Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

O Ωκεανός και ο Ταύρος


Τα μελτέμια είχαν αρχίσει να πολιορκούν την καλοκαιρινή ραστώνη και οι πρώτες ανάσες του φθινοπώρου άγγιζαν τις ακτές. Φύκια αναμαλλιασμένα μπλεκονται το ένα με το άλλο στην πάλη των κυμάτων με την αμμουδερή ακτή. Τα σύννεφα σαν ταινία σλαντς έκρυβαν και συσκότιζαν τον ήλιο την μια. Και την άλλη όλα ήταν φωτεινά και καλοκαιρινά, χρυσά και αιώνια.
‘Ήταν το πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό, η πρώτη επίσημη φυγή από το σπίτι. Δυό ανεπίσημες που είχαν μεσολαβησει ήταν ανούσιοι παιδικοί τσαμπουκάδες. Προτιμησε να φύγει μόνη χωρίς παρέα για ασφάλεια. Όχι πως δεν αναζήτησε αλλά να οι ημερομηνίες και οι υποχρεώσεις του καθενός δεν συνέπεφταν με την λαχτάρα της για φευγιό. Δεν το εψαξε πολύ, ούτε έμεινε σε αυτό. Έκλεισε τα εισιτήρια και αναχωρησε. Μόνη σε αυτό το πρώτο ταξίδι.
Η Ιβηρική χερσόνησος και η κουλτούρα της πάντα την τράβαγε. Οι άνθρωποι, τα χρώματά τους, η γη και ο ήλιος. Και τώρα ήταν εκεί στην βόρεια Ισπανία στην Παραλία των καθεδρικών ναών. Υψώματα βράχων διατρητα από την θάλασσα δημιουργούσαν τεράστιους θόλους και πελώριες αψίδες ενώ από κάτω τους κυλούσαν τα ρηχά νερά. Περπατούσε και πλατσούριζε εκεί μαζί με άλλους επισκέπτες στα ρηχά νερα και περιδιάβαινε κάτω από τη σκιά των φυσικών βραχωδών θόλων.
Μόλις είχε φτάσει στο μικρό χωριό και την καλοσώρισαν οι οικοδεσπότες του καταλύματος που είχε κάνει κράτηση. Η χώρα των Βασκων ήταν όπως την είχε ονειρευτεί. Καταπρασινη  να καταβρεχεται από τα σκούρα νερά του Ατλαντικού. Βορειοευρωπαική κατά τόπους με κάστρα και νησίδες. Τα Πυρηναία από την άλλη μεριά με τους ογκώδεις σχματισμούς τους δημιουργούν μια φυσική κοιλότητα οπόυ εκεί κατοικεί και έιναι ζωντανή μια γλώσσα και κουλτούρα χιλιάδων ετών σε πέισμα ομογενοποίησης και διεθνοποιησης.
Εσερνε τα πόδια στην μαλακή άμμο και χαζευε τα ακροδαχτυλα της που χανονταν και αναδύονταν κάτω από την ψιλή αμμο και τον λεπτό υμένα της θάλασσας.
Ξαφνικά τα βήματα της κοπηκαν αναγκαστικά καθως αντίκρισε μπρος τα της δυο αντρικά γυμνά πόδια.
«Γεία σας δάχτυλά «είπε ο νεαρός άντρας που δεν είχε σηκωσει το κεφάλι του αλλά κοιταζε κάτω στη χώρα της πατούσας.
Θέλετε να γνωριστούμε?»συνέχισε
Η Ειρήνη χαμογέλασε και τον ρώτησε που κατάλαβε πως είναι ελληνίδα.
«Οι απρόσεκτες ελληνίδες έχουν ανοιχτές τις τσάντες τους φορτωμένες στην πλάτη και τα υπαρχοντά τους μαρτυρούν πολλά. Το βιβλίο σου με ελληνικό τίτλο που έχασκε στη μισάνοιχτη τσάντα ήταν αρκετό»
Η κοπέλα έβγαλε αμήχανη την τσάντα και έκλεισε το φερμουάρ.
