Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Μπάτμαν και Ρόμπιν


 Μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο με την πνιγηρή ατμόσφαιρα και την υγρασία να γεμίζει το άδειο από έπιπλα χώρο. Στην οροφή ένα ανεμιστήρας γύριζε αργά ξεχαρβαλωμένος δίνοντας την εντύπωση πως θα γκρεμιστεί στο κεφάλι του από στιγμή σε στιγμή. Το σκηνικό του θύμιζε κάτι πολεμικές ταινίες του Βιετναμ με Αμερικανούς στρατιώτες να κάθονται κάθιδροι και μεθυσμένοι σε φτηνά μπαρ του Ανόι. Το μάυρο πιτ μπουλ βρήκε ήδη την γωνιά του και ξάπλωσε. Είχε συνηθίσει τις μετακινήσεις τις αλλαγές χώρων και προσώπων. Το είχε κλέψει πριν μερικά χρόνια από έναν κήπο των βορείων προαστίων με σκοπό να τον πουλήσει. Δεν το έκανε ποτέ. Ήταν το μόνο καλό που είχε κάνει στη ζωή του. Άνοιξε την πόρτα ελάχιστα για να μην εγκλωβιστεί ο σκύλος και πάτησε τον διακόπτη του ανεμιστήρα να σταματήσει. Έσυρε το κρεβάτι ίσα ίσα να ακροπατήσει και πέρασε βιαστικά την ζώνη στον ανεμιστήρα. Ανέβηκε και την πέρασε στο λαιμό όπως έχει διαβάσει και έχει δει σε ταινιες.¨Όχι του βιετνάμ αλλά σε άλλους πολέμους αυτούς τους καθημερινούς τους μοναχικούς και άγνωστους.Ο σκύλος τον κοίταγε με ανασηκωμένα τα φρύδια κουλουριασμένος ακουμπώντας το κεφάλι στα μπροστινά πόδια. «Αντίο Ρόμπιν» είπε κοιτώντας το σκύλο και γύρισε το κορμί του και το κεφάλι του από την άλλη μεριά καθώς ακροπάτησε για τελευταία φορά στο κρεβάτι και βρέθηκε στο κενό. Δεν ήθελε ο σκύλος να τον βλέπει να ψυχοραγεί. Όχι ότι θα καταλάβαινε τίποτα αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Από την άλλη δεν ήθελε και να πεθάνει μόνος του ήθελε να υπάρχει ένα μάρτυρας πως υπήρξε στη ζωή. Γαμώτο είχε ξεχάσει να τελειώσει εκείνη την μπουκάλα κρασί που είχε στο στρατιωτικό του αμπέχωνο. Ήθελε να φτιάξει κεφάλι πριν φύγει. Σκατά βιάστηκε. Μια ζωή βιαστικός και παρορμητικός. Ούτε ένα σωστό τέλος δεν μπορούσε να βάλει. Οι μυς του λαιμού ήδη είχαν φτάσει στα όριά τους ένω οι κόρες του είχαν συσταλεί και η προθανάτια αγωνία πλανιόταν παντού το δωμάτιο. Με ασύλληπτη ταχύτητα περνούσαν αυτές οι σκέψεις στο μυαλό ενώ αντανακλαστικά κουνούσε τα πόδια. Αφού δεν ήθελε να σωθεί τι σκατα κουνιούνται.Ο Ρόμπιν θορυβημένος ήταν από κάτω και γάβγιζε δυνατά σαν τον πιστό μαθητή Ιωαννη στα πόδια του ετοιμοθάνατου Χριστού. Μα στάσου Ρόμπιν πόσο γελοίο και συνηθισμένο να βγάλεις έτσι το σκύλο σου. Δηλαδή αυτός ήταν ο Μπάτμαν; Αστεία πράγματα. Ισως κάποτε να ήθελε να γίνει. Να σώσει τον κόσμο. Τελικά ο κόσμος τον απόσωσε. Ζώντας μέσα στο ολόλαμπρο σκοτάδι του κατάφερε να γίνει άλλος ένα περιθωριακός.Ο σκύλος ούρλιαζε πλέον. Το αίμα είχε συγκεντρωθεί στο κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα δεν ήταν εκεί. Οι αναπνευστικοί μύες είχαν παραδώσει και τα χέρια του θανάτου τον χαίδευαν από τα κάτω άκρα προς τα πάνω. Σαν να έβλεπε τον εαυτό του εκεί στο δωμάτιο. Σαν να έβλεπε εκείνο το πιτσιρρίκι με τη φρεσκοσιδερωμένη ποδιά, το χαμόγελο και το κέφι για παιχνίδι και ζωή. Αν μπορούσε να μιλήσει τώρα να μπορούσε κάτι να ψελλίσει θα του λεγε

«Μικρέ μην τα παρατάς»

Ένας ορυμαγδός ακούστηκε, σκόνη παντού. Έτσι θαναι ο Αδης. Ο Ρόμπιν τον έγλυφε στο πελιδνό πρόσωπο και το ξέπνοο σχεδόν σώμα ήταν σωριασμένο δ’ιπλα στον ανεμιστήρα. Κάποιοι μπούκαραν από την ανοιχτή πόρτα έντρομοι από τον θόρυβο.

Λύσανε βιαστικά την ζώνη με τρεμάμενα από αγωνία χέρια.

"Μην τα παρατάς" νόμισε πως άκουσε κάπου άχρονα και άλογα μέσα στο σχεδόν άδειο από οξυγόνο μυαλό του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου