Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Σιζόντ





«Γράφει κάτι στα αραβικά» είπε ο έλληνας αστυνομικός που έπιασε τον ημιλιπόθυμο σκύλο να βρίσκεται ξαπλωμένος μπροστά στα συρματοπλέγματα της μεριάς των ελληνικών συνόρων. Πίσω από το λουρί του σκυλιού ήταν γραμμένο με μαρκαδόρο και μισοσβησμένο προφανώς το όνομα του ζώου. Ανέπνεε με δυσκολία καθώς η ατμόσφαιρα έιχε γεμίσει χημικά. Η ένταση είχε σταματήσει και οι αντίπαλες ομάδες ανασυντάσσοταν. Το ζώο μεταφέρθηκε σε ένα μικρό κατάλυμα που είχαν οι στρατιώτες. Ήταν ένα μεσαίου μεγέθους μπέζ κανίς γκριφόν. Σιζόντ ήταν το ονομά του και η ιστορία του μεγάλη,
Ζούσε στο Χαλέπι με μια οικογένεια που τον είχε υιοθετήσει μωρό στους δρόμους. ‘Ηταν μια ευτυχισμένη οικογένεια και τα δύο παιδία αγαπούσαν πολύ τον Σιζόντ. Κάθε μέρα τα περίμενε πως και πως να γυρίσουν από το σχολείο. Μια μέρα δεν ξαναγύρισνα ποτέ. Δεν τα ξαναείδε. Είχε ξεκινήσει ο πόλεμος και το σχολείο τους βομβαρδίστηκε.άεν καταλ’αβαινε ο Σιζόντ τι συμβαίνει. Άκουγε εκκωφαντικούς θορύβους, μύριζε τον φόβο και την αγωνία στην ατμόσφαιρα. Το ζευγάρι διαλυμένο ψυχολογικά κλείστηκε στο βουβό κέλυφος της απώλειας και ο Σιζόντ έμεινε απέξω. Ξεχνούσαν να τον ταίσουν αφού και εκείνοι ξενούσαν να φάνε. Τους πήγανε στο νοσοκομείο και ο Σιζόντ έμεινε μόνος στο σπίτι μέρες νηστικός και διψασμένος. Η γειτονιά κάποια στιγμή εισάκουσε τα ικετευτικά κλάματα του και άνοιξαν την πόρτα. Έτρεξε έξω στην ελευθερία χωρίς να ξέρει που. Βρήκε φιλοξενία σε μια άλλη γειτονία. Τον τάισαν και τον φρόντισαν. Όμως ο πόλεμος τους έδιωξε και αυτούς. Πεινασμένος γυρνούσε ο μικρός Σιζόντ ανάμεσα στις γκρεμισμένες ζωές. Κυνηγημένος από αγέλες ζώων που είχαν εγκαταλειφθεί και αυτά απομεινάρια ξεχασμένης ανθρωπιάς και καθημερινότητας
Ενστικτωδώς ακολούθησε ένα γκρούπ ανθρώπων που πεζοπορούσε. Μια κοπέλα έφηβη έιδε το ζώο που τους ακολουθούσε και το πήρε υπό την προστασία της. Φτάσανε στα τουρκικά σύνορα και με κάποιο τρόπο περάσανε. Δεν την ξανάδε την κοπέλα. Μέσα σε ένα συνωστισμό την έχασε. Έμεινε μόνος σε ένα ορεινό χωριό της Τουρκικής ενδοχώρας. Οι ντόπιοι τον διώχνανε και  δεν είχε καταφύγιο. Για καλή του τύχη ένα φορτηγάκι σταμάτησε εκεί στο ξεχασμένο χωριό. Ο άνθρωπος που οδηγούσε του σφύριξε, άνοιξε την πόρτα και αυτό ήταν. Μπήκε μέσα. Έιχε πάρει παράταση ζωής. Μετά από ώρες οδήγησης βρέθηκε σε ένα κέντρο φιλοξενίας προσφύγων. Το φορτηγάκι ξεφόρτωσε τα υλικά που κουβαλούσε και έφυγε. Ο Σιζόντ έμεινε εκεί. Γύριζε από σκηνή σε σκήνη και μύριζε. Άλλοι τον διώχναν, άλλοι τον χάιδευαν. Ενα κοριτσάκι του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί. Έμεινε εκεί έξω από τη σκηνή της οικογένειας. Σιγά σιγά κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αγάπη τους, ξαναβρήκε οικογένεια μέσα στις λάσπες του καταυλισμού. Του αρκούσε η συντροφιά και η αίσθηση να ανήκει κάπου.
Μια μέρα όλοι αρχίσανε να φεύγουν από αυτό το χώρο. Περπάτησε ώρες με την οικογένεια. Το παιδί είχε εξαντληθεί και με τα τελευταία χρήματα που είχαν πλήρωσαν ένα ταξί που βρέθηκε στο διάβα τους να τους πάει στα σύνορα. Ο οδηγός δεν ήθελε το ζώο με τίποτα στο αυτοκίνητο. Κια ο Σιζόντ ξανάμεινε μόνος. Το παιδί ούρλιαζε από λύπη καθώς το ταξί απομακρυνόταν. Δεν έτρεξε να το ακολουθήσει, έιχε μάθει να μένει μόνος. Ακολούθησε μια όμάδα νεαρών που πορευόντουσαν. Γελάγανε μαζί του και δεν του δίνανε σημασία. Μύριζε σιγά σιγά καπνό και την γνωστή μυρωδιά φόβου. Πλησιάζοντας έβλεπε φωτιές και ανθρώπους σε ένταση. Το ένστικτο του έλεγε να γαβγίζει. Να αμυνθεί και να συσστρατευτεί ενάντια στους απέναντι. Δυό μέρες έμεινε εκεί στα συρματοπλέγματα. Γαβγιζε και γρύλιζε στους από κεί. Ενας Τούρκος φαντάρος του έδωσε νερό μέσα από το κράνος του. Ο Σιζόντ ήπιε βιαστικά και ξαναγύρισε στη μάχη. Είχε βρεί κάπου να ανήκει πάλι. Την επόμενη μέρα η ατμόσφαιρα από τα δακρύγόνα έγινε αποπνιχτική. Ακολούθησε την ομάδα νεάρων να περάσει το συρματόπλεγμα που είχε σκαφτεί από κάτω. Δεν μπορούσε να αναπνέυσει και μόλις πέρασε από την άλλη σωριάστηκε λιπόθυμος, εξαντλημένος.
«Σιζόντ» γράφει. Είναι αραβικό όνομα έιπε ο διερμηνέας που είχε αφαιρέσει το ξεθωριασμένονο λουρί από τον νεκρό σκύλο.
Σιζόντ τον λέγανε και ήταν μεγάλη η ιστορία του

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Tόσο απλά





«Τόσα και τόσα γράφτηκαν για την κρίση. Μια κρίση που εφευρέθηκε για μια ακόμη φορά στο όνομα του κέρδους. Δεν κομίζω γλαύκας ες τας Αθήνας. Το μόνο που κάνω είναι να προσθέσω κι εγώ τη δικιά μου οπτική σε αυτό που συμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων εδώ και σε όλη την Ευρώπη».
                «Αγάπη μου, έφτασα… Συγνώμη που άργησα, αλλά είχε πολλή κίνηση!»
                Κατάχλωμος ο μέχρι πριν από λίγο σοβαρός ομιλητής, πίνει μια γουλιά νερό, προκειμένου να συνέλθει από το σοκ της έλευσης της συζύγου του.
                «Συνέχισε, αγάπη μου, συνέχισε!» συμπληρώνει η ξανθιά κυρία, μεγαλώνοντας τον τρόμο μέσα του, αλλά και τη θυμηδία στην αίθουσα.
                «Θα σκάσεις, μωρή, επιτέλους να ακούσουμε τον άνθρωπο;»
                «Σε ποιον μιλάς έτσι, μωρή κωλόγρια;» ανταπαντά.
                Μύλος αρχίζει να γίνεται εκεί μέσα. Ο μέχρι πρότινος πρωταγωνιστής και τιμώμενο πρόσωπο δεν πιστεύει στα μάτια του. Κανείς δεν ασχολείται μαζί του πλέον. Όλοι θυμωμένοι μέσα στην αίθουσα, θύματα της πιο άγριας κρίσης.
                Σηκώνεται και αποχωρεί διακριτικά. Στην έξοδο βλέπει το διαφημιστικό σταντ… «Η κρίση στα μάτια μας. Το νέο βιβλίο του Κώστα Αυγεράκη». 
