Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Ημερολόγιο καραντίνας- Ο μαύρος γάτος

 


Ξύπνησε σχετικά νωρίς και σίγουρα χωρίς κανένα σκοπό. Το ξυπνητήρι είχε εδώ και κάμποσους μήνες σταματήσει να τον ενοχλεί. Από τότε που έσκασε αυτή η ιστορία με τον κορονοιό. Είχε μια κωλοδουλειά και τα έβγαζε βόλτα οριακά με τον μισθουλάκο του εργάτη αλλά εντάξει δεν είχε παράπονο. Τα τσιγάρα του το φαγητό του και την τροφή του Φισφιρί. Ο Φισφιρής είναι ο συγκάτοικός του, ένας μεγάλος κατάμαυρος γάτος. Τον έιχε συναντήσει πριν μερικά χρόνια τότε που έμενε ακόμα με τους γονείς του. Ήταν ένα μικρουλι μαύρο δαιμονάκι που νιαούριζε σπαρακτικά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τον ανέβασε πάνω και μετά από πολλές μάχες με τους γονείς του τον κράτησε. Αργότερα μετακομίσανε παρέα. Οχι πως βοηθησε στη μετακόμιση ο Φισφιρής προς θεού. Το μαύρο αυτό εγωκεντρικό κάθαρμα δεν κούναγε τον πισινό του για τίποτα και δεν του καιγότανε καρφάκι. Τώρα που είχε μείνει χωρίς δουλειά ο Πάυλος ο γάτος πέρναγε περισσότερες ώρες μαζί του αγκαλιά στον καναπέ. Παρέα τους ήταν και η Ελένη η κοπέλα του Παύλου αλλά τον τελευταίο καιρό δεν ερχότανε. Ο Φισφιρής ποτέ δεν την χώνεψε βασικά. Του έπιανε το αγαπημένο σημείο του στον καναπέ.

Ο γάτος είχε ανέβει στο κρεβάτι δίπλα στον Παύλο που οκνηρά σηκωνόταν. Χάιδεψε το μαύρο κεφάλι του ζώου και εκείνο τέντωσε νευρικά τα αυτιά του. Ήταν πρωί ακόμα δεν ήθελε πολλά πολλά. Άναψε ένα τσιγάρο, είχε κανα δυό ακόμα μέσα το πακέτο και σηκώθηκε να κάνει ένα καφέ. Μια κουταλιά ελληνικός είχε μείνει στο βάζο. Άνοιξε το μάτι της κουζίνας με μια αγωνία. Κάθε μέρα περίμενε πως θα του κόβανε το ρέυμα. Ακόμα δεν το είχανε κάνει, ναναι καλά. Ήπιε τον καφέ και ρούφηξε την τελευταία τζούρα. Ντύθηκε με ό,τι βρήκε και σκέφτηκε να πάει  μια βόλτα μπας και ανοίξει το μάτι του. Εστειλε μήνυμα 6 και τα στοιχεία του και έριξε πάνω του ένα φούτερ. Έχωσε το χέρι στις τσέπες μήπως είχε ξεχαστεί κανα δίευρω, έπιασε μόνο ένα χαρτάκι. «Ανέχου και απέχου» έγραφε. Τα γράμματα ήταν δικά του, το είχε σημειώσει πριν μια εβδομάδα περίπου. Ήταν μια φράση ενός φιλοσόφου που διάβασε κάπου και του έδινε κουράγιο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Δεν είχε πια πολλές αντοχές, όσο για αποχή...απείχε από όλα θέλοντας και μη.

«Τα λέμε Φισφιρί» είπε στο γάτο που τον αγνόησε και έκλεισε την πόρτα. Στην είσοδο έβαλε την χειρουργική μάσκα μιάς χρήσης που πρέπει να την έχει τουλάχιστον ένα μήνα και βγήκε στο δρόμο. Χαλαρή κίνηση αυτοκινήτων και ανθρώπων, μια γειτονιά σε αναστολή λειτουργίας. Περπάτησε άσκοπα στα ασφυκτικά στενά της Κυψέλης. Έπιασε τον εαυτό του να ψάχνει κάτω για τίποτα χρήματα. Δεν είχε ξανακάνει κατι τέτοιο και απογοητεύτηκε πολύ. Φορτίστηκε έντονα και η μάσκα του εμπόδιζε την αναπνοή, την κατέβασε για λίγο κοιτώντας γυρω του συνωμοτικά μήπως και τον δει κανείς. Πήρε  μια βάθιά ανάσα γεμάτη καυσαέριο, διοξείδιο και τοξικά αέρια αστικού περιβάλλοντος. Δεν ένιωσε σίγουρα καλύτερα και γύρισε βιαστικά πίσω στο διαμέρισμα.

Ο Φισφιρής άκουσε την πόρτα αλλά δεν γύρισε καν να κοιτάξει ποιος ήταν. Ηταν πολύ κουρασμένος να το κάνει. Ο Παύλος πήγε στην κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Σαν να ένιωσε πιο καλά και γύρισε στο καθιστικό να ανοίξει την τηλεόραση. Παρασύρθηκε για λίγα λεπτά σε ειδήσεις για την πανδημία, έβρισε και άλλαξε κανάλι που έπαιζε επιτυχίες ξένες του 80. Του έκανε, το άφησε να παίζει σαν μουσικό χαλί στο χάλι του. Ασυναίσθητα έπιασε το κινητό να πάρει τηλέφωνο ένα φίλο του που και αυτός με τα δικά του είχε ψιλοχαθεί αλλά πριν ακόμα πιάσει τη συσκευή θυμήθηκε πόσο ανόητη σκέψη έκανε αφού εδώ και καιρό δεν έχει μονάδες. Ένιωσε μια ασήκωτα δύσφορη πλήξη και μια έλλειψη στόχου στη μέρα του και έναν αξεπέραστο εγκλωβισμό. Κάθε μέρα έτσι ήταν πια. Δεν είχε όρεξη να προσπαθήσει για τίποτα, δεν είχε και νόημα. Αν δεν υπάρχει το γιατί να ζήσεις δύσκολα βρίσκεις το πως να ζήσεις. Του καρφώθηκε πάλι αυτή η γαμημένη ιδέα να δώσει τέλος σε αυτό το άθλιο σενάριο. Είπε όχι από μέσα του και σκέφτηκε να δοκιμάσει να πάει μια βολτα στους γονείς του μπας και συνέλθει. Είχε καιρό να τους δει. Στιγμιαία άναψε μέσα του ένα φως. Έπιασε το κινητό και έστειλε 4 με τα στοιχεία του. Ανοιξε την πόρτα και πριν κλείσει κοίταξε τον γάτο που εκείνος δεν αξίωσε καν να γυρίσει να τον κοιτάξει. Έβαλε την μασκάς μιας και πολλαπλής χρήσης και βγήκε στο φαιό αστικό τοπίο. Οι γονείς του μένανε κάμποση ώρα μακριά αλλά λεφτα για εισιτήριο δεν είχε. Δεν πειράζει σκέφτηκε, θα περπατήσει να συνέλθει. Περπατούσε παρέα ποτε με την ιδέα της αυτοθέλητης εξόδου και πότε με μια δειλή ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει. Μετά από καμια ώρα πορεία έφτασε όντως ξαλαφρωμένος λίγο. Αφησε στην είσοδο την παρέα της αυτοκτονίας και ανέβηκε στον πρώτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας. Η υποδοχή θερμή όπως πάντα. Κάτσανε τα είπανε, φάγανε. Ένιωσε πιο ζεστά και ανθρώπινα. Του είπανε να επιστρέψει να μείνει μαζί τους και έχει ο Θεός. Μια σύνταξη πείνας παίρνανε αλλά θα τα καταφέρνανε. Του δώσανε και ένα δεκάρικο από αυτα που δεν είχανε και τον αποχαιρέτησαν σχεδόν με κλάματα. Στην είσοδο τον περίμενε η ιδέα ακόμα. Πόσο επίμονη σκρόφα σκέφτηκε. Έχει παλέψει πολύ να μην κάνουν παρέα. Είχε ψάξει και για να πάει σε ειδικό μα δεν είχε λεφτά για ιδιώτη και στα δημόσια που το έψαξε λίγο ή θα υπολειτουργούσαν λογω καραντίνας ή θα έβρισκε ραντεβού πιο άργα και από το να βρεθεί το εμβόλιο του κορονοιού. Τι να σου κάνει και ο ειδικός. Α ρε και να βρίσκανε ένα εμβόλιο για την φτώχεια και τη μαύρη θλίψη που ένιωθε.

