρώπους κακούς ήξερε. Την κυνηγούσαν όλοι να την σκοτώσουν. Την κυνηγούσαν για την γούνα της, την κυνηγούσαν για να μην πηγαίνει στα κοτέτσια, την κυνηγούσαν για να μην πηγαίνει κοντά στα σπίτια, την κυνηγούσαν όπου την έβρισκαν. Από τότε κάθε απομεσήμερο ανέβαινε σε αυτό το λόφο για να ξαναδεί το μικρό αγόρι. Ήξερε πως δεν ήταν ασφαλής να γυρνάει το πρώι με το φώς της μέρας. Της άρεσε η νύχτα και η ησυχία της. Η ασφάλεια που της έδινε το σκοτάδι. Το πρωι γυρνάνε άθρωποι και αυτό δεν είναι καλό.
Όμως είχε εξημερωθεί. Της έλειπε το αγόρι. Μετά από πολλή σκέψη και πολλές δοκιμές συμπέρανε πως τα μεσημέρια οι ανθρωποι κυκλοφορούσαν λιγότερο σε σχεση με τα πρωινά. Τους έβλεπε να τρώνε και να ξαπλώνουν ροχαλίζοντας κάτω από δέντρα, μέσα σε στάυλους και σε μαλακά κρεβάτια. Τα τουφέκια και τα δίκρανα τα είχαν παρατήσει δίπλα τους. Μαζί τους στη σιέστα και τα σκυλία τους. Δεν τα αδικούσε ήταν εξημερωμένα και αυτά. Αγαπόυσαν τα αφεντικά τους και θα κάναν τα πάντα γιαυτούς. Θα την κυνηγούσαν για να ευχαριστήσουν τους ανθρώπους
Θυμάται κάποτε είχε γνωρίσει ένα ταλαίπωρο σκυλο. Γέρασε δεμένος στην αλυσίδα. Χαντάκι είχε σκάψει γύρω του από τα πήγαινε έλα γύρω από τον πάσσαλο που ήταν δεμένος. Την πρώτη φορά όταν πήγε στο χωράφι που ήταν δεμένος δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Ήταν νύχτα κ τρύπωσε κάτω από το κοτσετσόσυρμα. Ο σκύλος την άκουσε, την μύρισέ και έτρεξε καταπάνω της. Ευτύχως η σκουριάσμενη αλυσίδα κρτησε το σκύλι και κράτησε και στη ζωή την μικρή αλέπου. Όταν κατάλαβε πως ο σκύλος ήταν δεμένος μπαινόβγανε άνετα σαν κυριά. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατιί δένουν σκυλιά σε ένα χωράφι.
Μετά από κάποιες επισκέψεις τον λυπήθηκε που γάβγιζε και χτυπιόταν έτσι ανούσια χωρίς καμία ελπίδα να ελευθερωθεί. Σταμάτησε μακριά του και τον ρώτησε.
«Δεν έχεις κουραστεί? Δεν βλέπεις πως δεν μπορέις να με πιάσεις?»
Ο σκύλος σάστισε, του μιλάει η αλεπού! Τόσα χρόνια κανένα ζώο δεν του μίλησε. Αλεπούδες, νυφίτσες, κουνάβια, φίδια όλα τον αγνοούσαν. Μπαίνανε, κάνανε την δουλεία τους και φέυγανε.
«Όχι όχι δεν θα κάτσω να ανοίξω κουβέντα με την πονηρή κλέφτρα» σκέφτηκε. Και ξαναξεκίνησε το άγριο γαβγισμά του.
«καλά,» είπε βαριεστημένα η αλεπού και έφυγε
Μετά από μερικά βράδια ήταν πάλι εκεί και ο σκύλος φυσικά που αλλού θα μπορούσε να είναι.
Γαβγίσματα τα γνωστά και φασαρία.
«Δεν κουράστηκες τόσα χρονιά?»
