Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Γι'αυτό τρέχω

 


Τετέριζε το τζιτζίκι ανέμελα μέσα στο καταλιακό του Σεπτεμβριάτικου απομεσήμερου. Μέρες τρύγου για το νησί, Ο Διόνυσος είχε κατέβει στα χωριά της Βιάννου. Μαζί όμως είχαν έρθει και οι Μαινάδες του..

Η φωνή του Χρηστάκη του προδότη ακουγόταν απέξω από την αυλόπορτα να συνομιλεί έντονα μα συνάμα και πειθήνια στον γερμανό αξιωματικό.

«Στρατή άνοιξε του λόγου σου» σε θέλει ο κυρ λοχαγός

Κουκουβισμένος πίσω από το μαγγάλι θυμάμαι το κορμί μου να παλέυει να μην αναπνέυσει. Ο πατέρας και η μάνα στέκουν όρθιοι αγέρωχοι στην ανοιχτή πια πόρτα. Ο Χάρος είχε μπεί σπίτι και ήθελε να τα πάρει όλα.

Δεν ειπώθηκαν πολλά, δυό τουφεκιές έκλεισαν την άβολη αυτή συνάντηση και οι γδούποι τον κορμιών το ένα ακολουθώντας το άλλο χωρίς πνοή πάνω στο ξύλινο πάτωμα έδωσαν στο νεκρώσιμο τελετουργικό ένα βιμπράτο τέλους. Μπροστά μου χάσκει η μάνα ανακούρκουδα με τα μάτια ορθάνοιχτα και άδεια, σαν τις καρδιές των δολοφόνων της. Από πάνω έχει πέσει ο πατέρας με τα μάτια σφαλισμένα ερμητικά και σίγουρα. Μέχρι το τέλος έδειχνε λεβέντης και λέφτερος.

Ποδοπατήματα πάνω στις ταλαιπωρημένες από το σαράκι τάβλες. Σύντομα θα συναντήσω τους γονείς μου. Εκτινάσσομαι με λύσσα στην έξοδο. 9 χρονών γαβρίας θέλω να ζήσω το κερατό μου! Έχω ήδη βγεί στην αυλίτσα ενώ οι κότες πετάνε και κακαρίζουν απεγνωσμένα υπό την αγωνία της αφιονισμένης επέλασής μου. Οι δολοφόνοι των γονιών μου έχουν μείνει ήδη πίσω. Ακούω και άλλους πυροβολίσμους πιο μέσα από το χωριό. Έχω διανύσει ήδη 50-60 μέτρα από το σκηνικό του φόνου. Σαν να βλέπω πίσω από την πλάτη μου τον κρανιοφόρο να με σημαδεύει ήδη. Τρέχω σαν κατοστάρης πιο γρήγορα από τον θάνατο που με ξοπαίρνει στο κατόπι. Συσπώ τους προσωπικούς μύς σαν να θέλω να κλέισω τα αυτιά μου στον επερχόμενο κρότο του όπλου που με σημαδεύει. Μπαμ!

Νάτο! Σκύβω και μαζέυω τα χέρια πάνω από το κεφάλι και τρέχω τρέχω τρέχω! Πέρνάω  μέσα από πυκνά βάτα και και λειμώνες από λιόδεντρα. Τρέχω σαν φρουμασμένο αράπικο πουλάρι, σαν την μικρή αντιλόπη που καλπάζει μακριά από τους τεράστιους κυνόδοντες του αιλουροειδούς. Πέφτω ξέπνοος σαν να με πρόλαβε το βόλι. Πιάνομαι ολούθε στο κορμί να βρω μια πληγή, μια στάλα αίμα. Πουθενά, τρέχω ξανά! Ζωντανός και ανακουφισμένος!

Στα γύρω βουνά βρήκα φιλοξενία από τους αντάρτες. Με πρόσεχαν και με ταίζανε. Ήμουν το ασυνόδευτο ανήλικο της εποχής. Μετά από μήνες κατέβηκα να δώ το σπιτικό, να χαιρετίσω την μάνα και τον πατέρα. Τίποτα δεν υπήρχε ρημαδι’ο και αποκαίδι ανάθεμά τους.

Γύρισα στο βουνό και έκανα αυτό που με είχε σώσει και είχα μάθει να κάνω καλά πλέον. Να τρέχω. Περιδιάβαινα σαν το αγρίμι  τα Λασηθιώτικα βουνά μεταφέροντας μηνύματα από τον ένα καπετάνιο στον άλλο. Κρυβόμουν στις χαράδρες και στα χαμόδεντρα και τους πρίνους. Παράβγαινα με τα αγριοκάτσικα και είχα παρέα να ατενίζω τους γυπαετούς να πλέουν στον ουρανό. Μάζευα δίκταμο για να φτιάχνουμε ματζούνια για τα λαβωμένα παλληκάρια και τις αρρώστειες στο άγριο και πετρόψυχο βουνό.