Με αυτές τις σκέψεις ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Έπαιζε στο μυαλό του το σενάριο του να επιστρέψει στους δικούς του. Βαρύ και ασήκωτο. Και πάλι πως θα τα βγάζανε πέρα. Γαμημένη φτώχεια. Στο δρόμο συναντάει ένα μπλόκο. Στιγμιαία ανησύχησε και σκέφτηκε να στρίψει στο στενάκι αλλά μετά σκέφτηκε πως δεν έχει κάτι να φοβηθεί. Πλησιάζοντας τους αστυνομικούς σαν πυροβολισμός στο κεφάλι του ήρθε η σκέψη πως δεν είχε πάρει μαζί του την ταυτότητα. Ανησυχία και ένταση λίγα μέτρα πριν το περιπολικό ενώ και τα δύο όργανα εστίαζαν στα επερχόμενα αυτοκίνητα. Ήλπιζε να μην ασχοληθούν.. Κάτεβασε στα γρήγορα και νευρικά την κουκούλα του φούτερ για να μην δώσει στόχο. Να φαίνεται κανονικός. Σκεφτόταν μήπως έχει κάτι στην εμφάνιση του που τον προδώσει. Ο ένας απο τους δύο γύρισε  τον καλησπέρησε και του ζήτησε τα σχετικά. Παγωμένος ο Παυλος του έδειξε το μήνυμα που έστειλε και απάντησε πως δυστυχώς την ταυτότητα την έιχε ξεχάσει σπίτι. Ο αστυνομικός δυστυχώς του απάντησε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και τον παρακάλεσε να πάνε στο γραφείο του δηλαδή το καπό του περιπολικού να του κόψει την κλήση. Ο Παύλος του είπε σε πολύ συμπυκνωμένο λόγο και παραστατικό το στόρυ του και το που βρίσκεται αυτο τον καιρό ως ανθρωπός. Το όργανο καταλάβαινε όμως αυτός τον έβλεπε σαν πολίτη και έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο. Πήρε την κλήση βουβά και συνέχισε. Πίκρα και αδικία έσταζε μέσα του. Πατσαβούριασε στη χούφτα του λίγο πιο κάτω την κλήση και την πέταξε στον κάδο.Πέρπατουσε αγκαλιά με την φίλη του την ιδέα και τα λέγανε πλέον μια χαρά. Δεν τον τρόμαζαν οι ακραίες και τελειωτικές απόψεις της. Μπροστά του είδε μια στάση και στήθηκε καμία διακοσαριά μέτρα πριν απο αυτή ακριβώς δίπλα στο πεζοδρόμιο της λεωφορειολωρίδας. Θα περίμενε το επόμενο λεωφορείο για τον Άδη. Είχε παραδεχτεί πως αυτός ο κόσμος τον είεχε νικήσει. Παραήταν βάρβαρος για εκείνον. Να πάνε να γαμηθούνε όλοι. Το λεωφορείο του ερχόταν και ήταν τυχερός επρόκειτο μια φυσαρμόνικα δεκάδων τόνων. Θα έκανε την  δουλειά της μια χαρά. Σκέφτηκε την μάνα του σε μια αχλή σκέψεων και εικόνων και για μια στιγμή ανύπαρκτη και τόσο ασήμαντη χρονικά δείλιασε αλλά ηταν τόσο ασυναίσθητο που έβαλε το πόδι μπροστά έτοιμος σαν δρομέας των 3000 μέτρων. Πλεόν ο κόσμος γύρω δεν υπήρχε μόνο αυτός και η συνάντηση του με το λεωφορείο. Τον έφτανε λίγο ακόμα ήθελε και ίσα που έκλεινε τα μάτια ασυναίσθητα έτοιμος να βουτήξει στην παντοτινή λήθη. Του ήρθε στο μυαλό ο στον κόσμο του Φισφιρής. Εκεινος ο αδιάφορος εγωκεντρικός μαύρος γάτος .Δεν του είχε βάλει να φάει. Εκανε πίσω ακροπατώντας και το λεωφορείο φρέναρε και κόρναρε σαν σωστός δαίμονας που ήρθε να τον πάρει. Έπεσε πίσω στο πεζοδρόμιο με την μάσκα στο στόμα. Δεν είναι αστείο θα αυτοκτονούσε φορώντας την κωλόμασκα. Σηκώθηκε γρήγορα και έφυγε τρέχοντας υπό το εξεταστικό, επικριτικό και μακριά από μας βλέμμα των συμπολιτών του. Έτρεχε και περπάταγε ξέπνοος, περπάταγε ξεθεωμένος και έτρεχε ξανά. Έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα. Ο μαύρος γάτος τέντωσε το ένα αυτί. Είχε ακούσει. Ο παρολίγον αυτόχειρας άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.Ο γάτος δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Ήταν εξάλλου πολύ κουρασμένος

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Γι'αυτό τρέχω

 


Τετέριζε το τζιτζίκι ανέμελα μέσα στο καταλιακό του Σεπτεμβριάτικου απομεσήμερου. Μέρες τρύγου για το νησί, Ο Διόνυσος είχε κατέβει στα χωριά της Βιάννου. Μαζί όμως είχαν έρθει και οι Μαινάδες του..

Η φωνή του Χρηστάκη του προδότη ακουγόταν απέξω από την αυλόπορτα να συνομιλεί έντονα μα συνάμα και πειθήνια στον γερμανό αξιωματικό.

«Στρατή άνοιξε του λόγου σου» σε θέλει ο κυρ λοχαγός

Κουκουβισμένος πίσω από το μαγγάλι θυμάμαι το κορμί μου να παλέυει να μην αναπνέυσει. Ο πατέρας και η μάνα στέκουν όρθιοι αγέρωχοι στην ανοιχτή πια πόρτα. Ο Χάρος είχε μπεί σπίτι και ήθελε να τα πάρει όλα.

Δεν ειπώθηκαν πολλά, δυό τουφεκιές έκλεισαν την άβολη αυτή συνάντηση και οι γδούποι τον κορμιών το ένα ακολουθώντας το άλλο χωρίς πνοή πάνω στο ξύλινο πάτωμα έδωσαν στο νεκρώσιμο τελετουργικό ένα βιμπράτο τέλους. Μπροστά μου χάσκει η μάνα ανακούρκουδα με τα μάτια ορθάνοιχτα και άδεια, σαν τις καρδιές των δολοφόνων της. Από πάνω έχει πέσει ο πατέρας με τα μάτια σφαλισμένα ερμητικά και σίγουρα. Μέχρι το τέλος έδειχνε λεβέντης και λέφτερος.

Ποδοπατήματα πάνω στις ταλαιπωρημένες από το σαράκι τάβλες. Σύντομα θα συναντήσω τους γονείς μου. Εκτινάσσομαι με λύσσα στην έξοδο. 9 χρονών γαβρίας θέλω να ζήσω το κερατό μου! Έχω ήδη βγεί στην αυλίτσα ενώ οι κότες πετάνε και κακαρίζουν απεγνωσμένα υπό την αγωνία της αφιονισμένης επέλασής μου. Οι δολοφόνοι των γονιών μου έχουν μείνει ήδη πίσω. Ακούω και άλλους πυροβολίσμους πιο μέσα από το χωριό. Έχω διανύσει ήδη 50-60 μέτρα από το σκηνικό του φόνου. Σαν να βλέπω πίσω από την πλάτη μου τον κρανιοφόρο να με σημαδεύει ήδη. Τρέχω σαν κατοστάρης πιο γρήγορα από τον θάνατο που με ξοπαίρνει στο κατόπι. Συσπώ τους προσωπικούς μύς σαν να θέλω να κλέισω τα αυτιά μου στον επερχόμενο κρότο του όπλου που με σημαδεύει. Μπαμ!

Νάτο! Σκύβω και μαζέυω τα χέρια πάνω από το κεφάλι και τρέχω τρέχω τρέχω! Πέρνάω  μέσα από πυκνά βάτα και και λειμώνες από λιόδεντρα. Τρέχω σαν φρουμασμένο αράπικο πουλάρι, σαν την μικρή αντιλόπη που καλπάζει μακριά από τους τεράστιους κυνόδοντες του αιλουροειδούς. Πέφτω ξέπνοος σαν να με πρόλαβε το βόλι. Πιάνομαι ολούθε στο κορμί να βρω μια πληγή, μια στάλα αίμα. Πουθενά, τρέχω ξανά! Ζωντανός και ανακουφισμένος!

Στα γύρω βουνά βρήκα φιλοξενία από τους αντάρτες. Με πρόσεχαν και με ταίζανε. Ήμουν το ασυνόδευτο ανήλικο της εποχής. Μετά από μήνες κατέβηκα να δώ το σπιτικό, να χαιρετίσω την μάνα και τον πατέρα. Τίποτα δεν υπήρχε ρημαδι’ο και αποκαίδι ανάθεμά τους.

Γύρισα στο βουνό και έκανα αυτό που με είχε σώσει και είχα μάθει να κάνω καλά πλέον. Να τρέχω. Περιδιάβαινα σαν το αγρίμι  τα Λασηθιώτικα βουνά μεταφέροντας μηνύματα από τον ένα καπετάνιο στον άλλο. Κρυβόμουν στις χαράδρες και στα χαμόδεντρα και τους πρίνους. Παράβγαινα με τα αγριοκάτσικα και είχα παρέα να ατενίζω τους γυπαετούς να πλέουν στον ουρανό. Μάζευα δίκταμο για να φτιάχνουμε ματζούνια για τα λαβωμένα παλληκάρια και τις αρρώστειες στο άγριο και πετρόψυχο βουνό.

Σκληρή και όμορφη ήταν η ζωή στο αντάρτικο. Έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια σαν το καλύτερο δώρο ζωής. Χιλιόμετρα πολλά έκανα την μέρα, όμως την νύχτα πάντα με περίμενε ένα ζεστό φαί.

Μόνο από εκείνη την μέρα που με πιάσανε στον αμαξιτό, καθώς χάζευα κάτι πεταλούδες σαν μικρό παιδάκι που μουν. Δεν πρόλαβα να καλυφτώ και με προλάβανε 2 μεγάλες μοτοσυκλέτες με Γερμαναράδες. Ορκίστηκα να γίνω πιο γρήγορος από αυτά τα μαραφέτια.

Βρέθηκα στο Χαιδάρι μαντρωμένος πίσω από ψηλούς φράχτες σαν γελάδα που της κλέβουν την ζωή. Μικρός και έρμος. Το κρύο περόνιαζε τα κόκκαλα μας μέσα στους παγωμένους θαλάμους. Μονο τα χνώτα των εκατό ανθρώπων ανά θάλαμο ζέσταιναν την παγωμένη ατμόσφαιρα ενώ το φεγγάρι τα βράδια αχνόφώτιζε τα ρικνωμένα πρόσωπα, ζεσταίνοντας λίγο και τις καρδιές μας.