Ο σκύλος σταμάτησε το γάβγισμα. Η αλεπού του ξαναμίλησε! Δεν του είχε μιλησει κανείς ποτέ. Ουτε το αφεντικό του δεν του είχε μιλήσει ποτε. Αν δεν του έβαζε μια στο τόσο νερο ,η μια στο που και πού κάνα κόκαλο η ψωμί ήταν σίγουρος πως δεν θα ήξερε πως υπάρχει. Ποτέ δεν τον κοίταξε, φρόντιζε τις κότες και έφευγε. Όμως αυτή η παγαπόντισα αλεπου ήταν εκεί και τον κόιταγε. Τον κοίταγε σχεδόν λυπημένα θα ελεγε. Και του μιλούσε, ναι του μιλούσε!
«Κουραστηκα πολύ» ,είπε βραχνά με την σκυλίσια φωνη του
«Θελω να πεθάνω» συνέχισε.»Δεν αντέχεται η ζωή εδώ στην αλυσίδα. Κρύο ζέστη βροχή χιόνι εδώ στην αλυσίδα. Έγινα ένα με το σίδερο της αλυσίδας για να μην νοίωθω τιποτα. Μα κουράστηκα» επανέλαβε.
Η μικρή αλεπόυ έκανε να πλησιάσει.
«Μη» φώναξε σ σκύλος σχεδόν τρομαγμένος
«Μην πλησιάζεις θα σου κάνω κακό! Δεν έχω μαθει να με πλησιάζουν, δεν εχω μάθει να έχω φίλους. Να γαβγίζω μόνο και να δίωχνω, να τρομάζω, αυτό έχω μάθει»
Η αλεπού έμεινε λίγο εκεί ακίνητη και τον κοίταζε και ο σκύλος απολάμβανε το βλέμμα ενός άλλου πάνω του. Ύστερα η αλεπού σηκώθηκε να φύγει»
«Αντιο, θα ξαναέρθω»
Τις επόμενες φορές η αλεπού πλησίαζε περισσότερο το σκύλο. Της είπε το όνομά, την ιστορία του.
Ήταν κυνηγόσκυλο για κάποιο καιρό. Έτρεχε στα βουνά και στις πεδιάδες. Είχε πιάσει αρκετές αλεπούδες σαν και του λόγου της.
«Συγγνώμη» της απολογήθηκε
 «Όμως σύντομα έγινα αυτό που βλέπεις. Ένα τίποτα, ένα ζωντανό σκιάχτρο»
Η αλεπου ερχόταν πλέον κάθε βράδυ, ακόμα και τις νύχτες που δεν ήθελε κάτι να την φιλέψουν οι κοτούλες. Είχε έρθει ο χειμώνας και το κρύο το βράδυ ήταν δύσκολο για τον Ερμή.
«Ερμής είναι το όνομά μου» είχε πει περήφανα ο σκύλος
 Τον ζέσταινε αγκαλιά δίπλα διπλα το βράδυ. Του έλεγε ιστορίες για τα μέρη που είχε δεί από τις περιηγησεις της στη φύση. Τα μάτια του Ερμή που από τον καταρράκτη βλέπανε σκιές μόνο, γεμίζανε χρώματα από το κιτρινοπράσινο της φύσης και το μπλε του ουρανού. Έτρεχε μαζί της σε απάτητα μονοπάτια μακριά από την ξερή τάφρο γύρω από τα πόδια του. Ανέβαινε σε λόφους και σε πλαγιές, ψηλά εκεί περήφανος και ελεύθερος. Τότε που ήταν ο Ερμής το κυνηγόσκυλο. Ο Ερμής ο φτερωτός επειδή ήταν από τα πιο γρήγορα σκυλιά της περιοχής. Που και που μοιράζοταν και καμιά κότα μαζί της η του έφερνε ό,τι πρόχειρο είχε πίασει στο δάσος η αλεπουδίτσα.