Ειρηνη» συστήθηκε και έτεινε το χέρι.
Σωτήρης» χαρηκα δεσποινις.
Ήταν κοντούλης μάλλον, με μαυρα μαλλια που έφτανα σχεδόν στους ώμους. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και χρωματιστα σαν κομμάτια χαλαζία και η έκφρασή τους ήταν σταθέρη και καθησυχαστική.
Μονη?
Ναι ήρθα καποιές μέρες μόνη» απαντησε φοβισμένα χωρίς να καταλάβει γιατί το έκανε.
Φωνές πολλές ακούστηκαν σε διάφορες γλώσσες μαζί με ένα βουήτο σαν ο Εγκέλαδος να πλησιάζει. Ο Σωτήρης την σπρώχνει με τα δύο του χέρια στην απέναντι μερία και ο ίδιος πέφτει προς τα πίσω. Η παραλία σαν να είχε χωριστεί γιαυτούς τους δύο πια.
Το ενός τόνου ζώο πέρασε με ταχύτητα ανάμεσα τους και βούτηξε με εκκωφαντικό παφλασμό στη θαλασσα που άφρισε από την σύγκρουση. Ο κατατρομαγμένος τάυρος άρχισε να κολυμπάει με ζηλευτή ικανότητα στα αβαθή. Ο μάυρος όγκος έπλεε με αρμονία προκαλώντας τα πιο ευαισθητα αντανακλαστικα των συναισθημάτων. Μια τρομαγμενη ύπαρξη σε ένα ταξίδι που δεν έχει επιστροφή.
Είσαι καλά» την ρωτησε
Η Ειρήνη χωρίς ακόμα να εχει ενωθεί με τον πραγματικό χρόνο τον ευχαρίστησε μουδιασμενα.
Μόλις σηκώθηκε από την  αμμουδιά άρχισε να κλαιει τρομαγμένη.
Ο ξένος άντρας που τώρα πια ήταν τόσο οικείος την πήρε αγκαλιά.
Ησύχασε δεν υπάρχει πλέον κάτι που να σε απειλεί. Είσαι ασφαλής την καθυσήχασε.
‘Ομως εκεινος δεν έιναι αποκρίθηκε κοιτώντας τον μαυρο όγκο να ξεμακράινει με το κεφάλι σε έκταση έξω από το νερό.
Ένα σκάφος του λιμένικου πλησίασε το ζώο και εκείνο έκανε απεγνωσμένους ελιγμούς. Τρεις πυροβλισμοι ακουστηκαν και σιγα σιγα το κοκκινο ηλιοβασίλεμα που έσβηνε πάνω στη θάλασσα ήρθε σε αρμονία με το κόκκινο αίμα του ζώου.
Το κουφάρι του σύρθηκε από το σκάφος δεμένο προς τα ρηχά.
Ξέπνοο επέπλεε νεκρό και τιμωρημένο γιατί ζητησε την ελευθερία του.
Είχε ξεφύγει από ένα εκτροφείο αρκετα χιλιομετρα μακριά πριν βρεθειίνα βουτήξει στα νερα του Ωκεανού όπου τον υποδέχθηκε. Τώρα Η Γη και ο Ουρανός τον καλοσώρισαν στο νέο του σπίτι. Λυτρωμένος και ελευθερος.
Έτσι ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι η Ειρήνη και Ο Σωτήρης ο σωτήρας της, γίνανε ζευγάρι. Δεν ξέχασαν ποτε τα μουγκρητά αγωνίας και φόβου του ζώου. Επέστρεψαν στην ίδια παραλία το επόμενο καλοκαίρι και αφησαν πλεούμενο φαναράκι στον Ωκεανό. Σε θύμηση της γνωριμίας και του άδικου θανατου.
Ετσι είναι η ζωή την ίδια στιγμη της χαρας έρχεται η λύπη. Και ο Ωκεανός χαρας και λύπης απέραντος….