10 χρονών ήμουν τότε περίπου. Όλοι με αγαπούσαν οι φυλακισμένοι εβραίοι και έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Μου έλεγαν να έχω τον νού μου και να μένω μακριά από 2-3 περίεργους και αυτό έκανα. Οι γερμανοί στρατιώτες αδιάφοροι μαζί μου. Ασχολιόντουσαν πως θα κάνουν δύσκολη την ζωή των μεγάλων. Αυτά είναι τα καλά της παιδικότητας.. Λίγο το φαί και πολύ δουλειά. Αγγαρείες χωρίς λόγο και χωρίς ανθρωπιά. Με αφήναν να τρέχω στον προάυλιο, δεν μου είχαν ωράριο προαυλισμού. έβγαινα και έτρεχα γύρω γύρω σαν το ζώο της στέπας που είναι εγκλωβισμένο και θέλει να εκτονώσει την μιζέρια του.

Την άνοιξη με χώσανε με πολλούς άκόμα σε καμιόνια. Μετά μπήκαμε άθλια στοιβαγμένοι σε βαγόνια και φτάσαμε στο σταθμό Θεσσαλονίκης. Μαζί μου και δυό μεσήλικες εβραίοι ζευγάρι άκληροι, που με φρόντιζαν σαν παιδί τους στο Χαιδάρι. Ο Σάββας και η Ρεβέκκα. Ευγενικοί, πράοι και καλόψυχοι. Αργότερα κατάλαβα πως μάλλον με χρεώσαν κατά λάθος για παιδί τους και με πήραν παρέα στο  «τραίνο του θανάτου».  

Παραγεμιστήκαμε σε φορτάμαξες ατσάλινες κλειστές με χαραμάδες για παράθυρα. Να μην βλέπει ο έξω κόσμος το φρικτό φορτίο. Το απάνθρωπο και σκοτεινό περιεχόμενό του κρυβόταν καλά από τα μάτια των ανθρώπων κατά μήκος  της διαδρομής που πέρναγε. Εκατό ψυχές σχεδόν στοιβαγμένες στην κόλαση και το σκοτάδι για μέρες. Εκεί μέσα κατουρούσαμε και χέζαμε σαν τα βοοειδή που μεταφέρονται για σφαγή. Δυο φεγγίτες μας θύμιζαν τι φάση της ήμερας είναι και σε ποιά διάσταση βρισκόμαστε. Η αποφορά του ιδρώτα και των περιττωμάτων ήταν αποπνικτική. Όμως εκείνο που δεν αντεχόταν με τίποτα ήταν η μυρωδιά του φόβου . Μια ακαθόριστη αίσθηση οσφρητική συνάμα με διαίσθηση θανάτου. Ξέραμε πως εκεί που πάμε θα ναι το τέλος μας.

Οι μέρες περάσανε σαν αχλή στο στο μυαλό πια. Λιγο νερό με σε κουβάδες και κομμάτια ψωμί όποτε το θυμόντουσαν σε αυτό το πολυήμερο ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων. Δύο ηλικιωμένοι δεν άντεξαν την 4η μέρα. Έφυγαν.. Τι τυχεροί σκέφτηκα κοιτάζοντας τα μπλαβισμένα πρόσωπά τους, Τρόμαξα που έκανα αυτή την σκέψη. Σκέφτηκα πως έτρεχα τα βουνά της Κρήτης όλο ζωή και ελπίδα. Μικρό αγόρι με όνειρα σε ένα σκατόκοσμο. Και όμως είχαν καταφέρει να μου πάρουν την ελπίδα

Οι βαριές αλυσίδες από τα βαγόνια πέφτουν . Έχουμε φτάσει στο τέλος..

Αρίφνητα κορμιά λιπόσαρκα ρακένδυτα εδώ και κει. Μαθαίνουμε πως είμαστε στο στρατόπεδο Μπιρκενάου.

Οι μέρες εδώ είναι μια δυστοπία. Το Χαιδάρι ήταν μια υπέροχη  μακρινή εμπειρία πια..Οι φαντάροι με κλωτσάνε και με φτύνουν όπου με βρούν. Γρήγορα κάνω ξανά  αυτό που ξέρω καλά .. τρέχω και μεταφέρω τσιγάρα καλούδια καιι μηνύματα σε όλο τον δαίδαλο του Άουσβιτς. Από άντρα σε γυναίκα από παππου σε εγγόνι. Μηνύματα αγάπης και εγκαρτέρησης. Μηνύματα θανάτου και πόνου. Εκεί έμαθα να στρίβω και το πρώτο μου τσιγάρο. Εκτός από τις φάπες και τις κλωτσιές υπήρχαν και γερμανάδες με ανθρωπιά Σοκολάτες καραμέλες και όταν είχε βάρδια ο Κλαόυς είχα και μια γωνία δίπλα στην σόμπα του, στο δωμάτιο του αξιωματικού. Με κανένα άλλον δεν δέθηκα, δεν μίλησα περισσότερο, ήξερα θα πεθάνουν. Κάθε μέρα έχανα και από έναν, δυο, τρεις φίλους, προστάτες, γονείς. Μόνο ο Κλάους ήξερα θα επιβίωνε εδώ μέσα. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τα λόγια μόνο με το χαμόγελο και τα χέρια. Μου έδειχνε φωτογραφίες από τα παιδιά του δυο ξανθόψειρες δίδυμες. Έκλαιγε και χάιδευε τους μάυρους τραγίσιους βόστρυχούς μου. Στην σόμπα αυτή με έχωσε το παγωμένο πρωινό του Γενάρη. Δεν πήγα στην πορεία θανάτου. Έφυγε μαζί με τους άλλους γερμαναράδες μα μου άφησε μια σοκολάτα. Στο περιτυλιγμα έιχε γράψει «Ζήσε Τρέχα».

Έμεινα  σε μια κόλαση παγωμένη.Τα καζάνια της είχαν σβήσει πια. Ένα στρατόπεδο φάντασμα, με πτώματα η ζωντανούς νεκρούς από όσους είχαν απομείνει. Είχαν αφήσει πίσω τους άρρωστους, τους γέρους και γριές, αυτούς που δεν θα μπορούσαν να πάνε ούτε μισή ώρα στις πορείες θανάτου. Κλαίω από χαρά που είμαι εκεί ζωντανός . Κλαίω από λύπη για τον θάνατο, την οδύνη, την φρενίτιδα του πολέμου. Τρέχω σε όλο το τερατούργημα που εγκλώβισε και θανάτωσε εκατομμύρια  παλλόμενες καρδιές.

Δεν έχω δυνάμεις ακουμπάω σε ένα χάλασμα που αρχίζει να κλονίζεται συθέμελα Έρχονται οι Κοκκινοι. Τα θηριώδη Τ34 σαν μεταλλικοί  ελέφαντες σπέρνουν παραδόξως όχι τον τρόμο αλλα την ελπίδα.

Ήμουν λέφτερος! και ζωντανός! Λέφτερος να τρέχω!

Και αυτό έκανα από τότε. «Έτρεχα παντού. Σε δρόμους και βουνά. ¨Ήμουν μόνος που έτρεχα τότε στην παλιά μεταπολεμική Αθήνα. Θυμάμαι και με κοίταγαν περίεργα, σαν νεκροζώντανο του Αουσβιτς. Που να΄ξεραν..  ‘Ετρεξα τον πρώ Μαραθώνιο το 1955 και από τότε ‘εχω τρέξει σε 30 αγώνες πάνω στην Κλασσική Διαδρομή. Πάντα κουβαλάω μαζί μου την Ρεβέκκα, τον Καρλ, την Μάνα και τον Πατέρα. Κουβαλάω όλους αυτούς που με χάθηκαν στα στρατόπεδα ,τα μάτια τους και τον κυματισμό της υπαρξής τους. Κουβαλάω κουβέντες διάσπαρτες, στιγμές ανθρωπιάς μέσα στα σύρματα και τα κλουβιά.  Κουβαλάω σαν πέτρα στο στομάχι που δεν μπορώ να ξεφορτωθώ όλο αυτό το τυφλό μίσος του ανθρώπου . Ένα κλαδί ελιάς και λίγη καλή θέληση θέλει η ανθρωπότητα για ναναι μονιασμένη, Τόσο απλά ένα κλαδί ελιάς και αγάπη για τον συναθλητή και τον συνάνθρωπο, το σύμβιο όν πάνω σαυτή την πέτρα που ονομάζουμε Γη.

Γιαυτό τρέχω ακόμα κοντά στα 80 μου πια χρόνια. Θέλω να ζήσω αρμόνικά, με Ειρήνη.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Μπάτμαν και Ρόμπιν


 Μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο με την πνιγηρή ατμόσφαιρα και την υγρασία να γεμίζει το άδειο από έπιπλα χώρο. Στην οροφή ένα ανεμιστήρας γύριζε αργά ξεχαρβαλωμένος δίνοντας την εντύπωση πως θα γκρεμιστεί στο κεφάλι του από στιγμή σε στιγμή. Το σκηνικό του θύμιζε κάτι πολεμικές ταινίες του Βιετναμ με Αμερικανούς στρατιώτες να κάθονται κάθιδροι και μεθυσμένοι σε φτηνά μπαρ του Ανόι. Το μάυρο πιτ μπουλ βρήκε ήδη την γωνιά του και ξάπλωσε. Είχε συνηθίσει τις μετακινήσεις τις αλλαγές χώρων και προσώπων. Το είχε κλέψει πριν μερικά χρόνια από έναν κήπο των βορείων προαστίων με σκοπό να τον πουλήσει. Δεν το έκανε ποτέ. Ήταν το μόνο καλό που είχε κάνει στη ζωή του. Άνοιξε την πόρτα ελάχιστα για να μην εγκλωβιστεί ο σκύλος και πάτησε τον διακόπτη του ανεμιστήρα να σταματήσει. Έσυρε το κρεβάτι ίσα ίσα να ακροπατήσει και πέρασε βιαστικά την ζώνη στον ανεμιστήρα. Ανέβηκε και την πέρασε στο λαιμό όπως έχει διαβάσει και έχει δει σε ταινιες.¨Όχι του βιετνάμ αλλά σε άλλους πολέμους αυτούς τους καθημερινούς τους μοναχικούς και άγνωστους.Ο σκύλος τον κοίταγε με ανασηκωμένα τα φρύδια κουλουριασμένος ακουμπώντας το κεφάλι στα μπροστινά πόδια. «Αντίο Ρόμπιν» είπε κοιτώντας το σκύλο και γύρισε το κορμί του και το κεφάλι του από την άλλη μεριά καθώς ακροπάτησε για τελευταία φορά στο κρεβάτι και βρέθηκε στο κενό. Δεν ήθελε ο σκύλος να τον βλέπει να ψυχοραγεί. Όχι ότι θα καταλάβαινε τίποτα αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Από την άλλη δεν ήθελε και να πεθάνει μόνος του ήθελε να υπάρχει ένα μάρτυρας πως υπήρξε στη ζωή. Γαμώτο είχε ξεχάσει να τελειώσει εκείνη την μπουκάλα κρασί που είχε στο στρατιωτικό του αμπέχωνο. Ήθελε να φτιάξει κεφάλι πριν φύγει. Σκατά βιάστηκε. Μια ζωή βιαστικός και παρορμητικός. Ούτε ένα σωστό τέλος δεν μπορούσε να βάλει. Οι μυς του λαιμού ήδη είχαν φτάσει στα όριά τους ένω οι κόρες του είχαν συσταλεί και η προθανάτια αγωνία πλανιόταν παντού το δωμάτιο. Με ασύλληπτη ταχύτητα περνούσαν αυτές οι σκέψεις στο μυαλό ενώ αντανακλαστικά κουνούσε τα πόδια. Αφού δεν ήθελε να σωθεί τι σκατα κουνιούνται.Ο Ρόμπιν θορυβημένος ήταν από κάτω και γάβγιζε δυνατά σαν τον πιστό μαθητή Ιωαννη στα πόδια του ετοιμοθάνατου Χριστού. Μα στάσου Ρόμπιν πόσο γελοίο και συνηθισμένο να βγάλεις έτσι το σκύλο σου. Δηλαδή αυτός ήταν ο Μπάτμαν; Αστεία πράγματα. Ισως κάποτε να ήθελε να γίνει. Να σώσει τον κόσμο. Τελικά ο κόσμος τον απόσωσε. Ζώντας μέσα στο ολόλαμπρο σκοτάδι του κατάφερε να γίνει άλλος ένα περιθωριακός.Ο σκύλος ούρλιαζε πλέον. Το αίμα είχε συγκεντρωθεί στο κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα δεν ήταν εκεί. Οι αναπνευστικοί μύες είχαν παραδώσει και τα χέρια του θανάτου τον χαίδευαν από τα κάτω άκρα προς τα πάνω. Σαν να έβλεπε τον εαυτό του εκεί στο δωμάτιο. Σαν να έβλεπε εκείνο το πιτσιρρίκι με τη φρεσκοσιδερωμένη ποδιά, το χαμόγελο και το κέφι για παιχνίδι και ζωή. Αν μπορούσε να μιλήσει τώρα να μπορούσε κάτι να ψελλίσει θα του λεγε

«Μικρέ μην τα παρατάς»

Ένας ορυμαγδός ακούστηκε, σκόνη παντού. Έτσι θαναι ο Αδης. Ο Ρόμπιν τον έγλυφε στο πελιδνό πρόσωπο και το ξέπνοο σχεδόν σώμα ήταν σωριασμένο δ’ιπλα στον ανεμιστήρα. Κάποιοι μπούκαραν από την ανοιχτή πόρτα έντρομοι από τον θόρυβο.

Λύσανε βιαστικά την ζώνη με τρεμάμενα από αγωνία χέρια.

"Μην τα παρατάς" νόμισε πως άκουσε κάπου άχρονα και άλογα μέσα στο σχεδόν άδειο από οξυγόνο μυαλό του

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Η δική μας Ελένη





   Η εποχή της ουράς στην αναμονή, η εποχή των αποστάσεων. Η κοινωνική απόσταση που εξωραίστηκε σε σωματική απόσταση. Οι ασπασμοί, χειραψίες και αγκαλιές στον πάγο. Ένας ιός παλιός αλλά νέος. Γνωστός αλλά άγνωστος. Θανατηφόρος και επικίνδυνος αλλά πάλι όχι και τόσο επικίνδυνος.
Ο άνθρωπος από τότε που εξισώθηκε με το Θείο σαν καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση έχασε και την επαφή με τη φύση. Κάποτε λάτρευε την φωτιά και την βροχή. Σεβόταν τα στοιχεία της Φύσης γιατί γνώριζε πως από αυτά εξαρτάται η ζωή του.
Όταν πλέον σαν ελίτ της βιολογικής εξέλιξης προσάρμοσε το περιβάλλον στα μέτρα του σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα που προσαρμόζουν τη ζωή τους στο περιβάλλον έχασε και τον κάθε σεβασμό για την τροφό Φύση.
Φύση όμως σημαίνει και Φθίση. Το αντίθετό της άκρο. Η φυσική συνέχεια είναι η φθορά κάθε έμψυχου και άψυχου ετούτου του κόσμου. Η Φύση φθίνει πλέον με μεγάλη ταχύτητα και μας το δηλώνει με ποικίλους τρόπους.
Η εκβιομηχάνιση, η αποψίλωση των δασών, η εντατική κτηνοτροφία και γενικά η οίηση του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον και στα ζώα έφερε αυτόν τον νέο-παλιό ιό. Ιοί και βακτήρια ζούνε δισεκατομμύρια χρόνια πριν από μας και είναι σίγουρα πως θα ζουν και μετά από μας.
Ο Γαλαξίας της Ανδρομέδας απέχει 2,5 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από μας και μια πιθανή μετοίκιση του ανθρώπου από τη Γη σε άλλο Γαλαξία μοιάζει ακόμα απίθανη.
H Σχέση με τη Φύση και το περιβάλλον αποτελούν ζωτική σημασία για όλα τα είδη σε αντίθεση με τη Σχάση. Η θερμορύθμιση, η αναπνοή, θρέψη όλες οι βασικές λειτουργίες έχουν σχέση με την αλληλεπίδραση του ζώντος οργανισμού με το περιβάλλον. Ακόμα η σχέση αποτελεί ζωτικής σημασίας έννοια και πρακτική για τον άνθρωπο. Η συγκρότηση ομάδων και η σχέση με τους γύρω μας είναι αυτό που μας κατέστησε ικανούς να συνεργαζόμαστε και να επιτυγχάνουμε θαυμαστά επιτεύγματα.
Η σχάση από την φύση οδηγεί σε έναν αποχωρισμό, σε ένα διαχωρισμό χωρίς μέλλον και με βραχύβια προοπτική. Η πανδημία του νέου-παλιού κορονοϊού οδήγησε επίσης στην κοινωνική σχάση και στην κοινωνική απομάκρυνση. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την επαφή και την φυσική παρουσία του πλησίον όπως και όλα τα κοινωνικά ζώα. Όσο και αν η τεχνολογία υποκαθιστά αυτές τις μέρες την φυσική παρουσία καμία βιντεοκλήση ακόμα και κανένα ολόγραμμα δεν θα αντικαταστήσει την μυρωδιά, την δόνηση της χροιάς της φωνής στον ίδιο χώρο. Δεν μπορεί να προκαλέσει τις ίδιες νευροφυσιολογικές μεταβολές η οθόνη σε σχέση με την ζωντανή παλλόμενη παρουσία.
Όμως επιτρέψαμε και επιτρέπουμε τα τελευταία εκατό χρόνια τεχνολογικής ανάπτυξης αλλά οικολογικής ύφεσης να κινδυνεύουμε να σβήσουμε καταλήγοντας σε ένα τεχνολογικό Σούπερ Νόβα.
Οι κολοσσιαίες εταιρίες εκμετάλλευσης των πόρων της γης, οι γιγάντιες βιομηχανικές κτηνοτροφικές μονάδες και κάθε είδους κερδοφόρας και κερδοθήρας οικονομικής μονάδας θα απομυζά από το περιβάλλον την τελευταία σταγόνα που μπορεί να προσφέρει. Όσο υπάρχουν Αχαιοί θα υπάρχει πάντα και μια Ωραία Ελένη.
Η δικιά μας Ωραία Ελένη η Γη, εκτός από όμορφη είναι και αναγκαία.. θα τους την παραδώσουμε;
  