Ξανάνιωσε ο Ερμήςς εκεί την αλυσίδα. Δεν ήταν μόνος πια. Άντεχε και μοιραζόταν τα βασανά του με κάποιον άλλο και αυτό έκανε τη ζωή του πιο υποφερτή. Κάποιες φόρες και όμορφη, ειδικά εκείνες τις στιγμές το σούρουπο που περίμενε να μυρίσει την γνώριμη μυρωδιά της φίλης του.
Την στολισμένη άνοιξη ένας πυροβολισμός το δείλι, την ώρα που πηγαινε στο καθορισμένο ραντεβού της την ταραξε. Ήταν προς τη μεριά του κοτετσιού του Ερμή και εκεί δεν κυνηγάνε ήξερε. Έτρεξε με την καρδιά να τρεχει πιο μπροστά από εκείνη. Εκεί κοντά στο σύρμα έκοψε ταχύτητα. Ειδε τον σκύλο ξαπλωμένο και έναν άνθρωπο από πάνω του να περνάει την καραμπίνα στον ώμο. Ήταν ή ώρα του Ερμή να ελευθερωθεί. Ο άνθρωπος έλυσε το νεκρό ζώο , του έβγαλε το πρόχειρο κολάρο και φάνηκαν τα σημάδια του χρόνιου μαρτυρίου του γύρω στο λαιμό του.
Ο Ερμής ήταν ελεύθερος και εκείνη τόσο φυλακισμένη στην απουσία του. Ήξερε πως δεν θα τον ξαναδεί πια. Έκανε καιρό για να φιλιώσει με την ιδέα πως δεν θα ξαναδεί το σκύλο. Κάθε βραδύ πήγαινε και καθόταν στην παρατημενη αλυσίδα. Το κοτέτσι είχε ερημώσει μα η αλυσίδα τις θύμιζε το δεσμό της με τον φίλο της. Πότε χαιρόταν και πότε λυπόταν για τον Ερμή. Δεν αποφάσιζε, ωσπου με τον καιρό έπαψε να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της και αποφάσισε οριστικά να χαρεί για τον φίλο της. Ήταν ελεύθερος πια σίγουρα.
Δεν ξαναπήγε από τότε στο μέρος όπου έζησε βασανίστηκε και ελευθερώθηκε ο σκύλος. Συνέχισε ετσι τη μοναχική ζωή της μακριά από ανθρώπους. Ήταν πια σίγουρη πως οι ανθρωποι είναι κακοί και καλό είναι να μένεις μακριά τους Και ήρθε αυτός ο μικρος πρίγκηπας, ένας άνθρωπος με χρυσά μαλιά και χρυσή καρδιά. Και τον αγάπησε σαν το σκύλολο και έφυγε και αυτός και δεν θα τον ξαναδεί ποτέ όπως τον σκύλο, τον Ερμη. Και τώρα τα χρυσά στάχια ήταν εκεί όπως η σκουριασμένη αλυσίδα να την δένουν με κάτι που έζησε κι έφυγε μακριά. Το είχε ξαναπεράσει αυτό όμως τώρα ήταν από την άλλη μεριά. Είχε εξημερώσει εκείνη τον σκύλο, τώρα την είχαν εξημερώσει και ηξερε πως αυτό ήταν κατι αγνό και όμορφο. Όπως το νερό κελαρίζει από τα βουνά και ρέει ήρεμα μέχρι τις πηγές, έτσι έρεε η καρδιά της όταν σκεφτόταν το μικρό πριγκηπα.
Με αυτές τι σκέψεις την έβρισκε το σούρουπο εκεί στο λοφάκι και σιγα σιγα σβήνανε τα χρυσά στάχυα όσο ο ουρανός έσβηνε τα φώτα του  και οι θύμησες και τα όνειρα αλληλοπλέκονται στο σκοτάδι σε ένα πάντρεμα αλήθειας και φαντασιας.
Σηκώθηκε στα τέσσερα ποδαράκια και σκέφτηκε να πάει  μια βόλτα το επόμενο πρωί στο κοτέτσι του Ερμή. Καιρό είχε να παέι και μια και το σκέφτηκε σήμερα, δεν ξέρει πως, απλά ηθελε να πάει κατά κει.
Έριξε μια τελευταία ματιά στα χρυσά μαλλιά που αρχιζαν να γίνονται μελί και κατηφόρησε με την καρδια γεμάτη λύπη, ελπίδα και αγάπη. Δεν ήξερε πιο από όλα να ξεχωρίσει.
Το πρωί πλησιάζοντας στο κτήμα ακουσε θορύβους. Δεν το περίμενε πως είχε ξανά εκεί ζωή. Mπουσούλησε προσεκτικά με τα αυτιά στη ράχη τεντωμένα και γουρλωσε τα ματια πισω από το φράχτη. Ένα αγόρι με ξανθά μαλλια ήταν εκεί και περιεργαζόταν την άδεια αλυσίδα. Η καρδιά της γέμισε χρώματα και ρυθμό ξέφρενο. Γύρω της όλα χρωματίζονταν από το αγόρι με τα μαλλιά σαν στάχυ χρυσά.
Άστο αυτό κάτω» φώναξε ο πατέρας στο παιδί αυστηρά.
«Τι έδενες με αυτό μπαμπά? ρωτησε με αφέλεια το αγόρι.
«Τίποτα»  μουρμούρησε αδιάφορα ο άντρας συνεχίζοντας τις δουλειές εκεί στο κτήμα.
Η μικρή αλεπού μαγεμένη απολάμβανε την παρουσία του μικρού πρίγκηπα της. Ήξερε πως δεν ήταν ο ίδιος όμως με τα μάτια της ψυχής όπως την είχε μάθει έβλεπε πως το μικρο αυτό αγόρι είχε καλή καρδιά.
Το παιδί περιδιάβαινε άσκοπα στο κτημα και με την λαιμαργη περιέργεια της ηλικίας περιεργαζόταν το κάθε τι. Μια άκρη στο σύρμα της περίφραξης γινόταν για εκείνο μια μεγάλη ανακάλυψη. Μια πέτρα με ένα συνηθισμένο σχήμα μπροστα στα παιδικά ματία μεταμορφωνόταν στον πιο λαμπερό ρουμπίνι. Ο στρατός από μυρμήγκια και οι φωλιά τους μια λαμπερή παρέλαση. Ήταν αγνή καρδια του παιδιού, δεν είχαν προλάβει οι μεγαλοι να του τη χαλάσουν. Τα παρατηρούσε αυτά η αλεπού και έβλεπε στο παιδι την καρδία του μικρού πρίγκηπα.
Ξάφνου βρέθηκε μπροστά του. Δεν κουνήθηκε δεν έτρεξε να κρυφτεί. Τον κοίταζε στα μάτια με θαυμασμό και συγκίνηση. Το παιδί κοντοστάθηκε.
Μια αλεπού!» σκέφτηκε. Για μια στιγμή γύρισε να το πει στον πατέρα του, αλλά του ήρθαν στο μυαλό οι ουρές αλεπούδων στο σπίτι και ξαναγύρισε προς το ζωο. Ήταν ακόμα εκεί και τον κοίταζε.
«Γεια σου»! σκέφτηκε να του πει η αλεπού, όμως δεν μίλησε. Δεν ήθελε να τον τρομάξει. Μόνο έτρεξε λίγο πιο μακριά και σταμάτησε κοιτώντας τον. Σαν να του ελεγε να τον ακολουθήσει. Και το αγόρι την ακολούθησε. Τον πήγε στον αγαπημένο της λόφο και κάτσανε διπλά δίπλα κοιτώντας τη γη και τον ουρανό. Την αρμονια ης φύσης.
Που μένεις « τον ρωτησε
Το αγόρι τα χασε!
Μιλάς? Σχεδόν φώναξε με απορία.
«Αν με ακούς , μιλάω» απάντησε ήρεμα το ζώο.
Χάρηκε πολύ το αγόρι. ¨ήταν το πιο απίθανο που του είχε συμβεί.
«Μένω στο χωριό πιο κάτω» απάντησε με φυσικότητα πια.
«Μοιαζεις με ένα παλιό μου φίλο» είπε η αλεπού με νοσταλγία κοιτάζοντας μία τα στάχια και μια τα χρυσα μαλλια του παιδιού.
«Φίλο σου? Άνθρωπο όπως εγώ?» ρώτησε δύσπιστα το αγόρι, συνειδητοποιώντας ξανά πως μιλάει με μια αλεπού.
«Ναι ήταν ένα αγόρι με χρυσά μαλλια σαν τα δικα σου και στην ηλικία σου περίπου. Είχε έρθει από έναν άλλο πλανήτη. Ένα πολύ μικρό πλανητη που είχε ένα μόνο κόκκινο τριαντάφυλλο» συνέχισε.
«Με εξημέρωσε» είπε καμαρώνοντας και «εγώ εξημέρωσα το σκύλο σας»
«Ποιο σκύλο μας? Τι σημαίνει εξημερώνω» ρωτησε με αφέλεια το παιδί.
«Είχατε ένα σκύλο στο κτήμα δεμενο»
Δεν το ξερα» απάντησε ο μικρός
«Του έκανα παρέα και τον εξημέρωσα» Δηλαδή του έμαθα να κάνει παρέα με άλλους. Δεν ήμουν πια μια αλεπού από τις τόσες που ερχόντουσαν στο κοτέτσι. Ημουν η φίλη του, η δικιά του αλεπού»
«Και εγω εχω εξημερώσει τότε» απαντάει με ενθουσιασμό ο μικρός
«Εχω τον Αζορ τον ρινοκερο!» είπε γουρλώνοντας τα μάτια
Έχεις ημερώσει ρινόκερο?» ρωτησε χαμογελώντας η αλεπού
«Εεε είναι ενα κουκλάκι» αποκρίθηκε με ντροπή το παιδί.» Μα είναι δικο μου!»
«Θες να γίνουμε φίλοι» ρώτησε η αλεπο’υ λαχταρώνας την απάντηση
«Ναι!»είπε χωρίς δισταγμό
Αλέξη!!» ακούστηκε από μακριά ο πατέρας του
Που είσαι?»
Πρέπει να φύγω είπε με μυστικό τονο το παιδί
«Θα σε ξαναδώ? τον ρώτησε η αλεπού
Βεβαια!» είπε και έφυγε τρέχοντας αφήνοντας την αλεπού να αγναντευει τα χρυσα μαλλια του να χάνονται και μετά να αγναντέυει τα χρυσά στάχυα μέχρι που έγιναν μελί και μετά σκούρα και μετά μάυρισαν. Έπειτα κοιταξε ένα αστέρι στον ουρανό και σαν να είδε ενα κόκκινο τριαντάφυλλο. Την πηρέ ο ύπνος εκεί ήρεμα στην αγκαλιά του φωτισμένου θόλου. Ήταν ευτυχισμένη.
Οι μέρες πέρασαν και το παιδί δεν φανηκε. Ο πατέρας ερχόταν κάθε μέρα και ξανάστηνε το παρατημένο κοτέτσι. Νέος σκύλος πήρε τη θέση του Ερμή και σιγά σιγα γεμισε κακαρίσματα το κτήμα. Παέι σχεδόν μήνας που είδε για μια και μόνο φορά το φίλο της. Έκανε να κινήσει για το χωριό, όμως ξέρει εκεί πως έχουν όπλα και πως οι αλεπουδες στο χωριο δεν είναι καλοδεχούμενες. Εκεί δεν εχει παιδικές καρδιές, μόνο μίσος και βόλια. Θεώρησε φρόνιμο να μείνει εκεί που ήταν.
Εξημέρωσε τον νέο σκύλο. Ήταν πολύ ευκολο πια, το είχε ξανακάνει. Είχε φαγητό όποτε ήθελε, ζουσε ήσυχα χωρίς κινδύνους. Όμως της ελειπε το αγορι.
Ο μικρός είχε αρρωστήσει βαριία. Ένα μήνα ήταν στο κρεβάτι από πνευμονία
«Από του Χάρου τα δόντια τον γλυτώσαμε» άκουγε την μανα του να λεει στους γείτιονες.
Κοιταζε το παράθυρο και λαχταρούσε να δει μια κοκκινη φουντωτη ουρά να δρασκελιζει στην αυλή. «Αραγε θα ζει» αναρωτιόταν. «Η θα την έχουν τουφεκίσει» ξανασκεφτόταν με ανησυχιά μεγάλη.
Ένα βράδυ καθώς σεργιάνιζε σιγουρη προς το δείπνο της και την παρέα του νεου τους εξημερωμένου φιλου κάτι αναπαντεχο συνέβη. Έξω από το φράχτη επίασε την ούρα της μια παγίδα που είχε βάλει ο αντρας. Ήταν μια λύση να ξεπαστρέψει αυτό το ζώο που θερίζει τις κότες του. Ούρλιαζε η μικρή αλεπού από πονο και αγωνία και καλούσε σε βοήθεια το σκύλο. Που να την βοηθησει όμως το δεμένο σκυλί. Δεμένοι και οι δύο με τους πιο απάνθρωπους τρόπους από ανθρώπινο χέρι. Πάσχιζε η αλεπού να απελευθερωθει μα τα δόντια της παγίδας δαγκωναν με ατσαλινη δύναμη.
Το πρωί ο αντρας έτρεξε στην παγίδα και θυμωμένος βρηκε μια ουρά μονο
Το μεσημέρι σπίτι γυρνώνταντας ο γιος  ειδε την ουρά που είχε φέρει ο παέρας του.
«Που την σκότωσες» ρώτησε έτοιμος να κλαψει, μα το κρυψε.
«Μακάρι να το σκότωνα το δαιμονισμένο. Στο κτήμα. Εκοψε την ουρα του και έφυγε» απάντησε φουρκισμένος
Το παιδί άνοιξε την πόρτα και βγήκε
«Που πας?» του φωνάζει η μανα. «Αύριο είπαμε θα βγείς»
«Έιμαι καλά μαμα μην ανησυχείς» απαντησε χωρις να κόψει βήμα
Ο ανηφορικός δρόμος για το κτημα ήταν δύσκολος στη φάση αναρρωσης που βρισκοταν. Δεν ήξερε που να ψαξει. Πήγε  στο κοτέτσι αλλά δεν είχε ιδέα που να κοιτάξει να την βρει αλλού. Του ήρθε μια τρελλή ιδεα.
«Ξέρεις που έιναι» ρώτησε το σκύλο»
Το σκυλί σάστισε! Δεν πιστευε πως τον έβλεπε και τον ρώταγε.
«Λύσε με και θα την βρω με την όσφρησή μου»
Ξεκίνησαν το ψαξιμο. Μπρος ο σκύλος, ξοπισω ο μικρός
Δεν πήγαν μακριά και το σκυλί ξετρύπωσε την τραυματιμένη αλεπού.
Τους είδε και άρχιζε να κλαιει. Ειχαν έρθει να την βρούνε. Κάποιος νοιάστηκε γαιυτην. Ένα αγόρι που την είχε εξημερώσει ξανά και ενας σκύλος που τον είχε ξανά εξημερώσει.
Το αγόρι την πήρε με απέραντη προσοχη και φροντιδα στην αγκαλιά του και κατηφόρισαν και οι τρεις εξημερωμένοι φίλοι στο σπίτι. Στη συνέχεια το αγόρι εξημέρωσε τους γονείς του και δεν επέτρεψε ποτέ ξανά στον πατέρα του να πιάσει οπλο.
Φυτέψανε μια κόκκινη τριανταφυλλιά εκεί στον μικρό κήπο και η μικρή αλεπού ένοιωθε πως είχε επιτέλους βρει τον πλανήτη του μικρου πρίγκηπα.