                «Τι ντροπή!» σκέφτεται. «Τι άτιμος που είμαι», αναλογίζεται με σοβαρότητα. «Πήγα κι εγώ να εκμεταλλευτώ  τον φόβο και την ανασφάλεια του κόσμου για να πάρω κι εγώ μερίδιο από την πίτα». Πετάγεται στη μέση του δρόμου, προκειμένου να σταματήσει το επερχόμενο ταξί. Το χέρι σε έκταση, όρθιο, για να σιγουρευτεί πως δεν θα το χάσει. Θέλει να φύγει από εκεί οπωσδήποτε.
                «Καλησπέρα. Πού πάμε;»
                «Λυκαβητό».
                Έχει πέσει ήδη το σκοτάδι. Κοιτάει το ρολόι του. Τέτοια ώρα θα υπέγραφε τα πρώτα αντίτυπα στους θαυμαστές του, σκέφτεται. Τι ξεδιάντροπος! Θα πούλαγε άλλο ένα βιβλίο για την κρίση, λες και αυτό θα έλυνε τα προβλήματα του κόσμου.
                Το ταξί αρχίζει να φιδοσέρνεται στις ανηφόρες του λόφου. Νομίζεις πως άλλαξες πόλη. Τα δέντρα κυριαρχούν στο φόντο. Πάντα του άρεσε ο Λυκαβητός. Είχε όμως χρόνια να έρθει. Από τότε που έμπλεξε με τα κοινά.
                Πάει και κάθεται σε μια άκρη, από όπου έχει πιάτο όλη την Αθήνα, την Αθήνα της κρίσης, φωτισμένη, υπέροχη. Από πάνω από το κεφάλι του ο Λυκαβητός αγέρωχος, φωτεινός, ενώ απέναντι λάμπει η επιβλητική και μεγαλοπρεπής Ακρόπολη.  Μια Αθήνα που από ψηλά δεν θυμίζει σε τίποτα μια πόλη που ζει σε όρους κρίσης.
                Το ζευγαράκι δίπλα χαριεντίζεται αδιαφορώντας γι’ αυτό το σκηνικό που απλώνεται στα πόδια του, αδιαφορώντας για όλο το σκηνικό τρόμου που έχει στηθεί στην πάλαι ποτέ περήφανη αυτή Δημοκρατία.
                Γυρνάει το βλέμμα του στην αλάνα του θεάτρου του Λυκαβητού. Άλλο ένα ζευγαράκι, αυτή τη φορά σκύλων, τρέχει με ανοιχτό το στόμα σαν να χαμογελούν τόσο ανέμελοι και ευτυχισμένοι.
                Πόσο ηλίθιος νιώθει που πήγε κι έγραψε άλλο ένα βιβλίο γι’ αυτά που δεν μπορεί να κάνει ο κόσμος για την κρίση. Που δεν έγραψε για τα απλά που μπορεί να κάνει για να νιώσει καλά… να έρθει μια βόρτα στον Λυκαβητό, να ερωτευτεί, να αγαπήσει, να φροντίσει ένα ζώο.
                Το τηλεφωνό του χτυπάει τόση ώρα μανιασμένα και το έχει αγνοήσει. Τον έχει συνεπάρει η απλότητα αυτής της σκέψης του.
                «Χρήστο, πού είσαι, αγάπη μου; Συγνώμη γι’ αυτό που έγινε. Εγώ δεν…», ακούγεται απολογητικά η γυναικεία φωνή.
                Ξανακοιτάζει μπροστά του όλη αυτή την απλότητα της νυχτερινής Αθήνας και χαμογελάει.
                «Μην ανησυχείς. Καλό μου έκανες! Πάντα καλό μου κάνεις, έστω και με τον δικό σου θορυβώδη τρόπο. Σ’ αγαπώ. Θα έρθω σε λίγο σπίτι. Προς το παρόν ξαναγνωρίζομαι με την Αθήνα της κρίσης.
                Κλείνει το τηλέφωνο, ρουφάει μια τζούρα αττικό ουρανό και ξεκινάει να περπατάει προς τον κατηφορικό δρόμο της επιστροφής.
                Νιώθει ερωτευμένος με τα πάντα… με την πόλη, τη γυναίκα του, τα πεύκα γύρω του, ακόμα και με εκείνον τον ενοχλητικό πόνο στην άρθρωση του ώμου που απέκτησε πρόσφατα, στα πενήντα έξι του χρόνια.
                Ο δρόμος της επιστροφής φαίνεται μακρύς. Τι όμορφα! Έχει τόσα πράγματα να ερωτευτεί εν μέσω κρίσης…