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Σιζόντ





«Γράφει κάτι στα αραβικά» είπε ο έλληνας αστυνομικός που έπιασε τον ημιλιπόθυμο σκύλο να βρίσκεται ξαπλωμένος μπροστά στα συρματοπλέγματα της μεριάς των ελληνικών συνόρων. Πίσω από το λουρί του σκυλιού ήταν γραμμένο με μαρκαδόρο και μισοσβησμένο προφανώς το όνομα του ζώου. Ανέπνεε με δυσκολία καθώς η ατμόσφαιρα έιχε γεμίσει χημικά. Η ένταση είχε σταματήσει και οι αντίπαλες ομάδες ανασυντάσσοταν. Το ζώο μεταφέρθηκε σε ένα μικρό κατάλυμα που είχαν οι στρατιώτες. Ήταν ένα μεσαίου μεγέθους μπέζ κανίς γκριφόν. Σιζόντ ήταν το ονομά του και η ιστορία του μεγάλη,
Ζούσε στο Χαλέπι με μια οικογένεια που τον είχε υιοθετήσει μωρό στους δρόμους. ‘Ηταν μια ευτυχισμένη οικογένεια και τα δύο παιδία αγαπούσαν πολύ τον Σιζόντ. Κάθε μέρα τα περίμενε πως και πως να γυρίσουν από το σχολείο. Μια μέρα δεν ξαναγύρισνα ποτέ. Δεν τα ξαναείδε. Είχε ξεκινήσει ο πόλεμος και το σχολείο τους βομβαρδίστηκε.άεν καταλ’αβαινε ο Σιζόντ τι συμβαίνει. Άκουγε εκκωφαντικούς θορύβους, μύριζε τον φόβο και την αγωνία στην ατμόσφαιρα. Το ζευγάρι διαλυμένο ψυχολογικά κλείστηκε στο βουβό κέλυφος της απώλειας και ο Σιζόντ έμεινε απέξω. Ξεχνούσαν να τον ταίσουν αφού και εκείνοι ξενούσαν να φάνε. Τους πήγανε στο νοσοκομείο και ο Σιζόντ έμεινε μόνος στο σπίτι μέρες νηστικός και διψασμένος. Η γειτονιά κάποια στιγμή εισάκουσε τα ικετευτικά κλάματα του και άνοιξαν την πόρτα. Έτρεξε έξω στην ελευθερία χωρίς να ξέρει που. Βρήκε φιλοξενία σε μια άλλη γειτονία. Τον τάισαν και τον φρόντισαν. Όμως ο πόλεμος τους έδιωξε και αυτούς. Πεινασμένος γυρνούσε ο μικρός Σιζόντ ανάμεσα στις γκρεμισμένες ζωές. Κυνηγημένος από αγέλες ζώων που είχαν εγκαταλειφθεί και αυτά απομεινάρια ξεχασμένης ανθρωπιάς και καθημερινότητας
Ενστικτωδώς ακολούθησε ένα γκρούπ ανθρώπων που πεζοπορούσε. Μια κοπέλα έφηβη έιδε το ζώο που τους ακολουθούσε και το πήρε υπό την προστασία της. Φτάσανε στα τουρκικά σύνορα και με κάποιο τρόπο περάσανε. Δεν την ξανάδε την κοπέλα. Μέσα σε ένα συνωστισμό την έχασε. Έμεινε μόνος σε ένα ορεινό χωριό της Τουρκικής ενδοχώρας. Οι ντόπιοι τον διώχνανε και  δεν είχε καταφύγιο. Για καλή του τύχη ένα φορτηγάκι σταμάτησε εκεί στο ξεχασμένο χωριό. Ο άνθρωπος που οδηγούσε του σφύριξε, άνοιξε την πόρτα και αυτό ήταν. Μπήκε μέσα. Έιχε πάρει παράταση ζωής. Μετά από ώρες οδήγησης βρέθηκε σε ένα κέντρο φιλοξενίας προσφύγων. Το φορτηγάκι ξεφόρτωσε τα υλικά που κουβαλούσε και έφυγε. Ο Σιζόντ έμεινε εκεί. Γύριζε από σκηνή σε σκήνη και μύριζε. Άλλοι τον διώχναν, άλλοι τον χάιδευαν. Ενα κοριτσάκι του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί. Έμεινε εκεί έξω από τη σκηνή της οικογένειας. Σιγά σιγά κέρδισε την εμπιστοσύνη και την αγάπη τους, ξαναβρήκε οικογένεια μέσα στις λάσπες του καταυλισμού. Του αρκούσε η συντροφιά και η αίσθηση να ανήκει κάπου.
Μια μέρα όλοι αρχίσανε να φεύγουν από αυτό το χώρο. Περπάτησε ώρες με την οικογένεια. Το παιδί είχε εξαντληθεί και με τα τελευταία χρήματα που είχαν πλήρωσαν ένα ταξί που βρέθηκε στο διάβα τους να τους πάει στα σύνορα. Ο οδηγός δεν ήθελε το ζώο με τίποτα στο αυτοκίνητο. Κια ο Σιζόντ ξανάμεινε μόνος. Το παιδί ούρλιαζε από λύπη καθώς το ταξί απομακρυνόταν. Δεν έτρεξε να το ακολουθήσει, έιχε μάθει να μένει μόνος. Ακολούθησε μια όμάδα νεαρών που πορευόντουσαν. Γελάγανε μαζί του και δεν του δίνανε σημασία. Μύριζε σιγά σιγά καπνό και την γνωστή μυρωδιά φόβου. Πλησιάζοντας έβλεπε φωτιές και ανθρώπους σε ένταση. Το ένστικτο του έλεγε να γαβγίζει. Να αμυνθεί και να συσστρατευτεί ενάντια στους απέναντι. Δυό μέρες έμεινε εκεί στα συρματοπλέγματα. Γαβγιζε και γρύλιζε στους από κεί. Ενας Τούρκος φαντάρος του έδωσε νερό μέσα από το κράνος του. Ο Σιζόντ ήπιε βιαστικά και ξαναγύρισε στη μάχη. Είχε βρεί κάπου να ανήκει πάλι. Την επόμενη μέρα η ατμόσφαιρα από τα δακρύγόνα έγινε αποπνιχτική. Ακολούθησε την ομάδα νεάρων να περάσει το συρματόπλεγμα που είχε σκαφτεί από κάτω. Δεν μπορούσε να αναπνέυσει και μόλις πέρασε από την άλλη σωριάστηκε λιπόθυμος, εξαντλημένος.
«Σιζόντ» γράφει. Είναι αραβικό όνομα έιπε ο διερμηνέας που είχε αφαιρέσει το ξεθωριασμένονο λουρί από τον νεκρό σκύλο.
Σιζόντ τον λέγανε και ήταν μεγάλη η ιστορία του

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Tόσο απλά





«Τόσα και τόσα γράφτηκαν για την κρίση. Μια κρίση που εφευρέθηκε για μια ακόμη φορά στο όνομα του κέρδους. Δεν κομίζω γλαύκας ες τας Αθήνας. Το μόνο που κάνω είναι να προσθέσω κι εγώ τη δικιά μου οπτική σε αυτό που συμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων εδώ και σε όλη την Ευρώπη».
                «Αγάπη μου, έφτασα… Συγνώμη που άργησα, αλλά είχε πολλή κίνηση!»
                Κατάχλωμος ο μέχρι πριν από λίγο σοβαρός ομιλητής, πίνει μια γουλιά νερό, προκειμένου να συνέλθει από το σοκ της έλευσης της συζύγου του.
                «Συνέχισε, αγάπη μου, συνέχισε!» συμπληρώνει η ξανθιά κυρία, μεγαλώνοντας τον τρόμο μέσα του, αλλά και τη θυμηδία στην αίθουσα.
                «Θα σκάσεις, μωρή, επιτέλους να ακούσουμε τον άνθρωπο;»
                «Σε ποιον μιλάς έτσι, μωρή κωλόγρια;» ανταπαντά.
                Μύλος αρχίζει να γίνεται εκεί μέσα. Ο μέχρι πρότινος πρωταγωνιστής και τιμώμενο πρόσωπο δεν πιστεύει στα μάτια του. Κανείς δεν ασχολείται μαζί του πλέον. Όλοι θυμωμένοι μέσα στην αίθουσα, θύματα της πιο άγριας κρίσης.
                Σηκώνεται και αποχωρεί διακριτικά. Στην έξοδο βλέπει το διαφημιστικό σταντ… «Η κρίση στα μάτια μας. Το νέο βιβλίο του Κώστα Αυγεράκη». 
                «Τι ντροπή!» σκέφτεται. «Τι άτιμος που είμαι», αναλογίζεται με σοβαρότητα. «Πήγα κι εγώ να εκμεταλλευτώ  τον φόβο και την ανασφάλεια του κόσμου για να πάρω κι εγώ μερίδιο από την πίτα». Πετάγεται στη μέση του δρόμου, προκειμένου να σταματήσει το επερχόμενο ταξί. Το χέρι σε έκταση, όρθιο, για να σιγουρευτεί πως δεν θα το χάσει. Θέλει να φύγει από εκεί οπωσδήποτε.
                «Καλησπέρα. Πού πάμε;»
                «Λυκαβητό».
                Έχει πέσει ήδη το σκοτάδι. Κοιτάει το ρολόι του. Τέτοια ώρα θα υπέγραφε τα πρώτα αντίτυπα στους θαυμαστές του, σκέφτεται. Τι ξεδιάντροπος! Θα πούλαγε άλλο ένα βιβλίο για την κρίση, λες και αυτό θα έλυνε τα προβλήματα του κόσμου.
                Το ταξί αρχίζει να φιδοσέρνεται στις ανηφόρες του λόφου. Νομίζεις πως άλλαξες πόλη. Τα δέντρα κυριαρχούν στο φόντο. Πάντα του άρεσε ο Λυκαβητός. Είχε όμως χρόνια να έρθει. Από τότε που έμπλεξε με τα κοινά.
                Πάει και κάθεται σε μια άκρη, από όπου έχει πιάτο όλη την Αθήνα, την Αθήνα της κρίσης, φωτισμένη, υπέροχη. Από πάνω από το κεφάλι του ο Λυκαβητός αγέρωχος, φωτεινός, ενώ απέναντι λάμπει η επιβλητική και μεγαλοπρεπής Ακρόπολη.  Μια Αθήνα που από ψηλά δεν θυμίζει σε τίποτα μια πόλη που ζει σε όρους κρίσης.
                Το ζευγαράκι δίπλα χαριεντίζεται αδιαφορώντας γι’ αυτό το σκηνικό που απλώνεται στα πόδια του, αδιαφορώντας για όλο το σκηνικό τρόμου που έχει στηθεί στην πάλαι ποτέ περήφανη αυτή Δημοκρατία.
                Γυρνάει το βλέμμα του στην αλάνα του θεάτρου του Λυκαβητού. Άλλο ένα ζευγαράκι, αυτή τη φορά σκύλων, τρέχει με ανοιχτό το στόμα σαν να χαμογελούν τόσο ανέμελοι και ευτυχισμένοι.
                Πόσο ηλίθιος νιώθει που πήγε κι έγραψε άλλο ένα βιβλίο γι’ αυτά που δεν μπορεί να κάνει ο κόσμος για την κρίση. Που δεν έγραψε για τα απλά που μπορεί να κάνει για να νιώσει καλά… να έρθει μια βόρτα στον Λυκαβητό, να ερωτευτεί, να αγαπήσει, να φροντίσει ένα ζώο.
                Το τηλεφωνό του χτυπάει τόση ώρα μανιασμένα και το έχει αγνοήσει. Τον έχει συνεπάρει η απλότητα αυτής της σκέψης του.
                «Χρήστο, πού είσαι, αγάπη μου; Συγνώμη γι’ αυτό που έγινε. Εγώ δεν…», ακούγεται απολογητικά η γυναικεία φωνή.
                Ξανακοιτάζει μπροστά του όλη αυτή την απλότητα της νυχτερινής Αθήνας και χαμογελάει.
                «Μην ανησυχείς. Καλό μου έκανες! Πάντα καλό μου κάνεις, έστω και με τον δικό σου θορυβώδη τρόπο. Σ’ αγαπώ. Θα έρθω σε λίγο σπίτι. Προς το παρόν ξαναγνωρίζομαι με την Αθήνα της κρίσης.
                Κλείνει το τηλέφωνο, ρουφάει μια τζούρα αττικό ουρανό και ξεκινάει να περπατάει προς τον κατηφορικό δρόμο της επιστροφής.
                Νιώθει ερωτευμένος με τα πάντα… με την πόλη, τη γυναίκα του, τα πεύκα γύρω του, ακόμα και με εκείνον τον ενοχλητικό πόνο στην άρθρωση του ώμου που απέκτησε πρόσφατα, στα πενήντα έξι του χρόνια.
                Ο δρόμος της επιστροφής φαίνεται μακρύς. Τι όμορφα! Έχει τόσα πράγματα να ερωτευτεί εν μέσω κρίσης…
               