Σκληρή και όμορφη ήταν η ζωή στο αντάρτικο. Έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια σαν το καλύτερο δώρο ζωής. Χιλιόμετρα πολλά έκανα την μέρα, όμως την νύχτα πάντα με περίμενε ένα ζεστό φαί.

Μόνο από εκείνη την μέρα που με πιάσανε στον αμαξιτό, καθώς χάζευα κάτι πεταλούδες σαν μικρό παιδάκι που μουν. Δεν πρόλαβα να καλυφτώ και με προλάβανε 2 μεγάλες μοτοσυκλέτες με Γερμαναράδες. Ορκίστηκα να γίνω πιο γρήγορος από αυτά τα μαραφέτια.

Βρέθηκα στο Χαιδάρι μαντρωμένος πίσω από ψηλούς φράχτες σαν γελάδα που της κλέβουν την ζωή. Μικρός και έρμος. Το κρύο περόνιαζε τα κόκκαλα μας μέσα στους παγωμένους θαλάμους. Μονο τα χνώτα των εκατό ανθρώπων ανά θάλαμο ζέσταιναν την παγωμένη ατμόσφαιρα ενώ το φεγγάρι τα βράδια αχνόφώτιζε τα ρικνωμένα πρόσωπα, ζεσταίνοντας λίγο και τις καρδιές μας.

10 χρονών ήμουν τότε περίπου. Όλοι με αγαπούσαν οι φυλακισμένοι εβραίοι και έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Μου έλεγαν να έχω τον νού μου και να μένω μακριά από 2-3 περίεργους και αυτό έκανα. Οι γερμανοί στρατιώτες αδιάφοροι μαζί μου. Ασχολιόντουσαν πως θα κάνουν δύσκολη την ζωή των μεγάλων. Αυτά είναι τα καλά της παιδικότητας.. Λίγο το φαί και πολύ δουλειά. Αγγαρείες χωρίς λόγο και χωρίς ανθρωπιά. Με αφήναν να τρέχω στον προάυλιο, δεν μου είχαν ωράριο προαυλισμού. έβγαινα και έτρεχα γύρω γύρω σαν το ζώο της στέπας που είναι εγκλωβισμένο και θέλει να εκτονώσει την μιζέρια του.

Την άνοιξη με χώσανε με πολλούς άκόμα σε καμιόνια. Μετά μπήκαμε άθλια στοιβαγμένοι σε βαγόνια και φτάσαμε στο σταθμό Θεσσαλονίκης. Μαζί μου και δυό μεσήλικες εβραίοι ζευγάρι άκληροι, που με φρόντιζαν σαν παιδί τους στο Χαιδάρι. Ο Σάββας και η Ρεβέκκα. Ευγενικοί, πράοι και καλόψυχοι. Αργότερα κατάλαβα πως μάλλον με χρεώσαν κατά λάθος για παιδί τους και με πήραν παρέα στο  «τραίνο του θανάτου».  

Παραγεμιστήκαμε σε φορτάμαξες ατσάλινες κλειστές με χαραμάδες για παράθυρα. Να μην βλέπει ο έξω κόσμος το φρικτό φορτίο. Το απάνθρωπο και σκοτεινό περιεχόμενό του κρυβόταν καλά από τα μάτια των ανθρώπων κατά μήκος  της διαδρομής που πέρναγε. Εκατό ψυχές σχεδόν στοιβαγμένες στην κόλαση και το σκοτάδι για μέρες. Εκεί μέσα κατουρούσαμε και χέζαμε σαν τα βοοειδή που μεταφέρονται για σφαγή. Δυο φεγγίτες μας θύμιζαν τι φάση της ήμερας είναι και σε ποιά διάσταση βρισκόμαστε. Η αποφορά του ιδρώτα και των περιττωμάτων ήταν αποπνικτική. Όμως εκείνο που δεν αντεχόταν με τίποτα ήταν η μυρωδιά του φόβου . Μια ακαθόριστη αίσθηση οσφρητική συνάμα με διαίσθηση θανάτου. Ξέραμε πως εκεί που πάμε θα ναι το τέλος μας.

Οι μέρες περάσανε σαν αχλή στο στο μυαλό πια. Λιγο νερό με σε κουβάδες και κομμάτια ψωμί όποτε το θυμόντουσαν σε αυτό το πολυήμερο ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων. Δύο ηλικιωμένοι δεν άντεξαν την 4η μέρα. Έφυγαν.. Τι τυχεροί σκέφτηκα κοιτάζοντας τα μπλαβισμένα πρόσωπά τους, Τρόμαξα που έκανα αυτή την σκέψη. Σκέφτηκα πως έτρεχα τα βουνά της Κρήτης όλο ζωή και ελπίδα. Μικρό αγόρι με όνειρα σε ένα σκατόκοσμο. Και όμως είχαν καταφέρει να μου πάρουν την ελπίδα

Οι βαριές αλυσίδες από τα βαγόνια πέφτουν . Έχουμε φτάσει στο τέλος..