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Κατά τον Δαίμονα Εαυτού



O κύριος Μάνθος κάμποσα χρόνια τώρα ζούσε σε εκείνο το δυάρι στους Αμπελόκηπους,  δυο βήματα από τον εαυτό του που έμενε παραδίπλα.  Πότε δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει πού ακριβώς μένει ο εαυτός του, αλλά που και που συναντιόντουσαν. Λέγαν ένα καλημέρα, καληνύχτα, αλλά πού χρόνος για κουβέντες και παρέες. Εδώ που τα λέμε, ο κύριος Μάνθος συνταξιούχος ήταν, απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, δεν είχε και πολλές υποχρεώσεις. Η γυναίκα του τον είχε αφήσει εδώ και μια δεκαετία και η κόρη του σπούδαζε στο εξωτερικό.. Σίγουρος δεν ήταν,  αν σπούδαζε Βέλγιο ή Γαλλία, αλλά μοιάζουν αυτά τα δύο,  πώς να το κάνεις.  Του έστελνε καμιά φωτογραφία πού και πού και τον έβλεπε το καλοκαίρι μια δυο φορές.  Η γυναίκα του ούτε να τον βλέπει. Είχε αγαπήσει, λέει, τη φρεγάτα πιο πολύ και από την ίδια.
Να, με αυτά και με αυτά κάθε μερά που κλωθογυρνάγανε στο κεφάλι του, πήγαινε μεσημέρι. Παράγγελνε κάτι να φάει, ξάπλωνε το μεσημέρι, λίγο ειδήσεις το απόγευμα, λίγο ειδήσεις το βράδυ και καμιά ταινία για να τον πάρει ο ύπνος. Πού χρόνος για παρέες!
Όταν πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος, έφευγε για το χωριό. Όχι πως ήθελε να φύγει, αλλά αφού έτσι γίνεται συνήθως. Ρημάδι το σπίτι στο χωριό, δεν είχε κέφι να το συμμαζέψει. Για ποιον άλλωστε; Το δίπατο αρχονταρίκι ήταν του προπάππου. Στιγμές δόξας είχε γνωρίσει, όταν ήταν νεότευκτο, καθώς ο προπάππους είχε διατελέσει και δήμαρχος. Στριμωγμένο στην πλατεία του χωριού, από μπροστά βλέπει όλη την κίνηση της πλατείας και πίσω αγναντεύει όλη την ακινησία της φύσης, με τα ευθυτενή έλατα και τις γεροδεμένες βελανιδιές. Όμορφος τόπος, ευλογημένος, θα λέγανε κάποιοι. Κάποτε έτσι το ένοιωθε και ο ίδιος. Τώρα είπαμε, πάει, γιατί ήρθε ο Δεκαπενταύγουστος. Κατά διαβολική σύμπτωση εκεί κοντά έμενε και ο εαυτός του κάθε Δεκαπενταύγουστο, κάπου σε ένα στενό πίσω από την πλατεία, δύο βήματα. Και κει, στις διακοπές, δεν λέγανε πολλά, καλημέρα, καλησπέρα, πώς είστε. Πού και πού, σπάνια, συναντιόντουσαν στο μπαλκόνι του σπιτιού για να κουτσομπολέψουν την πλατεία.
Συμπαθητικός ο κύριος Μάνθος σε όλους και κύριος με τα όλα του, λέγανε όλοι στο χωριό. Μόλις ο αλέκτωρ λαλούσε, ο κύριος Μάνθος ήτανε στο μπαλκόνι. Είχε μόλις περάσει ο Δεκαπενταύγουστος και έβλεπε κίνηση στην πλατεία. Κάτι μαστορεύανε εκεί. Βάζανε κάτι σημαίες, στήνανε ηχεία και μηχανήματα. Φαίνεται, θα ακολουθούσε και άλλο γλεντι μετά το χθεσινό που τον ξενύχτησε στο μπαλκόνι. Πήγε να ψήσει καφεδάκι με απορία να δει τη συνέχεια. Στήνανε κάτι πλαστικές αψίδες, φέρνανε μπουκάλια νερά και σιγά σιγά ερχόντουσαν άνθρωποι ντυμένοι με πολύχρωμα αθλητικά ρούχα. Σαν να γινόταν κάποιος αγώνας τελικά, έμοιαζε. Ο ήλιος άρχιζε να χρωματίζει την πλατεία και έβλεπες ξεκάθαρα πια το πλήθος. Νέοι, άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι σχεδόν υπερήλικες, με σορτσάκια και αθλητικά παπούτσια, κάνανε πηγαδάκια μεταξύ τους, ενώ άλλοι τρέχανε χαλαρά πάνω κάτω.  Ευσταλής νέος, θυμάται να τρέχει στο γήπεδο του χωριού, πέντε λεπτά από δω, μέσα στο δάσος. Δεν ξέρει καν αν υπάρχει πια. Τελοσπάντων, μουσικές άρχισαν να παίζουν, ο κόσμος ζωήρευε μαζί με το φως της μέρας. Όλοι πλέον ήταν εκεί, δρομείς, φίλοι, συγγενείς, περιέργοι και ο εαυτός του, κάπου κάτω τον είδε να παρατηρεί διακριτικά έναν εξηντάρη κύριο ντυμένο με τα αθλητικά του, χαμογελαστό και νευρικό, να ετοιμάζεται για τον αγώνα. Έπιασε τον εαυτό του να ζηλεύει αυτόν τον κύριο που είχε έναν στόχο, ένα χόμπυ, κάτι πέρα από αυτόν. Ο αγώνας ξεκίνησε και μαζί έφυγε το μπουλούκι, άλλοι γρήγορα, άλλοι αργά, άλλοι σχεδόν περπατώντας, μα όλοι ευχαριστημένοι από την ψυχοφελή τους δραστηριότητα. Ο τελευταίος πέρασε κάτω από το μπαλκόνι του και τον ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι τη στροφή του δρόμου, εκεί που χάθηκε από τον ορίζοντα του και τα μάτια του φτερούγισαν πέρα και πίσω από τη στροφή, ακολουθώντας το πολύχρωμο μπουλούκι. Ένοιωσε όμορφα και σχεδόν έκλεισε τα μάτια από γαλήνη και γλυκιά ζωοδότρα νηνεμία του νου. Έτρεχε και αυτός μαζί τους για τον τερματισμό, γέλαγε και αγκομαχούσε συνάμα. Στον τερματισμό θα τον περίμεναν οι φίλοι και η κόρη του. Ένας εφηβικός μανδύας είχε ντύσει το κορμί του και την ψυχή του, είχε γίνει ένα με τον εαυτό του και τρέχανε παρέα στον τερματισμό.
Ο αγώνας είχε σιγά σιγά τελειώσει, έπεσε η αψίδα και έκλεισε και η μουσική. Όλοι παίρνανε τον δρόμο του γυρισμού είτε με τα πόδια για τους κοντινούς είτε με το αυτοκίνητο για άλλους, ενώ το πούλμαν περίμενε τους τελευταίους να επιβιβαστούν για την επιστροφή.
Είχε μεσημεριάσει ο ήλιος και πυράκτωνε τον εφηβικό μανδύα του κυρ-Μάνθου που φώτιζε σαν έφηβος Απόλλωνας από ευχαρίστηση. Έμεινε εκεί μέχρι το δείλι και ενώ σιγά σιγά η πλατεία μάζευε τους συνηθισμένους θαμώνες της και όχι τους περίεργους πρωινούς επισκέπτες. Έπεσε και το μαύρο της νύχτας με την ησυχία που φέρνει, όμως ο κύριος Μάνθος έμεινε εκεί, πανευτυχής να τα κουτσολέει με τον εαυτό του. Τα ΄χανε βρει σαν δυο κολλητά φιλαράκια που ξανασμίξανε.
Στο αχνοφέγγισμα της μέρας, ο κύριος Μάνθος πήρε το πρώτο πρωινό λεωφορείο για τον ουρανό. Ο εαυτός του έμεινε δίπλα του να τον κοιτάει που είχε βασιλέψει γαλήνιος στο ξημέρωμα της μέρας. Πάντα δίπλα του ήτανε, μέχρι το τέλος.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Από ψηλά




Μακριά το βλέμμμα πετούσε ως την άκρη του ορίζοντα τίποτα δεν εμπόδιζε τον νου να καλπάσει σε όλα εκέινα τα ’εξωτικά μέρη που δεν θα πήγαινε ποτέ. Οι γλάροι πετούσαν πάνω απο το κεφάλι του κράζοντας  καλώντας τον να πετάξει μαζί τους σαν εκείνο τον ξανθό πιρσιρικά που καβάλα σε ένα πουλί γύρισε όλο τον κόσμο.
Ο ουρανός χρωματιζόταν σιγα σιγά γκρίζος ντυμένος με πύκνες τούφες από μαύρα σύννεφα. Μαύρο αυτό είχε μέσα στην ψυχή του ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο που έβρεχε μέσα του δάκρυα.Ποτέ του δεν μούσκέψε τα μάτια του.Όλο αυτό τον καιρό που υποφέρει.Μέσα του όμως είναι μούσκεμα στο κλάμμα. Ένας σιωπηλός κοπετός, ένα μαυρο σπαραχτικό Μανιάτικο μοιρολόι, μα τόσο βουβό, τόσο ήσυχο.
Ο ορίζοντας συνέχιζε να παραμένει γαλάζιος ακόμα φωτεινός,σαν εκείνες της αναλαμπές της ζωής του που του έδιναν την ψευδαίσθηση πως θα αντέξει σε αυτό τον σκληρό κόσμο.
Είναι αλήθεια όμως ουδέποτε και ουδαμού δεν ένοιωσε πως ανήκει εδώ. Δεν εχει ιδέα που ανήκει όμως όχι εδώ. Γεννήθηκε ένας ομοφυλόφιλος μικροαστός,τι χειρότερο να του τύχει. «Και φτωχός και πούστης» που λέει ο θυμόσοφος λαός μουρμουράει και χαμογελάει
«Φτωχός και πούστης ρε ανθρωπάκια!ελάτε να δείτε αίμα ρε έλατε» φρουμάζει αφιονισμένος τώρα κοιτωντας κατω το πολύχρωμο πλήθος που εχει φτίαξει ένα κουτσομπολίστικο μελλίσι. Σειρήνες περιπολικά,ασθενοφόρα,πυροσβεστικά!Οχλοβοή από κάτω και εκέι ψηλά μια μακάρια ησυχία,μόνο ο απόηχος απο τον θόρυβο του εδάφους φτάνει στα αυτιά του σαν ένα διακριτικό όνειρο που του προστατεύει τον γλυκό ύπνο.
Εδώ βρισκόταν λοιπόν στην ταράτσα του Ιντερκοντινέταλ, εκέι στην άκρη της τσιμεντόπλακας ακροβατεί με την ζωή του. Ένας υψιπετής αυτόχειρας.Το είχε πάρει απόφαση.Είχε ανέβει αρκέτές φορές τους τελευταίους μήνες και έιχε περιεργαστεί τον χώρο.¨Επινε τον καφέ του η το ποτό του και έφτιαχνε στο μυαλό του την τελευταία  του έξοδο.
«Πολύ αφηρημένος έισαι τελευταία τρέχει κάτι?» του έλεγε ο φίλος του ο Χρήστος. Πέντε χρόνια ήταν μαζί. Γνωρίστηκαν στο δεύτερο έτος του Πολυτεχνείου. Ντροπαλός τότε και άβγαλτος δεν έιχε τολμήσει να εξομολογηθεί ούτε στον εαυτό του τις προτιμήσεις του στο κρεβάτι. Ο Χρήστος μελαχροινός γοητευτικός γεμάτος δύναμη και αυτοπεποίθηση τον πήρε απο το χέρι και τον έβγαλε απο την λανθάνουσα σεξουλικότητα του. Ζήσανε μάζι εκεί το φοιτητικό διαμέρισμα στην Κυψέλη, μέρες και νύχτες φιλιότητας, αγάπης πάθους και λαγνείας. Διασκεδάσανε ,γλεντήσανε και κλαψανε μαζι. Ξενυχτήσανε παρεα στα διαβάσματα αλλά  και στα μπαράκια.¨Ήταν όμως πάντα προσεκτικοί στην προς τα έξωθεν μαρτυρια. Βλέπεις μια ευρωπαική ελλάδα δεν είναι έτοιμη να δεχτεί αυτή την ομάδα ανθρώπων.Ο στιγματισμός είναι έντονος και δεν υπήρχε λόγος να εκτεθούν σε μια κριτική που δεν έιχε να τους προσφέρει τίποτα, μόνο ψόγο και ντροπή.
Λίγοι και καλοί λοιπόν το ξέρανε. Για του γονείς ούτε λόγος..Ήταν του δόγματος μονο πούστης και πρεζάκιας να μην γίνεις  αλλα και στην ανάγκη γίνε πρεζάκιας τουλάχιστον!
Από κάτω ο εσμός ηδονοβλεψιών του θανάτου είχε πυκνώσει πολύ.Όλος ο κόσμος στα πόδια του για μια φορά!Το άσπρο φουσκωτό της πυροσβεστικής άνοιγε σιγά σιγά σχηματίζοντας μια λευκή κουκίδα για προσγείωση.
«Παληκάρι μου γειά σου, είμαι ο διευθυντής του ξενοδοχείου,πες μου τι θέλεις?»
«Την ησυχία μου να κάνω αυτο που έχω έρθει να κάνω» απάντησε κοφτά
Είσαι τόσο νέος σίγουρα υπάρχουν και άλλο τρόποι να αντιμετωπίσεις το προβλημα...
Νεαρέ είμαι ο Αστυνόμος Μπαλτάκος φώναξε ξεφυσώντας ο στρουμπουλός πενηντάρης που προφανώς είχε ανέβει τρέχοντας τις σκάλες.
Κάτσε όση ώρα θες εκεί μην σε ανησυχεί τίποτα,είναι καθοδόν και ο ψυχολόγος,συνέχισε
Θα σκάσετε μωρέ? γυρνάει στρεφοντας απότομα τον κορμό του προς τους επίδοξους σωτήρες του κάτι που τον κάνει να χάσει την ισσοροπία του εκει ψηλά στο ακροπάτημα της στέγης.
«’Ετοιμοι! »δίνει  απελπισμένη διαταγή ο υποπυραγός στους άντρες του έτοιμους να υποδεχτού την ανθρώπινη βολίδα απο ψηλά,ενώ ακούγονατι διάσπαρτες τσιριχτές φωνές και επικλησεις στο υπέρτατο
Μια σύσπαση του κορμού του ακόμα προσπαθώντας να κρατήσει το βάρος του μακριά απο τα φονικά χέρια της βαρύτητας και μια απεγνωσμένη κίνηση των δύο χεριών του σαν να κάνει μακροβούτι στην βαθειά θάλασσα τον κρατάνε ακόμα στα πόδια του εκεί στθερό στο ακριτικό του μετερίζι.
Η καρδία του χτυπάει ακαθόριστα και τάχιστα,το πρόσωπο του έχει μουδιάσει
Σκατά σκέφτεται όχι όχι ετσι ,όχι ακόμα τουλάχιστον.
Η  όμάδα; Των σωτήρων του μόλις έχει ξανααποκτήσει το χρώμα της στα τεντωμένα πρόσωπα.
«Αγόρι μ.».
«Σκάστε να σκεφτώ!!» τον κόβει
Σκυβει προσεκτικά και κάθεται ανακούρκουδα εκεί στην άκρη της ζωής. Οι γλάροι συνεχίζουν το πεταγμά τους,τα συννεφα συνεχίζουν να μαζεύονται,ο ήλιος κατηφορίζει τον δρόμο του,η γη συνεχίζει να γυρίζει και τίποτα δεν αλλάζει στο ρολόι του χρόνου.
Σκέφτεται τότε πριν δύο χρόνια που είχε ανακοινώσει στους γονείς του ότι είναι ομοφυλόφιλος. Η πιο γενναία και πιο ηλίθια πραξη που έχει κανει στην ζωή του,τουλάχιστον μετά απο αυτή που κάνει τωρα.Το τι είχε γίνει δεν θέλει να το θυμάται,όμως τώρα έχει ανάγκη να το θυμήθεί. Έχει ανάγκη να το πιεί αυτό το πικρό ποτηρι της θύμησης ξανά μπας και βρέι εναν ακόμα λόγο να πετάξει μαζί με τους γλαρους.
Κυριακή των Βαίων ήταν, έιχε ανέβει για τις διακοπές του Πάσχα. Όλοι ήταν στο τραπέζι. Ο πατέρας η μάνα και ο Ορέστης ο μικρός του αδελφός
Εκαναν τον σταυρό τους και πριν πιασουν τα πηρουνια..
«Είμαι ομοφυλόφιλος «ξεστόμισε μαρμαρών οντας σαν μάγος κάποιυ σκοτεινού κόσμου τα πρόσωπα των συνδαιτημόνων του.Η σιγή πρέπει να κράτησε δύο με τρία λεπτά,όμως επιβεβαίωσε την θεωρία του ξεμαλλιασμένου εκείνου ψαρομάλλη. Του φάνηκε πως πέρασαν ημέρες.
Αφου κύλησαν εκείνες ημέρες ,ο μικρός ξέσπασε σε υστερικά γέλια και σηκώθηκε τρέχοντας. Δεν έμαθε μέχρι τώρα αν γέλασε από ικανοποίση ή από λύπη.Ούτε θέλει πιά να μάθει.
«Σήκω και φύγε παλιοαδερφή» του είπε ο πατέρας χωρίς να τον κοιτάξει. Η μάνα βουβή όπως πάντα,σκιά εκεί στο τραπέζι δεν έβγαλε φθόγγο.
Σηκώθηκε ήρεμα σχεδόν ικανοποιημένος και πήγε στο δωματιό του.Μέζεψε τα ρούχα του με αργές κινησεις,χωρις βιάση. Το είχε παίξει στο μυαλό του αυτο το σενάριο ξανά και ξανά. Ήταν έτοιμος για την παρασταση. Ανέβηκε στην σοφίτα και πήρε το καπέλο παραλλαγής που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του όταν ήταν πιτσιρικάς
Αυτό θα φοράς και θα γινεις ένας μεγάλος κυνηγός του είχε πεί και χάιδεψε τους μαυρους βόστρυχους  του.
Ποτέ δεν κυνηγησε ,πότε δεν έριξε μια τουφεκιά.Μιά δυο φορές είχε πάει για να μην του χαλασει το χατήρι,όμως δεν του πήγαινε καρδιά να χτυπήσει εκέινο το κουρασμένο ορτύκι που είχε κάτσει στο χώμα εξαντλημένο από το μεγάλο του ταξίδι για να ξαποστάσει
«Αδερφή είσαι μωρέ ριχτου ντε!»
Το καπέλο δεν ξερει γιατι το φόραγε. Το φόραγε όταν πηγαινε στο χωριό όλη μέρα. Δεν έχει ιδέα γιατί,ουτε έχει ιδέα γιατί ανέβηλε να το πάρει. Ποιός ξέρει πολεμικό κειμήλιο από μια μάχη που είχε τελειώσει οριστικά.
Κατέβηκε αργά τα ξύλινα σκαλιά που μουρμούραγαν υπό το βάρος του
Κοντοστάθηκε στο διάβα του μπροστα από την κουζίνα εκεί που καθόντουσαν ακόμη οι γονείς του. Δεν είχε κάτι να τους πει. Αντίο σκεφτηκε και έκλεισε την πόρτα.
Γυρισε και έριξε μια τελευταία ματιά, ήδη είχε ξεθωρίασει το διόροφο πετρόσπιτο.
Προχώρησε με αποφασιστικότητα μέχρι την δημοσιά. Γύρισε δεξιά και αριστερά, σιγουρεύτηκε πως κανείς γύρω του δεν θα τον έβλεπε. Ήταν εκπαιδευμένος να μην κλαίει, τα συναιςθήματα είναι για τους αδύναμους. Και έκατσε χωμένος κάτω απο την οξιά και έκλαψε όπως τότε που έιχε πέσει από το ποδήλατο πιτσιρικάς. Τότε που με ματωμένα τα γόνατα ο πατέρας του τον μάλωσε .Σα δε ντρέπεται να κλαίει σαν γυναικούλα. Απο τότε είχε να κλάψει, έιχε ορκιστεί να μην είναι αδύναμος ξανά να μην είναι γυναικούλα. Και έκλαιγε  με λυγμούς και αναφιλητά σαν γυναικούλα και το βαρύ δέντρο από πάνω θρόιζε με δύναμη τη φυλλωσιά του για να πνίξει τον ήχο του κλάμματος, μην τον ακούσει κανείς...
¨Εφυγε για τον κήπο του Θεού. Πήγε να βρεί την γαλήνη και την ησυχία του κοντά στο θείο. Σκληρή η ζωή του δόκιμου στο Άγιο Όρος. Προσευχή,μετάνοια,διακονίες,κατήχηση.Και δωστου πάλι. Αξημέρωτες αφυπνίσεις,κατάκλιση πρίν το σύθαμπο,δουλειές προσευχή και νηστεία. Να ξαναγεννηθεί ήθελε και να γνωρίσει το Υπέρτατο,αυτό που θα τον ξαναγεννούσε και θα τον απελευθέρωνε από την αδυναμία της σάρκας.Πολλοί νέοι άντρες έιχαν ακολουθήσει τον δρόμο του.Νέα παλληκάρια που θέλαν να ξεφύγουν από κάτι,να γνωρίσουν κάτι ή απλά να μην ξαναδούν τίποτα. Όμορφα αγόρια ,ξανθά, μελαχροινά ,μειλιχιοι νεανίες, αμούστακα μειράκια ξεπροβάλλανε μπροστά του,φέρνοντας του στο μυαλό τον Χρήστο και τις νύχτες ηδυπάθειας. Και να μετάνοιες και να ξαγρύπνιες.
Η προσδοκία και ελπίδα της θεοπτίας είχαν μετατραπεί σε ένα φτηνό ξετσίποτο μπανιστήρι των νέων γύρω του.
«Είμαι αρσενοκοίτης» γέροντα ξομολογήθηκε στον πνευματικό του πάινοντας του ικετικά το χέρι γονυπετής.
Το κρύο χέρι απομακρύνθηκε και ο δούλος του Κυρίου του πρότεινε να αποχωρήσει απο το Μοναστήρι. Έτσι ορθά κοφτά χωρίς μια παρηγοριιά μιά κατήχηση ο γερο τράγος!
Τα μάζεψε στους τρείς μήνες και έφυγε.Η Ουρανούπολη του φάνταζε Λας Βέγκας καθώς πλησίαζε το καίκι την ώρα που ο ήλίος και το φεγγάρι αλλάζανε βαρδια.Οκτώβρης ήτανε ,μόλις άρχιζε το εξάμηνο. Ο Χρήστος τον περίμενε πως και πως και θα τρελλαινόταν από την χαρά του. Ήτανε νέος και έιχε μιά ζωή μπροστά.
¨Επιασε δουλειά σε όλα τα ιν μπαράκια της Αθήνας,απέκτησε φίλους και γνωστούς. Σπούδαζε εί χε τη σχέση του και τα κατάφερνε περίφημα μόνος μακριά από την ομοφοβική γενέτειρά του. Ένας τζεκιλ και Χάιντ,ένας ομοφυλόφιλος  συμμορφωμένος στους κοινωνικούς κανόνες. Έπαιζε το παιχνίδι καλά και προς το παρόν του πήγαινε και μια χαρά.
Η Κανέλα μια μελαχροινη φοιτήτρια Αρχαιολογίας  με μάτια κάρβουνα που καίγαν από ζωή δούλευε σεβιτόρα σε έαν από τα πολλά μαγαζιά που είχε περάσει. Είχε βαλθεί να τον κάνει άντρα.Την είχε εμπιστευθεί πολύ και δυσανάλογα με τη διάρκεια της γνωριμίας τους,της έιχε ξεράσει τα πάντα. Ήταν ένα στοίχημα για την τσαχπίνα γκαρσόνα να τον κάνει άντρα. Τον συμαπθούσε και την συμπαθούσε, την συμπαθούσε πολύ μαλλον. Φτασαν στο σημείο να πέσουν στο κρεβάτι,δεν είχε ξανααγγίξει γυναικείο σώμα. Το χέρι του γλίστρησε στην νωπή ηβή της και σάστισε!Τι περίεργο!δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό.Σηκώθηκε και έφυγε μουγγός και χαμηλοθώρης. Δεν την ξανάδε,δεν ξαναπήγε στη δουλειά. Είχε μαθει πια να φεύγει,να μην αποχαιρετά ανθρώπους που αγαπούσε. Να αλλάζει μέρη  λες και έιναι απλά ένας πινακας στο δωμάτιό του, ένα σκηνικό μιας ταινίας.
«Αλέξανδρε!!Αλέξανδρε!!»
Μιά φωνή του χθές τον επαναφερει στο εδώ και τώρα. Δεν είναι δυνατόν τι κάνει εδώ ο Χρήστος; Είχε να τον δεί δύο χρονια. Aπό τότε που τον χαιρέτησε σε εκείνο το μικρό καφε στο Παρίσι,ένα φωτεινό ηλιόλουστο απόγευμα,με χειμωνιάτικη διάθέση. «Conard» του έιπε με θρίαμβο και έφυγε πρός την μεγάλη αψίδα βαδίζοντας σαν περήφανο πολεμικό άτι.
«Χρήστο? Τι δουλειά εχεις εσύ εδώ? Μη το πάιρνεις προσωπικά δεν έχει σχέση με έσένα η τωρινή μου κατάσταση. Δεν γυρνέι όλος ο κόσμος γύρω σου ξέρεις» του είπε ήρεμα και αποστειρωμένα.
Κόιταξε τον όρίζοντα και βυθίστηκε στην απεραντοσύνη του. Σαν να έβλπε τον Νιλς Χόλγκερσεν να πετάει εκέι μέσα. Κάτι ακουγόταν από πίσω του. Ο Χρήστος του έλεγε λόγια αγάπης μεταμέλειας. Θα του έλεγε τα πάντα για να μην πήδήξει. Ο ορίζοντας από την άλλη δεν του έλεγε τίποτα, δεν υποσχόταν πολλά. Ανέβηκε στην πλάτη της χήνας και πέταξε.