Αρίφνητα κορμιά λιπόσαρκα ρακένδυτα εδώ και κει. Μαθαίνουμε πως είμαστε στο στρατόπεδο Μπιρκενάου.

Οι μέρες εδώ είναι μια δυστοπία. Το Χαιδάρι ήταν μια υπέροχη  μακρινή εμπειρία πια..Οι φαντάροι με κλωτσάνε και με φτύνουν όπου με βρούν. Γρήγορα κάνω ξανά  αυτό που ξέρω καλά .. τρέχω και μεταφέρω τσιγάρα καλούδια καιι μηνύματα σε όλο τον δαίδαλο του Άουσβιτς. Από άντρα σε γυναίκα από παππου σε εγγόνι. Μηνύματα αγάπης και εγκαρτέρησης. Μηνύματα θανάτου και πόνου. Εκεί έμαθα να στρίβω και το πρώτο μου τσιγάρο. Εκτός από τις φάπες και τις κλωτσιές υπήρχαν και γερμανάδες με ανθρωπιά Σοκολάτες καραμέλες και όταν είχε βάρδια ο Κλαόυς είχα και μια γωνία δίπλα στην σόμπα του, στο δωμάτιο του αξιωματικού. Με κανένα άλλον δεν δέθηκα, δεν μίλησα περισσότερο, ήξερα θα πεθάνουν. Κάθε μέρα έχανα και από έναν, δυο, τρεις φίλους, προστάτες, γονείς. Μόνο ο Κλάους ήξερα θα επιβίωνε εδώ μέσα. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τα λόγια μόνο με το χαμόγελο και τα χέρια. Μου έδειχνε φωτογραφίες από τα παιδιά του δυο ξανθόψειρες δίδυμες. Έκλαιγε και χάιδευε τους μάυρους τραγίσιους βόστρυχούς μου. Στην σόμπα αυτή με έχωσε το παγωμένο πρωινό του Γενάρη. Δεν πήγα στην πορεία θανάτου. Έφυγε μαζί με τους άλλους γερμαναράδες μα μου άφησε μια σοκολάτα. Στο περιτυλιγμα έιχε γράψει «Ζήσε Τρέχα».

Έμεινα  σε μια κόλαση παγωμένη.Τα καζάνια της είχαν σβήσει πια. Ένα στρατόπεδο φάντασμα, με πτώματα η ζωντανούς νεκρούς από όσους είχαν απομείνει. Είχαν αφήσει πίσω τους άρρωστους, τους γέρους και γριές, αυτούς που δεν θα μπορούσαν να πάνε ούτε μισή ώρα στις πορείες θανάτου. Κλαίω από χαρά που είμαι εκεί ζωντανός . Κλαίω από λύπη για τον θάνατο, την οδύνη, την φρενίτιδα του πολέμου. Τρέχω σε όλο το τερατούργημα που εγκλώβισε και θανάτωσε εκατομμύρια  παλλόμενες καρδιές.

Δεν έχω δυνάμεις ακουμπάω σε ένα χάλασμα που αρχίζει να κλονίζεται συθέμελα Έρχονται οι Κοκκινοι. Τα θηριώδη Τ34 σαν μεταλλικοί  ελέφαντες σπέρνουν παραδόξως όχι τον τρόμο αλλα την ελπίδα.

Ήμουν λέφτερος! και ζωντανός! Λέφτερος να τρέχω!

Και αυτό έκανα από τότε. «Έτρεχα παντού. Σε δρόμους και βουνά. ¨Ήμουν μόνος που έτρεχα τότε στην παλιά μεταπολεμική Αθήνα. Θυμάμαι και με κοίταγαν περίεργα, σαν νεκροζώντανο του Αουσβιτς. Που να΄ξεραν..  ‘Ετρεξα τον πρώ Μαραθώνιο το 1955 και από τότε ‘εχω τρέξει σε 30 αγώνες πάνω στην Κλασσική Διαδρομή. Πάντα κουβαλάω μαζί μου την Ρεβέκκα, τον Καρλ, την Μάνα και τον Πατέρα. Κουβαλάω όλους αυτούς που με χάθηκαν στα στρατόπεδα ,τα μάτια τους και τον κυματισμό της υπαρξής τους. Κουβαλάω κουβέντες διάσπαρτες, στιγμές ανθρωπιάς μέσα στα σύρματα και τα κλουβιά.  Κουβαλάω σαν πέτρα στο στομάχι που δεν μπορώ να ξεφορτωθώ όλο αυτό το τυφλό μίσος του ανθρώπου . Ένα κλαδί ελιάς και λίγη καλή θέληση θέλει η ανθρωπότητα για ναναι μονιασμένη, Τόσο απλά ένα κλαδί ελιάς και αγάπη για τον συναθλητή και τον συνάνθρωπο, το σύμβιο όν πάνω σαυτή την πέτρα που ονομάζουμε Γη.

Γιαυτό τρέχω ακόμα κοντά στα 80 μου πια χρόνια. Θέλω να ζήσω αρμόνικά, με Ειρήνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου